Του Ανδρέα Λοβέρδου
Καθηγητή Πανεπιστημίου, Δικηγόρου, πρ.Υπουργού
Όταν σε μία χώρα μέσα σε πέντε μήνες οι πολίτες προσέρχονται στις κάλπες τρεις φορές και το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ταυτόσημο και μονοσήμαντο, εάν η τέταρτη κατά σειράν φοράαποτελέσει έκπληξη, αυτό θα αποτελέσει ζήτημα που θα συνδεθεί με κάποια από τις θεωρίες της πολιτικής επιστήμης. Σήμερα τα πολιτικά συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε αφορούν στις διαδικασίες της 21ης Μαΐου, της 25ης Ιουνίου και της 8ης Οκτωβρίου.
Ένας είναι ο τίτλος για την επιλογή των πολιτών τόσο στις εθνικές όσο και στις αυτοδιοικητικές εκλογές: η παντοδυναμία του ενός κόμματος και από εκεί και πέρα η υπάρξη επτά μικρών κομμάτωνχωρίς κυβερνητική προοπτική. Για τα έξι από τα επτά αυτά κόμματα το αποτέλεσμα είναι περίπου αναμενόμενο, για ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνοντας υπόψιν τις εκλογικές τους επιδόσεις την προηγούμενη δεκαετία. Σε καμμία περίπτωση, όμως, δεν ισχύει το ίδιο με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑβρίσκεται στα όρια της απόλυτης κατάρρευσης. Ολαός με την ψήφο του τόσο για την εθνική αντιπροσωπεία όσο και για την ανάδειξη δημάρχων και περιφερειαρχών της επικράτειας δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τους εκπροσώπους του.
Το συμπέρασμα για την κυριαρχία του ενός και την κατάρρευση του άλλου δεν αμφιλέγεται. Αντιπολίτευση ισχυρή, αποτελεσματική, εποικοδομητική φαίνεται να μην υπάρχει. Αυτό δεν είναι μόνο προσωπική άποψη. Όταν το πρώτο κόμμα συγκεντρώνει ποσοστό 40% και το δεύτερο 17%, είναι οι αριθμοί που μιλούν και όχι οι απόψεις. Όταν οι περισσότεροι υποψήφιοι του πρώτου κόμματος χαίρουν της εμπιστοσύνης και της προτίμησης των ψηφοφόρων και σχεδόν όλοι υποψήφιοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης απορρίπτονται, τότε η διαπίστωση είναι νομοτελειακή: οι Έλληνες δεν αισθάνονται ασφαλείς με τον ΣΥΡΙΖΑ, τις ιδέες του, τους εκπροσώπους του. Η ύπαρξη μάλιστα νέου αρχηγού της παράταξης δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να αλλάζει αυτή τη συνθήκη.
Τα δεδομένα του σημερινού πολιτικού σκηνικού είναι ξεκάθαρα για το χώρο της κεντροδεξιάς και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η πολιτική, όμως, δεν τελειώνει το βράδυ των εκλογών. Για την ακρίβεια τότε πραγματικά αρχίζει. Αυτό, επιτρέψτε μου μετά από πολλά χρόνια στην πρώτη γραμμή, να το γνωρίζω καλά. Οι ευθύνες που αναλογούν στους κυβερνώντες αυτή τη στιγμή είναι διπλές γιατί όπως είδαμε έως τώρα είναι μόνοι τους. Το χρέος τους απέναντι στην εμπιστοσύνη των πολιτών είναι μεγάλο. Εκεί που υπάρχει σύγχυση είναι στην κεντροαριστερά. Είναι τα πρόσωπα; Είναι οι ιδέες; Είναι το πώς συστήνονται καθημερινά στην κοινωνία; Είναι όλα μαζί. Γιατί ο πολίτης θέλει ασφάλεια, θέλει ορθολογισμό, θέλει αποτελεσματικότητα. Τι να κάνει το μικρομεγαλισμό, τη θολούρα και τον ανέφικτο μαξιμαλισμό; Αυτά τα «λούστηκε» και τα απέρριψεγιατί βίωσε πόσο καταστροφικά είναι. Αν πάντως δεν μπορέσουν να εντοπίσουν τις αιτίες, για τις οι οποίες η κοινωνία δεν τους προτιμά, δεν υπάρχει προοπτική ανάκαμψης. Σε κάθε περίπτωση πάντως ενόψει της Κυριακής εάν κάποιο κόμμα φαίνεται ότι μπορεί να πάρει κεφάλι στους δευτερεύοντες σχηματισμούς είναι το ΠΑΣΟΚ και εάν κάποιο κόμμα φαίνεται ότι απέτυχε παταγωδώς να πείσει είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχει, όμως, αυτό τόση σημασία; Στη μεγάλη εικόνα αυτό που βλέπει κανείς είναι έναν αθλητή που σε δευτερόλεπτα θα κόψει το νήμα και άλλους επτά να στριμώχνονται μεταξύ τους πολλά μέτρα πίσω του. Θα περιμένουν στις κερκίδες οι θεατές να δουν και τους υπόλοιπους; Ιδού το ερώτημα.