Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΤΟ 1828-1829. Μια συνοπτική παρουσίαση των κυριοτέρων πολεμικών επιχειρήσεων

του

ΧΡΟΝΗ ΒΑΡΣΟΥ

Φιλολόγου-Ιστορικού ερευνητή

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία (τεύχος 313, Σεπτεμβρίου 2023)

 

Με τη ευφυή του πολιτική ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) αναδιοργάνωσε πλήρως τον ελληνικό στρατό και το ναυτικό και με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς πέτυχε την απελευθέρωση της Στερεάς και τη διεύρυνση των συνόρων μέχρι τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.

    Η τεράστια πολεμική προσπάθεια που κατεβλήθη από τους Έλληνες την περίοδο 1828-1829 συχνά παραγνωρίζεται και αποσιωπάται χάριν του μυθεύματος της ξένης παρέμβασης και «σωτηρίας». Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου το μελλοντικό αυτόνομο ελληνικό κράτος κινδύνευε να περιοριστεί αποκλειστικά στην Πελοπόννησο. Με την έλευση του Καποδίστρια και την κατάλληλη στρατιωτική ανασυγκρότηση και πολεμική προπαρασκευή, ύστερα από επίμονους και αιματηρούς αγώνες δύο ετών, απελευθερώθηκε η Στερεά μέχρι τον Σπερχειό ποταμό. Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο, δεδομένου ότι οι τουρκικές φρουρές στην περιοχή ήταν εξαιρετικά ισχυρές και η βρετανική διπλωματία αντιδρούσε σφόδρα στην επέκταση των ελληνικών συνόρων βορείως του Ισθμού. Εν τούτοις οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές νίκες των Ελλήνων, οι εξαιρετικοί διπλωματικοί χειρισμοί του κυβερνήτη και η αξιοποίηση του ρωσσοτουρκικού πολέμου που ξέσπασε τον Απρίλιο του 1828, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση του συνόλου της Στερεάς στο ανεξάρτητο πλέον ελληνικό κράτος.

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το 1827 σημαδεύτηκε από ραγδαίες εξελίξεις σε στρατιωτικό, πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο που επέδρασαν καθοριστικά στην πορεία του αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Η εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον Απρίλιο, δεν συνδυάστηκε με τη μεγάλη στρατιωτική επιτυχία που όλοι περίμεναν στην Αττική εναντίον του Κιουταχή. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη ήρθε η συντριπτική ήττα στον Ανάλατο (24 Απριλίου) και ακολούθησε η παράδοση της Ακρόπολης (24 Μαΐου). Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ συνέχιζε να καταστρέφει τη γη και τις υποδομές υφιστάμενος όμως έναν ανηλεή κλεφτοπόλεμο από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη που τον έφθειρε ανεπανόρθωτα και περιόριζε τα εδαφικά του οφέλη επί της ουσίας στο τρίγωνο Μεθώνη – Κορώνη – Ναβαρίνο. Τα ευχάριστα νέα ήρθαν από το Λονδίνο όπου υπογράφτηκε η Ιουλιανή Συνθήκη (24 Ιουνίου / 6 Ιουλίου) με την οποία Αγγλία – Γαλλία και Ρωσσία δεσμευόταν να επιβάλλουν την ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων ώστε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τα σύνορα του αυτόνομου φόρου υποτελούς κράτους που θα δημιουργούνταν. Η ναυμαχία που ακολούθησε με την καταβύθιση του τεράστιου τουρκοαιγυπτιακού στόλου στον κόλπο του Ναβαρίνου στις 8/20 Οκτωβρίου, διαμόρφωσε νέα δεδομένα στην πολεμική αναμέτρηση και διευκόλυνε τους χειρισμούς του Καποδίστρια που έφτασε μετά από περιοδεία στο εξωτερικό στις 6 Ιανουαρίου 1828 στο Ναύπλιο για να επανεκκινήσει από τις στάχτες της την Επανάσταση. Με την αναζωπύρωση του αγώνα στην Κρήτη, την εκστρατεία απελευθέρωσης της Χίου τον Οκτώβριο του 1827 και τις επιχειρήσεις στο Τρίκερι της Μαγνησίας τον Νοέμβριο εν εξελίξει, ως πρώτος στόχος τέθηκε από τον Κυβερνήτη, εκτός από την εσωτερική ανασυγκρότηση, η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου ώστε να συνδυαστεί η διπλωματική προσπάθεια με στρατιωτικά αποτελέσματα επί του εδαφικού. Αποφασίστηκε έτσι η νέα δομή να περιλαμβάνει τη μετατροπή των άτακτων ένοπλων σωμάτων σε ημιτακτικά, με τη μορφή Χιλιαρχιών, θεωρητικής δυνάμεως 1.125 ανδρών, που άρχισαν να συγκροτούνται στις 7 Φεβρουαρίου 1828 παράλληλα με την ανασυγκρότηση του τακτικού στρατού. Η έναρξη του ρωσσοτουρκικού πολέμου στις 14/26 Απριλίου και η απόφαση της συνδιάσκεψης του Λονδίνου στις 7/19 Ιουλίου για αποστολή γαλλικού στρατού στην Πελοπόννησο με στόχο την εκδίωξη του Ιμπραήμ, διευκόλυνε τα σχέδια για ανακατάληψη της Στερεάς.

