Οι μελέτες δείχνουν για κάθε 200 mg χοληστερόλης αυξάνεται η επιβλαβής μορφή χοληστερόλης στο αίμα, η LDL κατά περίπου 3%. Να σημειωθεί ότι η LDL χοληστερόλη είναι συνήθως 2,4 mmol/L (93 mg/dl) στους βίγκαν, που δεν καταναλώνουν χοληστερόλη και έχουν χαμηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών. Στους κρεατοφάγους, ο μέσος όρος είναι 3,5 mmol/L (135 mg/dl).
Αλλά η αύξηση της χοληστερόλης στο αίμα λόγω της διατροφικής χοληστερόλης δεν είναι ίδια σε όλους του ανθρώπους. Το 25-33% του πληθυσμού κληρονομεί μια έκδοση (ένα «αλληλόμορφο») του γονιδίου APOE που ονομάζεται e4 και τους κάνει πολύ πιο ευαίσθητους στη διατροφική χοληστερόλη από εκείνους που φέρουν το πιο κοινό αλληλόμορφο e3. Σε όσους υπάρχει το αλληλόμορφο e4, η χοληστερόλη των κρόκων μπορεί να αυξήσει κατά 10% την LDL χοληστερόλη.
Υπάρχει επίσης διακύμανση στο πόσο απορροφάται η χοληστερόλη από τη διατροφή. Φυτικές στερόλες, οι οποίες προστίθενται σε ορισμένα τρόφιμα, όπως ποτά, γιαούρτια και μαργαρίνες, εμποδίζουν την απορρόφηση της διατροφικής χοληστερόλης και μειώνουν την LDL χοληστερόλη έως και 10%. Έτσι, ακόμη και τα άτομα που έχουν το αλληλόμορφο e4 μπορούν να τρώνε αυγά χωρίς να αυξάνουν την LDL χοληστερόλη εάν καταναλώνουν φυτικές στερόλες στο ίδιο γεύμα.
Είναι όμως η διατροφική χοληστερόλη ένας λόγος ανησυχίας; Παραδοσιακά ήταν, αλλά το 2013, η οδηγία για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας δεν συμπεριέλαβε κάποια σύσταση για τη διατροφική χοληστερόλη, αναφέροντας: “Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να διαπιστωθεί εάν η μείωση της χοληστερόλης στη διατροφή μειώνει την LDL χοληστερόλη”. Η προηγούμενη σύσταση της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, από τις αρχές της δεκαετίες του 1960, ήταν ότι η διατροφική χοληστερόλη δεν πρέπει να ξεπερνά τα 300 mg την ημέρα.
Το 2015, η Dietary Guidelines Advisory Committee (DGAC), ακολουθώντας την προ διετίας οδηγία της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, ανέφερε: “Προηγουμένως, οι κατευθυντήριες γραμμές για τους Αμερικανούς συνιστούσαν η πρόσληψη της χοληστερόλης να περιορίζεται κάτω από τα 300 mg ημερησίως. Η DGAC δεν θα υποβάλλει αυτή τη σύσταση, διότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν μη αξιοσημείωτη σχέση μεταξύ κατανάλωσης διαιτητικής χοληστερόλης και χοληστερόλης στο αίμα… Η χοληστερόλη δεν αποτελεί θρεπτικό συστατικό που προκαλεί ανησυχία για υπερκατανάλωση”.