Οι πιο πολλοί γλάροι το μόνο που μπαίνουν στον κόπο να μάθουν είναι οι βασικές αρχές της πτήσης – δηλαδή πώς να πετούν για να φτάσουν από την ακροθαλασσιά στην τροφή τους και πάλι πίσω.
Γι’ αυτούς δεν έχει σημασία το πέταγμα, αλλά το φαγητό. Όμως, για τούτον εδώ τον γλάρο, μετρούσε πολύ περισσότερο η χαρά τού να πετάει. Πάνω από καθετί άλλο, ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον ο Γλάρος λάτρευε το πέταγμα.
Σύντομα ανακάλυψε πως αυτός ο τρόπος σκέψης δεν ήταν ό,τι καλύτερο για να γίνει αγαπητός στα άλλα πουλιά. Ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς του είχαν αρχίσει να ανησυχούν βλέποντας τον Ιωνάθαν να πειραματίζεται μέρες ολόκληρες, μονάχος, πραγματοποιώντας εκατοντάδες πτήσεις σε χαμηλά ύψη.
Δεν ήξερε το γιατί, λόγου χάρη, αλλά, όταν πετούσε πάνω από το νερό σε ύψος μικρότερο από το μισό άνοιγμα των φτερών του, μπορούσε κι έμενε πιο πολύ στον αέρα και μάλιστα με λιγότερη προσπάθεια. Οι πτήσεις του δεν κατέληγαν στο συνηθισμένο πλατσούρισμα των ποδιών στη θάλασσα, αλλά σ’ ένα μακρύ, επίπεδο αφρισμένο αυλάκι, έτσι όπως άγγιζε την επιφάνεια με τα πόδια σφιχτά κολλημένα στο σώμα του. Όταν άρχισε να προσγειώνεται με τα πόδια του να γλιστρούν πάνω στην παραλία και μετά να μετράει με βήματα το μάκρος της ολίσθησής του στην άμμο, τότε ήταν που οι γονείς του τρόμαξαν πολύ.
«Γιατί, Ίωνα, γιατί;» τον ρώτησε μια φορά η μητέρα του. «Γιατί δεν μπορείς, Ιωνάθαν, να είσαι κι εσύ σαν όλα τ’ άλλα γλαροπούλια; Γιατί δεν αφήνεις τα χαμηλά πετάγματα για τους πελεκάνους και τα αλμπατρός; Γιατί δεν τρως; Φτερό και κόκαλο είσαι, γιόκα μου!»
«Δεν με νοιάζει αν είμαι φτερό και κόκαλο, μάνα. Το μόνο που θέλω είναι να μάθω τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω στον αέρα – αυτό και τίποτε άλλο. Το μόνο που θέλω είναι να μάθω». |