Υπόμνημα στον πρωθυπουργό απέστειλε ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης και ο πρόεδρος του συλλόγου και οφθαλμίατρος χειρουργός Νίκος Νίτσας. Με αφορμή την επίσκεψη εργασίας του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην πόλη, ενόψει εγκαινίων της ΔΕΘ, ο κ. Νίτσας έκανε ένα μίνι απολογισμό των προσπαθειών του ιατρικού κόσμου της Θεσσαλονίκης, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ελλείψεις και χρόνιες παθογένειες. Παραθέτουμε τα βασικά σημεία του υπομνήματος:
«Διερχόμαστε την πιο κρίσιμη και – ελπίζουμε – τελευταία περίοδο της πανδημίας, καθώς είναι στο χέρι των πολιτών η ταχύτερη τιθάσευσή της, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας της πολυπόθητης ανοσίας ύστερα από την εθνική προσπάθεια εμβολιασμού «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και οι ενέργειες πρέπει να συντείνουν σε αυτόν τον κοινό στόχο.
Δυστυχώς το 2ο κύμα της πανδημίας, τον προηγούμενο Νοέμβριο, έπληξε ιδιαίτερα την πόλη μας όπου τελικά μετά τις υπεράνθρωπές προσπάθειες των γιατρών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα δεν υπήρξε συμπολίτης μας που να μην έχει λάβει την απαραίτητη φροντίδα υγείας. Το ίδιο έγινε και κατά τη διάρκεια του 3ου κύματος χωρίς να χρειαστεί επίταξη υπηρεσιών ιδιωτών γιατρών, καθώς ύστερα από συντονισμένες προσπάθειες, αλλά κυρίως χάρη στην αυξημένη κοινωνική ευθύνη των συναδέλφων, επιτεύχθηκε η απαραίτητη στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Είμαστε δε ιδιαίτερα ευτυχείς για το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία (άνω του 95%) του ιατρικού σώματος σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους αναμένοντας τις αποφάσεις για τρίτη επαναληπτική δόση.
«Εμείς οι γιατροί εμβολιαστήκαμε. ΕΣΥ;»
Από την αρχή του 2021 και ειδικότερα τους τελευταίους μήνες, οι προσπάθειες του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης έχουν ενταθεί, ώστε να πεισθούν και να εμβολιασθούν όλοι εκείνοι οι συμπολίτες μας που αντιμετωπίζουν τον εμβολιασμό κατά της νόσου Covid-19 με φόβο ή σκεπτικισμό. Ήδη εδώ και δύο μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη η νέα επικοινωνιακή καμπάνια του ΙΣΘ την οποία διοργανώνουμε εκπέμποντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς όλους: «Εμείς οι γιατροί εμβολιαστήκαμε. ΕΣΥ;» εκτιμώντας ότι ένα 4ο κύμα θα περιοριστεί αισθητά εάν όλοι ακολουθήσουν το παράδειγμα των γιατρών και εμβολιαστούν άμεσα. Διαφορετικά η ολοένα και αυξανόμενη πίεση στο ΕΣΥ η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των νοσοκομείων σε «νοσοκομεία μιας νόσου», εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Για όλους αυτούς τους λόγους που προαναφέραμε, στο πλαίσιο της 85ης Δ.Ε.Θ. θα πραγματοποιηθεί για… 4η χρονιά η καμπάνια του ΙΣΘ «ΕμβολιάΖΩ 4» η οποία έχει ως στόχο την ενημέρωση των συμπολιτών μας για την ασφάλεια και αναγκαιότητα των εμβολιασμών με ιδιαίτερη έμφαση στον εμβολιασμό κατά της Covid-19.