 

ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑ ΤΟ 1828

Ο  ιρλανδικής καταγωγής βρετανός συνταγματάρχης Ρίτσαρντ Τσώρτς (Richard Church) (1784-1873), 

παρά τις ευθύνες για την ήττα στον Ανάλατο το 1827, ηγήθηκε με επιτυχία της εκστρατείας για την απελευθέρωση της δυτικής Στερεάς.

Μετά την παράδοση της Ακρόπολης όλα τα ελληνικά σώματα που είχαν απομείνει στην Αττική πέρασαν στη Σαλαμίνα. Η μόνη δύναμη που παρέμενε πλέον στη Στερεά ήταν ένα μικρό σώμα 400 ανδρών (Δημήτριος Μακρής, Δήμος Τσέλιος, Γιάννης Ράγκος) οχυρωμένο στη νησίδα Λεσίνι στον Αχελώο δυτικά του Αιτωλικού. Τέλη Αυγούστου 1827 σώμα 800 ανδρών υπό τον Ρίτσαρντ Τσώρτς κινήθηκε από τον Ισθμό προς την παραλία της Αχαΐας με στόχο τη δημιουργία στρατοπέδου στον Αστακό (Δραγαμέστι) στη δυτική Αιτωλοακαρνανία και τη συνένωση με το σώμα στο Λεσίνι που πολιορκούνταν από τα μέσα Σεπτεμβρίου από τον διοικητή της Πρέβεζας Μπεκήρ Τζογαδούρο. Η αποτυχημένη επίθεση ισχυρής ναυτικής μοίρας υπό τον Κόχραν στη νησίδα Βασιλάδι, εντός της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, το διάστημα 6-7 Σεπτεμβρίου αλλά και η πίεση του συμμαχικού παράγοντα που ήθελε να επιβάλει την ανακωχή, οδήγησε στην αποχώρηση του ελληνικού στόλου από τον Πατραϊκό κόλπο λίγες μέρες μετά. Μόνον μία μοίρα υπό τον Άγγλο φιλέλληνα πλοίαρχο Άστιγξ με την κορβέτα «Καρτερία» παρέμεινε εντός του Κορινθιακού, η οποία αφού κατέστρεψε την τουρκική ναυτική δύναμη στην Ιτέα (9 πολεμικά και 3 αυστριακά μεταγωγικά) στις 17 ή 18 Σεπτεμβρίου, αποσύρθηκε στο Λουτράκι.

Στις 6 Νοεμβρίου το σώμα του Τσώρτς από το Διακοπτό Αιγιαλείας αφού κινήθηκε περιμετρικά της Πάτρας για να αποφύγει τις τουρκικές δυνάμεις του Ντελή Αχμέτ στο Αίγιο, έφτασε μέσω Καλαβρύτων στο ακρωτήριο του Αράξου (κάβο Πάπα). Από εκεί με τα πλοία του Άστιγξ από το Λουτράκι μεταφέρθηκε στις 16 Νοεμβρίου στο Δραγαμέστι. Το στρατόπεδο ενισχύθηκε στις 22 και από νεοαποβιβασθέν σώμα 600 Σουλιωτών υπό τον Κώστα Μπότσαρη και άλλους 200 ένοπλους υπό τον Γεώργιο Τσόγκα. Μαζί με τους 400 άνδρες από το Λεσίνι η ελληνική δύναμη ανήλθε σύντομα σε 2.000 ενόπλους.

