Τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική κατάσταση, αλλά και τη γενικότερη ευδαιμονία του ατόμου ενισχύουν οι καλές πράξεις που χαρακτηρίζονται από ευγένεια και συμπόνια απέναντι στους άλλους, υποστηρίζει νέα επιστημονική μελέτη
Οι πράξεις ευγένειας και βοήθειας προς τους άλλους ανθρώπους μπορεί να αποδειχθούν πολύ ευεργετικές για την υγεία και τη γενικότερη κατάσταση του ανθρώπου που τις κάνει, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Psychological Bulletin. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, δεν είναι όλες οι καλόκαρδες συμπεριφορές εξίσου επωφελείς για τον πράττοντα, καθώς η δυναμική της σχέσης αυτής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων το είδος της ευγενικής πράξης, ο προσδιορισμός της γενικής κατάστασης, καθώς και η ηλικία, το φύλο και άλλοι δημογραφικοί παράγοντες σχετικοί με τον άνθρωπο που κάνει την καλή πράξη.
«Η προκοινωνική συμπεριφορά –στην οποία περιλαμβάνονται ο αλτρουισμός, η συνεργασία, η εμπιστοσύνη και η συμπόνια- είναι όλα απαραίτητα συστατικά για μια αρμονική και λειτουργική κοινωνία. Αποτελούν κομμάτι του κοινού πολιτισμού της ανθρωπότητας και η ανάλυσή μας δείχνει ότι συνεισφέρουν, επίσης, στην ψυχική και σωματική υγεία», εξηγεί ο επικεφαλής συγγραφέας και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Hong Kong, Δρ. Bryant P.H. Hui.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που ενσωματώνουν περισσότερες προκοινωνικές συμπεριφορές είναι πιο ευτυχισμένοι και έχουν καλύτερη ψυχική και σωματική υγεία από εκείνους που δεν αφιερώνουν αρκετό χρόνο στο να βοηθούν τους άλλους. Δεν βρήκαν, όμως, όλες οι μελέτες στοιχεία για αυτή τη σύνδεση, ενώ η δυναμική της ποικίλει εκτενώς στην ερευνητική βιβλιογραφία.
Για να κατανοήσουν, λοιπόν, καλύτερα που οφείλεται αυτή η ποικιλία, ο Δρ. Hui και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν μια μετά-ανάλυση 201 ανεξάρτητων μελετών, με συνολικά 198.213 συμμετέχοντες, εξετάζοντας τη σύνδεση ανάμεσα στην προκοινωνική συμπεριφορά και τη γενική ψυχική και σωματική κατάσταση, διαπιστώνοντας ότι υπάρχει μια μέτρια σχέση ανάμεσα στα δύο. Παρόλο που το μέγεθος της επίδρασης ήταν μικρό, συνεχίζει να έχει σημασία, σύμφωνα με τους ειδικούς, δεδομένου του αριθμού των ανθρώπων που πραγματοποιούν πράξεις ευγένειας κάθε μέρα.
Ακόμη, η επιστημονική ομάδα βρήκε ότι οι τυχαίες πράξεις ευγένειας, όπως η αυθόρμητη βοήθεια σε έναν ηλικιωμένο να μεταφέρει τα ψώνια, σχετίζονταν περισσότερο με τη συνολική γενική κατάσταση συγκριτικά με τις προγραμματισμένες δράσεις όπως π.χ. η συμμετοχή σε εθελοντική δράση. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η ανεπίσημη βοήθεια είναι πιο αιτιώδης και αυθόρμητη και μπορεί ευκολότερα να οδηγήσει στη διαμόρφωση κοινωνικών επαφών, σύμφωνα με τον Δρ. Hui. Η ανεπίσημη γενναιοδωρία είναι, επίσης, πιο ποικίλη και έχει λιγότερες πιθανότητες να γίνει μονότονη.
Οι ερευνητές βρήκαν, επίσης, έναν ισχυρότερο δεσμό ανάμεσα στην ευγένεια και στην ευδαιμονία (που επικεντρώνεται στην αυτοπραγμάτωση, δηλαδή τη συνειδητοποίηση της δυναμικής του ατόμου και την εύρεση του νοήματος στη ζωή), παρά στην ευγένεια και την ηδονή (που σχετίζεται με την ευτυχία και τα θετικά συναισθήματα).
Οι επιδράσεις ποίκιλλαν ανάλογα με την ηλικία, με τους νεότερους δοτικούς ανθρώπους να αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα συνολικής υγείας, ευδαιμονίας και ψυχολογικής λειτουργίας, ενώ οι γηραιότεροι ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα σωματικής υγείας. Επίσης, οι γυναίκες παρουσίασαν ισχυρότερες σχέσεις ανάμεσα στην προκοινωνικότητα και τα διάφορα μέτρα γενικής κατάστασης σε σύγκριση με τους άνδρες –ίσως επειδή οι γυναίκες, σύμφωνα με τα στερεότυπα, αναμένεται να είναι πιο φροντιστικές και δοτικές. Προκύπτει, έτσι, ένα ισχυρότερο αίσθημα καλών συναισθημάτων για τις πράξεις που βρίσκονται σε συμφωνία με αυτούς τους κοινωνικούς κανόνες, υποστηρίζει η μελέτη.
Τέλος, οι ερευνητές βρήκαν ότι οι μελέτες που ήταν ειδικά σχεδιασμένες για να μετρήσουν τη σύνδεση ανάμεσα στην προκοινωνικότητα και την συνολική κατάσταση, έδειξαν έναν ισχυρότερο δεσμό ανάμεσα στα δύο, σε σύγκριση με εκείνες που ανέλυσαν δεδομένα από άλλες εκτενείς έρευνες, όχι ειδικά σχεδιασμένες να μελετήσουν το συγκεκριμένο ζήτημα.
Μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εξετάσουν διάφορους άλλους δυνητικά σημαντικούς τροποποιητικούς παράγοντες που η ερευνητική βιβλιογραφία έχει αγνοήσει αρκετά, όπως για παράδειγμα τις ενδεχόμενες επιδράσεις της εθνικότητας και της κοινωνικής κλάσης των δοτικών ανθρώπων.