Στην πρώτη γραμμή και με συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου…
Να επισημάνουμε ότι η βελτίωση των υποδομών των νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης καθίσταται επιβεβλημένη, καθώς τα περισσότερα από αυτά στεγάζονται σε πολύ παλιά κτίρια και οι συνθήκες νοσηλείας των ασθενών μπορούν και πρέπει να βελτιωθούν άμεσα. Ένα δε από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ΕΣΥ είναι η υποστελέχωση σε ιατρικό προσωπικό λόγω συνταξιοδοτήσεων. Θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός της χαμηλής κάλυψης (30-40%) των θέσεων που προκηρύσσονται για γιατρούς του ΕΣΥ. Αυτό οφείλεται κυρίως στις χαμηλές αμοιβές των νοσοκομειακών γιατρών, στην έλλειψη κινήτρων και έχει ως αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία του ΕΣΥ, με έλλειψη γιατρών σε ειδικότητες πρώτες γραμμής (Αναισθησιολογίας, Παθολογίας,Πνευμονολογίας κ.ά.), αλλά και τη συνεχιζόμενη με σταθερούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια μετανάστευση των νέων γιατρών στο εξωτερικό, η οποία πρέπει να ανακοπεί. Το καθεστώς των επικουρικών γιατρών σε Κέντρα Υγείας και Νοσοκομεία πρέπει να είναι ένα εργαλείο για την κάλυψη θέσεων για μικρό χρονικό διάστημα.
Δυστυχώς όμως, οι περισσότεροι υπηρετούντες επικουρικοί ιατροί σήμερα, καλύπτοντας μόνιμες και διαρκείς ανάγκες βρίσκονται σε καθεστώς εργασιακής ομηρείας που πρέπει να λήξει με την προκήρυξη θέσεων μονίμων γιατρών του ΕΣΥ. Η νομοθέτηση της απαλλαγής της εξ αμελείας ευθύνης των ιατρών και των παρόχων υπηρεσιών υγείας για την αντιμετώπιση ασθενών Covid-19 κατά τις εξάρσεις της πανδημίας είναι αναγκαία προκειμένου να προστατευτούν από χρονοβόρες δικαστικές εμπλοκές και να μπορούν να αφοσιωθούν στην υποστήριξη των ασθενών τους.
Ειδικά στα Κέντρα Υγείας και μετά τις απολύσεις του 2014 & 2017, το ιατρικό προσωπικό έχει μειωθεί άνω του 50%, με μέσο όρο ηλικίας άνω των 60 ετών.Η έλλειψη ακόμα και των πιο βασικών ειδικοτήτων αλλά και η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των ΚΥ με την πανδημία και με τον εμβολιασμό οδήγησε σε μεγάλη ταλαιπωρία των πολιτών. Ο πρόσφατα ψηφισμένος ο νόμος 4812/2021 (ΦΕΚ 110 Α ́) στο άρθρο 85 προβλέπει την ένταξη στην ΠΑΑ των γιατρών ΠΕ αλλά δεν δίνει την ίδια δυνατότητα στους υπηρετούντες γιατρούς με δικαστικές αποφάσεις. Απαιτείται δε, η ανανέωση του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού αλλά και επίλυση των κτιριακών προβλημάτων που υπάρχουν, λόγω της κακής ή ανύπαρκτης συντήρησης τα τελευταία χρόνια.
Πρέπει λοιπόν άμεσα να υλοποιηθεί η πολυαναμενόμενη σύμπραξη του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα για το καλό της δημόσιας υγείας με την ταυτόχρονη αξιοποίηση των επενδύσεων που έχουν γίνει στο ΕΣΥ προς όφελος των πολιτών, όπως γίνεται σε άλλα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας (Γερμανία, Αυστρία). Δηλαδή να ξεφύγουμε από μοντέλα λειτουργίας του ΕΣΥ του παρελθόντας, δίνοντας δυνατότητα αναπτυξιακής λειτουργίας με το άνοιγμα του συστήματος και των νοσοκομείων σε ιδιώτες γιατρούς και τη διερεύνηση του μέχρι σήμερα πλαισίου συνεργασίας που αφορά το διάστημα κρίσης της επιδημίας του κορωνοϊού.
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας… χθες
Δυστυχώς η χώρα μας, αποτελεί ίσως το μοναδικό παράδειγμα χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου δεν υπάρχει ένα αποτελεσματικό και ολοκληρωμένο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Η Π.Φ.Υ. στη χώρα μας βασίζεται σε ημιτελείς και θνησιγενείς προσπάθειες προηγούμενων κυβερνήσεων, παρέχεται από δημόσιες και ιδιωτικές δομές χωρίς καμία συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ τους αλλά και με τα νοσοκομεία τα οποία πολλές φορές και αυτά -κατά τη γνώμη μας κακώς- παρέχουν υπηρεσίες Π.Φ.Υ. Δυστυχώς ακόμη δεν έχει γίνει πράξη η εξαγγελία σας για 800 νέες συμβάσεις νέων ιατρών στην ΠΦΥ συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ. Ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης και ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, εδώ και μήνες έχουμε καταθέσει τις προτάσεις μας στον αρμόδιο γενικό γραμματέα του Υπουργείου Υγείας.