Παράλληλα στις 3 Δεκεμβρίου ξεκίνησε εκ νέου η πολιορκία του Βασιλαδίου από τη μοίρα του Άστιγξ. Ο επιτυχής ναυτικός βομβαρδισμός της, οδήγησε στην παράδοση της νήσου στις 17 του μήνα. Την επομένη ξεκίνησε η πολιορκία του Αιτωλικού αλλά οι επιχειρήσεις δεν καρποφόρησαν λόγω των διαφωνιών που προέκυψαν 5 μέρες μετά μεταξύ Άστιγξ και Τσώρτς λόγω της αδυναμίας της ελληνικής μοίρας να ενισχύσει τις προσπάθειες κατάληψής του από 15 εξοπλισμένα πλοιάρια, καθώς τα αβαθή νερά της λιμνοθάλασσας εμπόδιζαν την είσοδο των ελληνικών πλοίων. Οι επιχειρήσεις στη λιμνοθάλασσα, μετά από διακοπή 4 μηνών, επαναλήφθηκαν την Άνοιξη του 1828 με την απελευθέρωση των νησίδων Πόρου και Ντολμά (στις 10 και 12 Απριλίου αντίστοιχα), ενώ με την άφιξη της μοίρας του Άστιγξ  καταλήφθηκε στις 28 Απριλίου και η νησίδα του Αγίου Σώστη.

 

   Ο θάνατος του Βρετανού πλοιάρχου και διοικητή της ατμοκίνητης κορβέττας «Καρτερία»,

Φρανκ Άμπνεϋ Άστιγξ (1794-1828), στέρησε από το ελληνικό ναυτικό έναν εξαιρετικό ηγήτορα και έναν μεγάλο φιλέλληνα που πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στην Επανάσταση.

 

Στα πλαίσια υλοποίησης του σχεδίου του Τσώρτς για επίθεση στο Αιτωλικό από άτακτα σώματα από τα δυτικά και ταυτόχρονη ναυτική επίθεση με απόβαση δυνάμεων που θα μεταφέρονταν με τα πλοιάρια από τη θάλασσα, ξεκίνησε στις 3 Μαΐου ο βομβαρδισμός της πόλης από τις ειδικού τύπου ρουκέτες (κονγκρεβιανές) της «Καρτερίας» και πυρά πυροβολικού υπό τον Ιταλό ταγματάρχη Μπράλιο, προσπάθειες όμως που απέτυχαν. Στις 11 του μήνα διενεργήθηκε απόβαση για την κατάληψη της πόλης από 500 ατάκτους του Διονυσίου Ευμορφόπουλου και του Γεράσιμου Φωκά με συνοδεία 4 μίστικων και 12 εξοπλισμένων πλοιαρίων. Η επιχείρηση απέτυχε με σημαντικές απώλειες (ένας νεκρός και 21 τραυματίες) και κυρίως με τον τραυματισμό του ιδίου του Άστιγξ που συμμετείχε προσωπικά στην προσπάθεια. Το τραύμα του επιδεινώθηκε και 5 μέρες μετά μεταφέρθηκε για νοσηλεία στη Ζάκυνθο όπου στις 20 Μαΐου ο ηρωικός φιλέλληνας με την τεράστια προσφορά στον ναυτικό αγώνα απεβίωσε. Η Επανάσταση είχε χάσει μια εξέχουσα προσωπικότητα.

 

Η ΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ ΚΑΙ Η  ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΝΙΤΣΑΣ

“Κάδρον της Δυτικής Ελλάδος και κέντρον η Βόνιτσα”

(πίνακας Ι. Μακρυγιάννη – Π. Ζωγράφου)

Μετά τον θάνατο του Άστιγξ οι επιχειρήσεις τελμάτωσαν. Στις 28 Ιουνίου 1828 ο Καποδίστριας επισκέφθηκε τις στρατιωτικές μονάδες στην περιοχή Μύτικας – όρος Κανδήλα – Δραγαμέστι – νήσος Κάλαμος και είχε επαφές με τον Τσώρτς αναφορικά με τα σχέδια απελευθέρωσης του Μεσολογγίου. Ήταν σαφές ότι έπρεπε να αποκοπεί η οδός ανεφοδιασμού της πόλης από την Άρτα και την Πρέβεζα διαμέσου του Αμβρακικού κόλπου και της οροσειρά του Μακρυνόρους με ταυτόχρονο ναυτικό αποκλεισμό από τη λιμνοθάλασσα.

