Γράφει ο Πολύκαρπος Αδαμίδης
Τις τελευταίες ώρες η Πατρίδα μας ζει μια διαρκή τραγωδία. Μια κωμόπολη, που θα ανασταίνονταν από τα νέα παιδιά, που χάθηκαν στο έγκλημα των Τεμπών, αφανίστηκε. Το μαρτύριο των γονέων τους και των συγγενικών τους προσώπων συνεχίζεται, όσο διαρκεί η διαδικασία εντοπισμού και ταυτοποίησης των θυμάτων. Κρατικές υπηρεσίες σε παραζάλη, αδυνατούν να προσδιορίσουν τον ακριβή αριθμό των επιβατών, των νεκρών και των αγνοουμένων. Και η οργή φουντώνει. Φουντώνει για το ανήκουστο έγκλημα, που εξαφάνισε κάθε αυτονόητο δικαίωμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στο κράτος και τα στελέχη του.
Κι ενώ η κοινωνία, σύμπασα σπεύδει να προσφέρει αίμα και να παράσχει κάθε δυνατή στήριξη, σε όσους υποφέρουν και θρηνούν, ανακοινώνεται ότι ο σταθμάρχης, που οδήγησε σε τροχιά σύγκρουσης τα δύο τρένα διώκεται για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Είναι οι στιγμές, που ο πολίτης αισθάνεται απόγνωση και ο νομικός προβληματισμό. Τα ερωτήματα ανακύπτουν άμεσα και αβίαστα. Ο άνθρωπος που διεκδίκησε και ανέλαβε το κρίσιμο πόστο του σταθμάρχη γνώριζε ότι αν δεν έχει τα προσόντα γνώσεων, ετοιμότητας και εμπειρίας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή των επιβατών κάθε αμαξοστοιχίας? Αποδέχτηκε ότι η ενδεχόμενη ανεπάρκειά του θα ήταν ακόμα και θανατηφόρα για τους επιβάτες? Ο άνθρωπος που ανέλαβε το κρίσιμο πόστο του σταθμάρχη γνώριζε και αποδέχονταν, ότι οποιοδήποτε λάθος του στον χειρισμό των κλειδιών διευθέτησης των γραμμών, θα μπορούσε να είναι θανατηφόρο για τους επιβάτες και το αποδέχθηκε? Ο άνθρωπος που διεκδίκησε και ανέλαβε το κρίσιμο πόστο του σταθμάρχη γνώριζε και εάν δε γνώριζε το έμαθε, ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα και δικλείδες ασφαλείας, είτε δεν είχαν αποκτηθεί, είτε δεν είχαν τεθεί σε λειτουργία και παρ’ όλα αυτά αποδέχτηκε τον ρόλο του και τους θανατηφόρους κινδύνους που συνεπάγονταν για τους επιβάτες η μη διαθεσιμότητα των ηλεκτρονικών αυτών μέσων? Να σημειωθεί επίσης ότι έννομή μας τάξη, ήδη από το 1911 έχει θεσπίσει τον νόμο γ σανπινί, που προβλέπει την αντικειμενική ευθύνη των ιδιοκτητών αυτοκινήτων, για όσα ατυχήματα προκαλούνται από τα μηχανοκίνητα μέσα, ακόμα και όταν οι ιδιοκτήτες τους δεν είναι οδηγοί. Το θεσμικό αυτό υπόβαθρο, ίσως και να οδήγησε στη διατύπωση της υβριδικής άποψης, περί αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης. Είναι η συνεισφορά των κάθε λογής σχιντζίδων συμβούλων, που φαντασιώθηκαν για τους εαυτούς τους αριστεία και κακοποίησαν το περιεχόμενό της.
Κι ενώ υπάρχουν αυτά τα εύλογα ερωτήματα και παραδοχές, ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος των Τεμπών, διώκεται, σε σχέση με τις ανθρωποκτονίες για απλή αμέλεια. Πως μετά με περισσό θράσους να μη φέρεται να δηλώνει, ότι αποδέχεται το μερίδιο της ευθύνης ‘που του αναλογεί’? Ωσάν να υπήρχε και άλλος υπεύθυνος ‘κλειδοκράτορας’ και να μην ήταν αυτός ο μόνος που είχε τη σχετική αρμοδιότητα και πρόσβαση. Και απέναντι σε τέτοιου είδους εγκληματικές συμπεριφορές, δε διερευνάται ο κατ΄ αρχήν πρόδηλος δόλος του δράστη. Γιατί ενδεχομένως θα έπρεπε να διερευνηθεί και ο δόλος των κάθε μορφής συνεργών. Αυτών δηλαδή που διόρισαν σε κρίσιμη θέση έναν ακατάλληλο. Αυτών που δε φρόντισαν να προσλάβουν τους ικανούς και κατάλληλους. Αυτών που δε μερίμνησαν όπως υποχρεούνται από τον νόμο να προμηθευτούν, να εγκαταστήσουν και να θέσουν σε λειτουργία, όλα τα απαραίτητα και ψηφιακά συστήματα ασφαλείας. Αυτών που φάνηκαν υποδεέστεροι και μοιραίοι για τους ρόλους που σφετερίστηκαν. Αυτών που οδηγούν σε κρίση ταυτότητας την κοινωνία. Αυτών που στέρησαν τη ζωή από τα νειάτα. Κι αυτών που βαυκαλίζονται ότι θα βρούνε λύσεις. Αγνοώντας πεισματικά ότι οι ίδιοι είναι το πρόβλημα.