Ο θάνατος δεκάδων Ελλήνων στο σιδηροδρομικό ατύχημα των Τεμπών αναδεικνύει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ως ένα από τα σημαντικότερα θέματα, ίσως και ως παράγοντα που έπαιξε ρόλο στον θάνατό τους.
Η αποψίλωση του ΟΣΕ και αφαίρεση της Ελληνικής ιδιοκτησίας της ΤΡΑΙΝΟΣΕ επιβλήθηκε ως υποχρέωση των δοσίλογων κυβερνήσεων από τον Γιώργο Παπανδρέου και μετά (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) ξεκινώντας με την αφαίρεση ή απενεργοποίηση διαφόρων τμημάτων και λειτουργιών, όπως του συστήματος λειτουργίας σηματοδότησης και ασφάλειας κίνησης το οποίο αν υπήρχε δεν θα σκοτώνονταν τόσοι άνθρωποι.
Συνεπώς, οι μνημονιακές ενέργειες κατά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ πριν αποκρατικοποιηθεί, αλλά και η μεθοδευμένη αχρηστία (για το επιβατικό κοινό) και μη επανενεργοποίηση των Συστημάτων Ασφαλείας μετά την αποκρατικοποίηση, είναι επίσης αιτίες για την σημερινή κατάσταση. Αυτές χρονικά βρίσκονται στην περίοδο που η ΤΡΑΙΝΟΣΕ είχε αποκρατικοποιηθεί και είχε κόψει τη σύνδεσή της ως περιουσία του ελληνικού λαού και είχε κρατικοποιηθεί συνδεόμενη με έναν κύκλο συμφερόντων στην Ιταλία τα οποία προφανώς δεν εκφράζουν τον ιταλικό λαό αλλά μαφιόζικα κυκλώματα, που έχουν και πολιτική υπόσταση.
Η προσπάθεια το καθεστώς Μητσοτάκη και των media που ελέγχει να αποδώσουν τις αποκλειστικές ευθύνες στον σταθμάρχη επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο αυτά διότι ακόμη και αν ο κάθε σταθμάρχης ήταν τρομοκράτης που ήθελε να κάνει τρομοκρατική ενέργεια με συγκρούσεις τραίνων, αν υπήρχαν τα συστήματα ασφαλείας, δεν θα μπορούσε να γίνει. Η γενεσιουργός αιτία δηλαδή είναι η μη λειτουργία αυτών των συστημάτων και ότι επιβλήθηκε να πέσουν σε αχρηστία λόγω μνημονιακών εκβιασμών και αυτό διατηρήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα.
Έχουμε πια αιματηρή επιβεβαίωση ότι η αποκρατικοποίηση ήταν έγκλημα όχι απλώς λάθος και η εθνικοποίηση αυτού του τμήματος της κρίσιμης υποδομής δικτύων της Ελλάδας έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει. Με μία εθνικοποίηση και με τα μάτια όλων πάνω της καμία διοίκηση όσο κομματική και αν είναι δεν θα τολμούσε να μην διορθώσει αυτά που πρέπει να διορθωθούν και να εξυγιάνει οικονομικά την εταιρεία, παρέχοντας όμως πραγματικά ποιοτικές και οικονομικές υπηρεσίες στο επιβατικό κοινό, κάτι το οποίο δεν γίνεται σήμερα και μάλιστα είναι χειρότερα από ότι ήταν πριν ιταλοποιηθεί η εταιρεία.