28η Οκτωβρίου: Συγκλονιστικές αφηγήσεις από το έπος του ’40: Οι Ιταλοί σκότωναν παιδιά και γελούσαν

28η Οκτωβρίου: Ο δημοσιογράφος Λάζαρος Αρσενίου απεβίωσε σε ηλικία 104 ετων: Η πρώτη μέρα του πολέμου 1940-41, οι γυναίκες της Πίνδου και η τιτανομαχία στο Ύψωμα 731.

Έζησε σαν κινηματογραφική ταινία τις μεγαλύτερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, έχοντας συμμετοχή σε ένα σημαντικό και ευαίσθητο κομμάτι αυτής, χωρίς ποτέ ωστόσο να ξεχνά να υποστηρίζει σε κάθε συζήτησή του πως είναι ένας δημοσιογράφος και όχι συγγραφέας παρά τα αμέτρητα βιβλία που έχει γράψει…

Ο λόγος για τον Λάζαρο Αρσενίου, ο οποίος βαδίζει σταθερά και με ξεκάθαρο μυαλό, στα 102 έτη, γεννημένος το 1915 στην Καλαμπάκα Τρικάλων.

Την ημέρα του πολέμου

Ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού στρατεύθηκα, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τον Αύγουστο 1940 και έλαβα μέρος στη Μάχη της Πίνδου. Τραυματίστηκα, προσθέτει, με διαμπερές τραύμα στα μαλακά του λάρυγγα στην Αλβανία και μετά από άδεια επανήλθα στο Κεντρικό Μέτωπο και έλαβα μέρος στην Απόκρουση της Εαρινής Επίθεσης του Μουσολίνι. Πιο αναλυτικά, ο ίδιος μας λέει, απαντώντας στο ερώτημα, πού βρισκόταν την πρώτη ημέρα του πολέμου με τους Ιταλούς το 1940, τα εξής:

«Βρισκόμουν από τις 26 Οκτωβρίου 1940 στο Αμύνταιο, ως ανθυπολοχαγός, διοικητής διμοιρίας του ΙΙ τάγματος του 52ου Συντάγματος Λαρίσης. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ακούμε τα κανόνια. Ήρθαν και πήραν από το Αμύνταιο όλο το Τάγμα με προορισμό την Καστοριά. Στο χωριό Βασιλειάδα της Καστοριάς και υπό τους ήχους των κανονιών, γυναίκες χωρίς κανένα φόβο και με χαμόγελα, μας κερνούσαν τσίπουρο και γλυκό του κουταλιού ευχόμενες καλή νίκη. Στη συνέχεια, υπό δυνατή βροχή και αφού βαδίζαμε όλη τη νύχτα μέσα στη λάσπη, φτάσαμε στο Νεστόριο, προς τα ξημερώματα οι πρώτοι και την άλλη μέρα το μεσημέρι, οι δεύτεροι… Συνεχίσαμε την πορεία μας, μέσα σε ρέματα και πλαγιές και καταλήξαμε στο Επταχώρι, με τη διμοιρία μου όπου τοποθετήθηκα ως προστασία της Ι Μεραρχίας. Εκεί πήραμε και το βάπτισμα του πυρός καθώς η Ι Μεραρχία έκανε και την πρώτη επίθεση κατά των Ιταλών».

Οι γυναίκες της Πίνδου

Ιδιαίτερη αναφορά ο Λάζαρος Αρσενίου κάνει, μετά από σχετική ερώτηση, για τις γυναίκες της Πίνδου.