Τμήμα Ιατρικής σχολής ΑΠΘ
Είναι απαραίτητη η προκήρυξη νέων θέσεων μελών ΔΕΠ και τεχνικού/διδακτικού προσωπικού (ΕΤΕΠ, ΕΔΙΠ) για την αναπλήρωση των αφυπηρετησάντων με σκοπό τη στελεχιακή επάρκεια που είναι αναγκαία για την ποιοτικά διασφαλισμένη λειτουργία του Τμήματος. Απαιτείται διοικητική και πολιτική υποστήριξη των νέων δομών του Τμήματος, στο πλαίσιο της αναπτυξιακής πολιτικής του: του πρώτου Αγγλόγλωσσου Προπτυχιακού Προγράμματος Ιατρικής της χώρας, της Ειδικής Μονάδας Βιοϊατρικής Έρευνας και Εκπαίδευσης, του υπό ίδρυση Πανεπιστημιακού Παιδιατρικού Νοσοκομείου και της δημιουργίας Κεντρικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου.
Αδιανόητο σύστημα το claw back
Ο ΕΟΠΥΥ εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται τη μονοψωνιακή θέση του στην αγορά υπηρεσιών υγείας λειτουργώντας συχνά αυθαίρετα και σε βάρος των ιατρών.Ο κλειστός προϋπολογισμός θα έπρεπε να ενισχυθεί καθώς λόγω της πανδημίας οι πολίτες απέφυγαν την προσέλευση τους στα νοσοκομεία με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος ιατρικών πράξεων και εξετάσεων να πραγματοποιηθεί στα συμβεβλημένα ιατρεία και ιατρικά εργαστήρια.Το αδιανόητο σύστημα του claw back – που θα έπρεπε ήδη να έχει καταργηθεί- “τιμωρεί” με πολύ μεγάλες περικοπές τον ιδιωτικό τομέα που ανταποκρίθηκε στην αυξημένη ζήτηση.Ακόμη πιο επιβαρυντικό είναι το γεγονός της προείσπραξης του claw back, που επιβλήθηκε από τον προηγούμενο μήνα.
Τα μέτρα αυτά οδηγούν σε μαρασμό τους κλινικοεργαστηριακούς και εργαστηριακούς συναδέλφους και αναδιαμορφώνουν τον χώρο με τρόπο που οδηγεί με απόλυτη βεβαιότητα σε έκπτωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Απαιτούνται ριζικές αλλαγές αξιοποιώντας την Ευρωπαϊκή εμπειρία ώστε να συνεχίσουν οι Έλληνες πολίτες να έχουν αξιόπιστες και προσιτές υπηρεσίες υγείας.
Ο Ιατρικός σύλλογος Θεσσαλονίκης εδώ και χρόνια παρεμβαίνει με επισημάνσεις και προτάσεις που αποσκοπούν στην προστασία και βελτίωση της δημόσιας υγείας ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην αναβάθμιση του κύρους του ιατρικού επαγγέλματος και της ποιότητας της ιατρικής εκπαίδευσης και των ιατρικών υπηρεσιών. Οι προκλήσεις που αναδείχτηκαν το τελευταίο διάστημα εν πολλοίς απέδειξαν την ορθότητα των προτάσεων μας.
Η ένταση των προβλημάτων και οι αυξανόμενες δυσκολίες στην άσκηση της ιατρικής αποδεικνύουν όμως την ανεπαρκή ανταπόκριση της πολιτείας σε αυτές, καθώς οι κυβερνήσεις διαχρονικά φαίνεται ότι κινούνται με λογική «παντογνώστη», γεγονός που οδηγεί σε ανεπαρκή μέτρα και βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Εν κατακλείδι, ζητούμε φέτος όπως και πέρσι μια συνολικά νέα πρόταση για την υγεία βασισμένη σε φιλελεύθερες αρχές που κατά τη γνώμη μας είναι η μόνη αποτελεσματική λύση, ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των πολιτών»