Οι επιχειρήσεις στον Αμβρακικό ξεκίνησαν στις 7 Σεπτεμβρίου με την κατάληψη από τον Τσώρτς του Ελιγόβαρου στο Άκτιο Πρεβέζης και από τον Ντέντζελ του Λουτρακίου Αμφιλοχίας, όπου αιχμαλωτίστηκαν μια γολέτα, δύο μίστικα και 4 εξοπλισμένα πλοιάρια που επανδρώθηκαν με 100 Έλληνες ναύτες διακόπτοντας την επικοινωνία της Πρέβεζας με την Αμφιλοχία. Στα μέσα Οκτωβρίου οι Ντέντζελ και Ράγκος πέρασαν τον Αχελώο στο ύψος του Σοβολάκου (σημερινό χωριό Ψηλόβραχος Αιτωλοακαρνανίας κοντά στη γέφυρα της Επισκοπής) και κινήθηκαν αρχές Νοεμβρίου προς τα Άγραφα για να ενισχύσουν την πολιορκία του Καρπενησίου που είχε ξεκινήσει από 27 Οκτωβρίου.

Η ναυτική μοίρα υπό τον Αντόνιο Μπασσάνο που έφτασε στον Μύτικα Πρεβέζης στις 11 Σεπτεμβρίου, δεν μπόρεσε να εισέλθει εντός του Αμβρακικού καθώς εμποδίστηκε από τα ισχυρότατα παράκτια φρούρια του Παντοκράτορα και του Ακτίου. Ο Κορσικανός διοικητής δίσταζε να εκθέσει τα πλοία του στα τουρκικά κανόνια και τη νύχτα της 13ης υποχώρησε εκ νέου στον Μύτικα. Μετά όμως από 8 μέρες, ο κυβερνήτης Ανδρέας Τενεκές με τις κανονιοφόρους «Φιλελληνίς» και «Βαυαρία» και τις μπελλούδες «Χαρίκλεια» και «Διώνη», εισήλθε το απόγευμα στον κόλπο παρά τα πυρά των εχθρικών φρουρίων, βυθίζοντας ένα εξοπλισμένο πλοιάριο ενώ το τουρκικό μπρίκι που βρισκόταν στην είσοδο διέφυγε στη νήσο Σαλαχώρα. Στη σύγκρουση έπεσε νεκρός ο κυβερνήτης του «Φιλελληνίς» Ανδρέας Κωφός. Στις 3 Οκτωβρίου τη ναυτική διοίκηση δυτικής Ελλάδος ανέλαβε ο έμπειρος Υδραίος πλοίαρχος Αντώνιος Κριεζής με το πλοίο του «Επαμεινώνδας» στη θέση του αποπεμφθέντος Μπασσάνο.

 

Η μοίρα του Αμβρακικού υπό την ηγεσία του Υδραίου πλοιάρχου Αντωνίου Κριεζή (1796-1865)

που με το υδραίικο μπρίκι «Επαμεινώνδας» ως αρχηγίδα συνέβαλε στην απελευθέρωση

της Βόνιτσας και της Αμφιλοχίας το διάστημα Οκτωβρίου 1828 – Μαρτίου 1829.

 

Στις 27 Νοεμβρίου 1828 ξεκίνησε η πολιορκία της Βόνιτσας από τα δυτικά με τις χιλιαρχίες των Αλέξη (Γαρδικιώτη) Γρίβα και Διαμαντή Ζέρβα καθώς και το σώμα του Γ. Βαρνακιώτη (συνολικά 1.440 άνδρες) και από τα ανατολικά από τα άτακτα σώματα των Γ. Τσόγκα, Κ. Βλαχόπουλου και Δ. Τσέλιου (δυνάμεως 690 ανδρών). Ταυτόχρονα η ελληνική μοίρα εντός του κόλπου (12 κανονιοφόροι και μπελλούδες μαζί με τα αιχμαλωτισθέντα τουρκικά πλοία από το Λουτράκι Αμφιλοχίας) εξασφάλιζε τον ναυτικό αποκλεισμό της πόλης. Εντός υπήρχε ισχυρή τουρκική φρουρά υπό τον Τσαούς αγά Κισεράτη αλλά και 2.000 έγκλειστοι άμαχοι Έλληνες υπό καθεστώς ομηρίας. Ένα μπρίκι και 3 κανονιοφόροι που βρίσκονταν στο λιμάνι κατέφυγαν στη Σαλαχώρα ενώ 43 περίπου πλοιάρια αιχμαλωτίστηκαν από το ελληνικό ναυτικό.