Στο Επταχώρι, όπως γράφω και στο βιβλίο μου, «Η νίκη της Ελλάδας το 1940-41 στον πόλεμο με την Ιταλία», τονίζει κατηγορηματικά, «γυναίκες περιποιούνται τραυματισμένους, άλλες ζυμώνουν μέρα νύχτα στον στρατιωτικό φούρνο που εγκαταστάθηκε κατόπιν στο χωριό, και τροφοδοτεί τον τομέα Πίνδου – Γράμμου, άλλες μαγειρεύουν ή εκτελούν ποικίλες εργασίες, απαραίτητες για τα τμήματα που μάχονται. Τις εργασίες αυτές έπρεπε να τις εκτελούν στρατιώτες. Αλλά με την εξέλιξη στο Κεντρικό Μέτωπο στάλθηκαν όλοι τους στην πρώτη γραμμή. Η παραμέληση της Πίνδου από την ηγεσία δημιούργησε και επ’ αυτού κενό, αλλά το κάλυψαν οι γυναίκες. Και μετέχουν έτσι και οι γυναίκες στη νίκη της Πίνδου».

Εικοσιπέντε χρόνια περίπου αφού τελείωσε ο πόλεμος και είχα στη διάθεσή μου αυτοκίνητο επισκέφθηκα την περιοχή και τις πήρα συνέντευξη, συνομίλησα μαζί τους, προσθέτει με συγκίνηση. Οι γυναίκες είχαν να αφηγηθούν πολλά. Δυστυχώς δεν χωρούσαν όλα εδώ ενώ δεν έγινε προσπάθεια για να καταγραφούν και να μαθαίνουν όλοι την συμμετοχή των γυναικών της Πίνδου στον πόλεμο.

Παρακάτω παρουσιάζω κάποιες αφηγήσεις γυναικών, διαβάζοντάς τες από το παραπάνω βιβλίο μου:

Η Κατερίνη Κωστάρα, 40 χρονών τότε, γυναίκα του προέδρου αφηγήθηκε: Εκεί που ήμασταν κρυμμένες στο δάσος με τα παιδιά, μας ειδοποιούν να γυρίσουμε στο χωριό. Ήρθε, μας είπαν, ο στρατός μας και χρειάζεται να τον βοηθήσουμε. Πήραμε όλες θάρρος και γυρίσαμε. Όταν, κατόπιν, μας είπαν ότι η βοήθεια είναι να μεταφέρουμε πυρομαχικά, πήγαμε πρόθυμα όλες οι γυναίκες.

Η Γλυκερία Ευαγγέλου προσθέτει: «Στην μεταφορά πήγαν μόνο οι γερές γυναίκες, 20 μέχρι 40 χρονών. Αλλά αυτές είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. Εγώ είχα πέντε και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών. Τα παρατήσαμε, όμως, και πήγαμε στην μεταφορά. Μένοντας τα παιδιά μας μόνα τους έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα, από την μάχη που γινόταν πάνω από το χωριό, τα φόβισε περισσότερο. Σφίξαμε, όμως, όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας».

Η Βαγγελή Ντινολάζου, 34 χρονών τότε, με 5 παιδιά, γυναίκα του αγροφύλακα, μας είπε: «Τα κασάκια με τα πυρομαχικά τα δέναμε ζαλίκα στην πλάτη. Δέκα, δεπαπέντε φορτωμένες γυναίκες σχηματίζαμε ομάδα και ξεκινούσαμε η μία πίσω από την άλλη, όπως οι στρατιώτες».

Η Τιτανομαχία στο ύψωμα 731

Φυσικά ο Λάζαρος Αρσενίου, δεν παραλείπει να αναφερθεί στην τιτανομαχία στο Ύψωμα 731.

«Στις έξι το πρωί της Κυριακής 9 Μαρτίου 1941 άρχισε θορυβωδώς η Εαρινή Επίθεση του Μουσολίνι. Ο τομέας της Ι Μεραρχίας συγκλονίζεται από τον άγριο βομβαρδισμό των 150 ιταλικών πυροβόλων. Στις 6:50 ο βομβαρδισμός επεκτείνεται στους τομείς των Μεραρχιών XV και XI. Με τις πρώτες οβίδες οι Έλληνες έτρεξαν στα χαρακώματα. Ξημερώνοντας πετούν 150 αεροπλάνα. Τα 90 είναι διωκτικά έναντι ουδενός ελληνικού. Αδειάζουν από μεγάλο ύψος βόμβες, φεύγουν, γυρίζουν ρίχνουν και άλλες, ξανά και ξανά, αλλά οι βόμβες τους κάνουν απλώς θόρυβο. Δεν πέφτουν σε στόχους. Ένα σμήνος το διοικεί ο κόμης Τσιάνο, Υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, γνωρίζοντας ότι «τον καμαρώνει ο πεθερός του» από τη Ρέχοβα».

