Γιορτάζει τον πολιούχο της Άγιο Δημήτριο και την Απελευθέρωση – Πώς θα γίνει η δοξολογία
Μεγάλη γιορτή σήμερα 26 Οκτωβρίου για τη Θεσσαλονίκη, καθώς η πόλη γιορτάζει την ημέρα του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, αλλά και την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης την 26η Οκτωβρίου 1912.
Οι εκδηλώσεις φέτος ωστόσο τόσο για τη σημερινή εορτή αλλά και για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου έχουν προσαρμοστεί στα δεδομένα που έχει επιβάλλει ο κορωνοϊός.
Έτσι κεκλεισμένων των θυρών θα διεξαχθεί στη μία το μεσημέρι η δοξολογία στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου, ενώ η στρατιωτική παρέλαση στις 28 Οκτωβρίου, αλλά και οι μαθητικές παρελάσεις δε θα πραγματοποιηθούν.
Πολιούχος της Θεσσαλονίκης
Ο Δημήτριος γεννήθηκε γύρω στο 280 στη Θεσσαλονίκη, επί αυτοκράτορος Μαξιμιανού, και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε στον ρωμαϊκό στρατό και έφτασε ως το βαθμό του χιλίαρχου, σε ηλικία μόλις 22 ετών. Φύση φιλομαθής και ερευνητική αναζητούσε το υψηλό και το αληθινό και το βρήκε στη χριστιανική πίστη, της οποίας έγινε διαπρύσιος κήρυκας στη Θεσσαλονίκη.
Σχημάτισε ένα κύκλο νεαρών μαθητών και τους δίδασκε την Αγία Γραφή στις υπόγειες στοές κοντά στα δημόσια λουτρά της πόλης. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συνάθροισης, οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν ενώπιον του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, που παρεπιδημούσε στη Θεσσαλονίκη. Όταν ο αυτοκράτορας του ζήτησε να απαρνηθεί την πίστη του, ο Δημήτριος του απάντησε: «Τω Χριστώ μου πιστεύω μόνον». Ο Μαξιμιανός εξοργισμένος από τη θαρραλέα στάση του αξιωματικού του διέταξε να τον φυλακίσουν.
Εν τω μεταξύ, ένας από τους μαθητές του Δημητρίου, ο Νέστορας, παρουσιάστηκε στο στάδιο της Θεσσαλονίκης, όπου ο Μαξιμιανός διοργάνωνε αθλητικούς αγώνες και ζήτησε να αγωνιστεί εξ ονόματος των χριστιανών με τον θηριώδη και ακατανίκητο παλαιστή Λυαίο, ειδωλολάτρη καταγόμενο από το Σίρμιο της Πανονίας (σημερινή Μητροβίτσα Σερβίας). Με την πεποίθηση ότι έχει τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, ο Νέστορας μπήκε στην παλαίστρα και όχι μόνο νίκησε τον Λυαίο, αλλά τον σκότωσε, όπως ο Δαυίδ τον Γολιάθ στην Παλαιά Διαθήκη.
Οργισμένος ο Μαξιμιλιανός από την ήττα του εκλεκτού του, διέταξε τον αποκεφαλισμό του Νέστορα και τη θανάτωση του Δημητρίου με λογχισμούς. Ο Δημήτριος τάφηκε στον τόπο του μαρτυρίου του, όπου αργότερα χτίστηκε περίβλεπτος ναός προς τιμήν του. Από τον τάφο του ανάβλυζε μύρο, εξού και η ονομασία Μυροβλήτης.
Σπάνια ένας άγιος έχει ταυτισθεί τόσο στενά με μία πόλη, όσο ο Άγιος Δημήτριος με τη Θεσσαλονίκη. Θεωρήθηκε ανέκαθεν από τους Έλληνες ο φρουρός της πόλης, που μαζί με το λαό αγωνίζεται εναντίον των Σλάβων, Αβάρων, Αράβων, Νορμανδών, Φράγκων, Τούρκων και άλλων βαρβάρων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου 1912).
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Σαν σήμερα, στις 26 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την πόλη της Θεσσαλονίκης από τον Οθωμανικό ζυγό, μόλις 20 ημέρες μετά την κήρυξη του Α΄Βαλκανικού πολέμου.
Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα το κλίμα στα Βαλκάνια ήταν φορτισμένο αρνητικά. Ο εθνικισμός του κινήματος των «Νεότουρκων», οι οποίοι ουσιαστικά είχαν υπό τον έλεγχό τους την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση των υπόλοιπων κρατών της Αυτοκρατορίας εναντίον αυτής. Την ίδια περίοδο το «Κρητικό ζήτημα», δηλαδή η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, επιδείνωσε τις σχέσεις μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας, ενώ η προσωρινή απελευθέρωση των Δωδεκανήσων κατά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο είχε ήδη σημάνει την έναρξη των Ελληνοτουρκικών τριβών.
Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, παρακολουθούσε τις διπλωματικές εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον. Παράλληλα είχε υπόψη ότι το Ελληνικό κράτος βρισκόταν σε μία φάση ανασύνταξης και ανασυγκρότησης. Οι προσπάθειες του Ελευθέριου Βενιζέλου για αποφυγή μίας ένοπλης σύγκρουσης τερματίστηκαν με την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Τουρκίας από το Μαυροβούνιο, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912. Λίγες ημέρες αργότερα και με αφορμή την παραπάνω εξέλιξη, η Ελλάδα συντάχθηκε στο στρατόπεδο της Σερβίας και της Βουλγαρίας.
Στις 13 Οκτωβρίου, οι τρεις βαλκανικές χώρες απέστειλαν τελεσίγραφο στην Υψηλή Πύλη με το οποίο αιτούνταν την ικανοποίηση μίας σειράς ζητημάτων όπως π.χ. η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας των χριστιανικών κοινοτήτων. Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις αντικατέστησαν τη διπλωματία.
Ο στρατός των Σέρβων και των Μαυροβούνιων αναπτύχθηκε στη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Οι ελληνικές δυνάμεις ανέλαβαν τα μέτωπα της Νότιας Μακεδονίας και της Ηπείρου. Οι Βούλγαροι τοποθετήθηκαν στην περιοχή της Θράκης. Οι ίδιοι ωστόσο σχεδίαζαν να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Μακεδονίας, με τελικό στόχο να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη.
Δύο ημέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός σημείωσε την πρώτη του επιτυχία θέτοντας υπό τον έλεγχό του το Σαραντάπορο. Η πορεία προς την Μακεδονία φαινόταν ανοιχτή. Με τους Τούρκους να υποχωρούν, οι Έλληνες ξεκίνησαν να προελαύνουν από την Κοζάνη, τα Γρεβενά και την Κατερίνη.
Παράλληλα οι Βούλγαροι έδειχναν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα κινδύνευε να χάσει την σημαντικότερη πόλη της Μακεδονίας. Διέταξε τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, ο οποίος κινούνταν βόρεια προς το Μοναστήρι, να αλλάξει πορεία προκειμένου να προλάβει του Βούλγαρους. Ο Κωνσταντίνος οδήγησε τον ελληνικό στρατό προς τα ανατολικά. Στο δρόμο τους ωστόσο βρίσκονταν τα Γιαννιτσά, πόλη ιερή για τους μουσουλμάνους.
Πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού των Ελλήνων συγκρούστηκαν με τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες αποτελούνταν από έξι πυροβολαρχίες και πέντε μεραρχίες. Μετά από σκληρή μάχη δύο ημερών (19-20 Οκτωβρίου) με πολλές απώλειες και για τις δύο πλευρές, ο ελληνικός στρατός μπήκε θριαμβευτής στα Γιαννιτσά, ενώ οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν προς τη Θεσσαλονίκη.
Προκειμένου να καθυστερήσουν τον Ελληνικό στρατό, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τις γέφυρες του Λουδία, του Αξιού και του Γαλλικού. Ταυτόχρονα, αγγελιοφόροι μετέφεραν το μήνυμα ότι μία βουλγαρική μεραρχία βρισκόταν στην πεδιάδα του Λαγκαδά. Η κατασκευή νέας γέφυρας από τους Έλληνες απαιτούσε χρόνο αλλά και υλικά. Ο κίνδυνος να χαθεί η Θεσσαλονίκη γινόταν όλο και πιο ορατός.
Με τη βοήθεια των κατοίκων από τις γύρω περιοχές (Μάλγαρα, Κύμινα, Χαλάστρα, Σίνδος) στις 25 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός πέρασε τον Αξιό ποταμό και ετοιμάστηκε για να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ταχσίν πασάς ωστόσο πρότεινε την υπό όρους παράδοση της πόλης στους Έλληνες. Αντί αυτού, ο Κωνσταντίνος έδωσε διορία έως τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου για τη μεταφορά των Τούρκων αξιωματικών στη Μικρά Ασία. Οι Τούρκοι απάντησαν θετικά, ζήτησαν όμως να πάρουν μαζί τους και 5.000 όπλα, κάτι που ο Κωνσταντίνος απέρριψε. Στη συνέχεια έδωσε παράταση στη διορία προκειμένου να επιτευχθεί μία τελική συμφωνία. Με τη λήξη της διορίας ο ελληνικός στρατός προετοιμάστηκε για επίθεση. Την τελευταία στιγμή ο Ταχσίν πασάς δέχτηκε τους όρους που είχε υποβάλει η ελληνική πλευρά.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1912, ημέρας της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης, Άγιου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, λίγες ώρες προτού οι βούλγαροι φτάσουν με τη σειρά τους στην πόλη.