Η ελληνική πίεση οδήγησε στις 15 Δεκεμβρίου στην απελευθέρωση της Βόνιτσας, τον θάνατο του Τσαούς αγά και την απελευθέρωση των Ελλήνων αμάχων. Η υπόλοιπη τουρκική φρουρά υπό τον Νακά αγά οχυρώθηκε για τους υπόλοιπους 3 μήνες στο ισχυρό κάστρο της πόλης όπου και πολιορκήθηκε. Οι επιχειρήσεις του Αμβρακικού ολοκληρώθηκαν την επομένη με την αποστολή της χιλιαρχίας του Κουτσονίκα στη νήσο Κορωνησία στο μέσον του κόλπου ενώ η ναυτική μοίρα υπό τον Ανδρέα Τενεκέ παρέμενε κοντά στη νησίδα Βούβαλος. Οι ελληνικές επιτυχίες απέκοψαν έτσι πλήρως το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό και τη Ναύπακτο από κάθε επικοινωνία με την Πρέβεζα.

 

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ ΤΖΑΒΕΛΛΑ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑ

Ο Ο Κίτσος Τζαβέλλας (1801-1855), γιός του εμβληματικού Σουλιώτη πολέμαρχου Φώτου, 

ηγούμενος της Α΄ Χιλιαρχίας πέτυχε με συντονισμένες ενέργειες την απελευθέρωση των Λομποτινών 

και του Καρπενησίου.

Τον Μάρτιο του 1828 αφού συγκροτήθηκαν οι πρώτες νέες χιλιαρχίες και παρουσία του Καποδίστρια ορκίστηκαν στις 11 Μαρτίου στην Τροιζήνα, άρχισαν να συγκεντρώνονται στα Μέγαρα τμηματικά έως τα μέσα Ιουλίου. Αφού ακυρώθηκε σχέδιο ανακατάληψης της Αθήνας, ως νέος στόχος τέθηκε η απελευθέρωση της Κεντρικής Στερεάς. Δύναμη 1.400 ανδρών (Α΄ Χιλ. και ανεξ. 500αρχία) με επικεφαλής τον Κίτσο Τζαβέλλα μεταφέρθηκε από το Λουτράκι στις 11 Αυγούστου στη νήσο Τριζόνια στον Κορινθιακό κόλπο και αποβιβάστηκε στην παραλία του Μαραθιά και της Σεργούλας στη Φωκίδα. Αντικειμενικό σκοπό της επιχείρησης αποτελούσε η απελευθέρωση της Δωρίδας και των Λομποτινών (Άνω Χώρα Ναυπακτίας) της επαρχίας Κραβάρων, στο κέντρο της Στερεάς, ώστε να αποκοπεί η Ναύπακτος. Η επιχείρηση συγκυριακά θα εξελισσόταν παράλληλα με την άφιξη του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος του Μαιζών, δυνάμεως 13.000 ανδρών, που άρχισε να φτάνει τμηματικά από τις 17/29 Αυγούστου στη Μεσσηνία με στόχο την εκδίωξη του Ιμπραήμ, μια αναίμακτη σχεδόν εκστρατεία που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο με την πλήρη αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού από την Πελοπόννησο.

Ο στρατηγός Μαιζόν (Nicolas – Joseph Maison)(1771-1840) με ισχυρό γαλλικό εκστρατευτικό σώμα δυνάμεως 15.300 ανδρών εξεδίωξε τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο το διάστημα Αυγούστου – Οκτωβρίου 1828.