Και συνεχίζει, όπως άλλωστε τα έχει γράψει ο ίδιος όπως μας είπε στο βιβλιαράκι του «Η τιτανομαχία στο Ύψωμα 731»:

«Πρώτο κατά του 731 ρίχθηκε στις 9:30 της 9ης Μαρτίου τάγμα της Μεραρχίας «Πούλιε». Με την πεποίθηση ότι ο Μουσολίνι θα τσακίσει τώρα τους Έλληνες και βλέποντας οι Ιταλοί τις δικές τους, τις ιταλικές, οβίδες να πέφτουν σε ξένα κεφάλια, σε ελληνικά, προχωρούν με γέλια και τραγούδια. Απειροπόλεμα ξένοιαστα παλληκαρόπουλα της Ιταλίας προχωρούν με το θάρρος της άγνοιας των κινδύνων της μάχης που θα ακολουθήσει. Όταν έφτασαν σε απόσταση εφόδου από τις ελληνικές γραμμές το πυροβολικό τους διέκοψε τον βομβαρδισμό για λόγους ασφαλείας και έγινε σιγή, Οι επιτιθέμενοι συνεχίζουν να προχωρούν τραγουδώντας. Αλλά κάποια στιγμή νιώθουν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια τους. Τα 160 ελληνικά κανόνια βάλλουν σχεδιασμένα την στενόμακρη έκταση μερικών στρεμμάτων μπροστά από το 731. Και βάλλουν σε όλο το έδαφος που πρέπει να προστατευθεί, με όση μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούν και με ακρίβεια, δημιουργώντας μια κόλαση φωτιάς και εκρήξεων. Όσοι Ιταλοί δεν τραυματίστηκαν, όσοι δεν σκοτώθηκαν και όσοι δεν τρελάθηκαν βγήκαν τρέχοντας από εκείνον τον πρώτο κύκλο της κόλασης στην οποία τους είχαν ρίξει. Αλλά εκεί τους περίμενε δεύτερος κύκλος κόλασης. Δεκάδες πολυβόλα και οπλοπολυβόλα αερίζουν με διασταυρούμενα πυρά το πεδίο που πρέπει να περάσουν υποχρεωτικά οι επιτιθέμενοι. Οι σφαίρες δεν φαίνονται ούτε ακούγονται αλλά θερίζουν ανθρώπινες ζωές. Τα ιταλικά τάγματα είχαν μειωμένη δύναμη ήτοι 300 περίπου στρατιώτες το καθένα. Από τους 300 που επιτέθηκαν σώοι βγήκαν μόνο μερικές δεκάδες από εκείνον τον θερισμό θανάτου και τότε έπαθαν τη μεγαλύτερη τρομάρα της ζωής τους».

Ο Λάζαρος Αρσενίου τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, με μετάλλια του Δήμου Τρικκαίων (αργυρό και χρυσό), και με άλλα διαφόρων πόλεων και Οργανώσεων, καθώς και με την απονομή από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, Μεταλλίου του Ιδρύματος Μπότση για την προσφορά του στην πρόοδο της Δημοσιογραφίας. Στις 16-1-2015 ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό τού Τάγματος Τιμής για τη σημαντική προσφορά του. Έχει επίσης τιμηθεί με το «Βραβείο Φιλίας Τρικάλων» από τον Φ.Ι.ΛΟ.Σ.

Exit mobile version