 

Η ελληνική δύναμη ενισχυμένη από 400 ατάκτους (Βασίλειος Μαστραπάς, Κομνάς Τράκας και Γιάννης Φαρμάκης), κινήθηκε βόρεια καταλαμβάνοντας εντός του Αυγούστου την Ι.Μ. Κουτσουρού, το Βελούχοβο (Κάλλιο), τη Γρανίτσα (Διακόπι), το Μαλανδρίνο, το Λιδωρίκι και την Αρτοτίνα, 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Λομποτινών. Η εκεί τουρκική φρουρά (1.200 περίπου άνδρες) υπό τους Αχμέτ Πρεβίστα και Καφτάν αγά, ανέμενε βοήθεια από τη Ναύπακτο, τα Σάλωνα (Άμφισσα) και την Υπάτη. Στις 14-16 Σεπτεμβρίου διενήργησε αποτυχημένη έξοδο που αναχαιτίστηκε στο Μυρμηγκάρι με απώλειες 50 νεκρούς, ενώ δύναμη 250 Τούρκων από τη Ναύπακτο που κινήθηκε προς Λομποτινά για βοήθεια, αποκρούστηκε στη θέση «Σκοπός», όπως και άλλη αντίστοιχη 1.000 ανδρών από την Υπάτη στην Άνω Μουσουνίτσα. Νέα προσπάθεια ενίσχυσης των Λομποτινών από τον Μεχμέτ αγά Δέβολη των Σαλώνων με 600 άνδρες αναχαιτίστηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου στα Καστέλλια Φωκίδας. Στις 23 Σεπτεμβρίου στη Γραμμένη Οξυά, στα σύνορα Φθιώτιδας – Αιτωλοακαρνανίας, 3.000 Τούρκοι υπό τον Ασλάν μπέη από την Υπάτη κινούμενοι διαμέσου του Γαρδικίου προς Λομποτινά, νικήθηκαν σε 4ωρη μάχη από τους Κ. Τζαβέλλα και Γ. Πανομάρα  και με απώλειες 100 ανδρών υποχώρησαν στο Γαρδίκι. Αρχές Οκτωβρίου τον Τζαβέλλα ενίσχυσε και η Γ΄ Χιλ. του Ιω. Στράτου. Από κοινού αναχαίτησαν στις 10 Οκτωβρίου στην Τέρνοβα (Δενδροχώρι Ναυπακτίας)  σώμα 2.000 Τούρκων υπό τους Οσμάν και Ασλάν μπέη, που είχαν προωθηθεί μέχρι τα Κλεπά και την Άμπλιανη Ευρυτανία, και με απώλειες 120 ανδρών επέστρεψε στην Υπάτη.

 

Ο Ιωάννης Στράτος (1793-1848) ως διοικητής της Γ’ Χιλιαρχίας ενίσχυσε σημαντικά

τον Κ. Τζαβέλα στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Κεντρικής Στερεάς

ενώ συμμετείχε και στη νίκη της Πέτρας το 1829 (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

 

Η θέση της φρουράς των Λομποτινών έγινε δραματική μετά από σχεδόν 50 μέρες πολιορκίας. Στις 22 Οκτωβρίου επιχειρήθηκε νυχτερινή έξοδος προς τη Ναύπακτο υπό πυκνή ομίχλη και καταρρακτώδη βροχή που κατέληξε σε πανωλεθρία κοντά στην Ι.Μ Βαρνάκοβας Ναυπακτίας όπου η φρουρά δέχθηκε μαζική επίθεση από τις ελληνικές δυνάμεις. Σχεδόν 800 σκοτώθηκαν, 150 αιχμαλωτίστηκαν (μεταξύ τους και ο Αχμέτ Πρεβίστα) ενώ μόνον 150 άνδρες υπό τον Καφτάν αγά κατάφεραν να φτάσουν στη Ναύπακτο. Τα Λομποτινά κατελήφθησαν και στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν πλούσια λάφυρα και 400 ίπποι. Αλλο τουρκικό τμήμα 4 μέρες μετά χτυπήθηκε στη θέση Άγιοι Απόστολοι και αφήνοντας 60 νεκρούς υποχώρησε στη Δομνίστα.

Ο επόμενος στόχος του Τζαβέλλα ήταν το Καρπενήσι με ισχυρή φρουρά από 2.800 Τούρκους. Η πολιορκία ξεκίνησε στις 27 Οκτωβρίου από 4.000 άνδρες (Α΄ Χιλ., 500αρχία Ν. Τζαβέλλα, ντόπιοι άτακτοι, σώμα Ντέντζελ από δυτικά στην περιοχή της Τατάρνας και σώμα Ράγκου βόρεια από τα Άγραφα). Περίπου 3.000 άνδρες (Γ΄ Χιλ. και σώμα Ευάγγελου Κοντογιάννη) παρέμεναν ανατολικότερα για να ελέγχουν την ισχυρότατη από 3.000 Τούρκους φρουρά της Υπάτης. Τρείς μέρες πριν είχε ξεκινήσει και η παράλληλη εκστρατεία του Δ. Υψηλάντη στην ανατολική Στερεά. Αρχές Νοεμβρίου δύναμη 1.700 ανδρών με εφόδια υπό τον Καριοφίλ μπέη κινήθηκε από τη Ρεντίνα Καρδίτσας μέσω των Αγράφων και εισήλθε στο πολιορκημένο Καρπενήσι ανεβάζοντας τη φρουρά του σε 4.500 ενόπλους. Αντίθετα εχθρική προσπάθεια από την Υπάτη αποκρούστηκε στις 5 Νοεμβρίου στο Γαρδίκι από τον Γ. Πανομάρα ενώ η Γ΄ Χιλ. ήλεγχε πλέον όλη την περιοχή ανατολικά μέχρι τον Ίναχο (Βίστριζα), παραπόταμο του Σπερχειού. Άλλη τουρκική εφοδιοπομπή από Ρεντίνα χτυπήθηκε 5 μέρες μετά και 200 υποζύγια αιχμαλωτίστηκαν. Νέα τουρκικό σώμα με εφόδια από τη Ρεντίνα υπό τον Μουσταφά Γκέκα, υποστηριζόμενο από 2.500 Τούρκους του Καρπενησίου υπό τον Ισμαήλ Κιαφεζέζη, έπεσε σε ενέδρα στα Καγγέλια Βελουχίου στις 17 του μήνα από 1.200 Έλληνες από το Μαυρίλο υπό τους Πανομάρα και Στράτο, αποτυγχάνοντας να ανεφοδιάσει την πολιορκημένη πόλη. Έτσι στις 23 Νοεμβρίου η τουρκική φρουρά, πλήρως αποκομμένη, αναγκάστηκε να διαφύγει μέσω Αγράφων προς τη Ρεντίνα. Το Καρπενήσι, σωρός ερειπίων πλέον, ήταν ελεύθερο μετά από 435 χρόνια σκλαβιάς.

 

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ

Ο Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) απελευθέρωσε δύο ουσιαστικά φορές την ανατολική Στερεά και διεξήγαγε νικηφόρα την τελευταία μάχη της Επανάστασης στην Πέτρα της Βοιωτίας.

Η εκστρατεία του Δημητρίου Υψηλάντη στη Βοιωτία ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου και οι ελληνικές δυνάμεις (Δ΄, ΣΤ΄, Η΄ Χιλ. και η Στραταρχική Φρουρά), περίπου 1.800 άνδρες, κινήθηκαν από τα Μέγαρα μέσω Κάζας προς Λεύκτρα και την 27η κατέλαβαν τη Δόμβραινα. Δύναμη 200 Αλβανών στην Ι.Μ Αγίου Σεραφείμ Δομπούς πολιορκήθηκε από την Η΄ Χιλ. και παραδόθηκε 4 μέρες μετά αποχωρώντας στη Λιβαδειά. Την 28η Οκτωβρίου η Δ΄ Χιλ. κατέλαβε το Στεβενίκο (Αγία Τριάδα) όπου βρισκόταν φρουρά 100 ανδρών και στις 31 του μήνα η ΣΤ΄ Χιλ. και ο Κ. Τράκας την Αράχωβα, οι 600 άνδρες της οποίας διέφυγαν στη Λιβαδειά. Στις 2 Νοεμβρίου η Δ΄ Χιλ. εξεδίωξε τις τουρκικές φρουρές (δυνάμεως 250 ανδρών) από το Ζεμενό, το Δίστομο και την Ι.Μ Οσίου Λουκά ενώ η ΣΤ΄ Χιλ. κατέλαβε το Λαφύστι (Γρανίτσα) μόλις 4 χιλιόμετρα έξω από τη Λιβαδειά. Ο διοικητής Γιουσούφ αγάς και οι 1.000 άνδρες της φρουράς του συνθηκολόγησαν στις 5 Νοεμβρίου και κατέφυγαν οι 700 στη Λαμία και οι 300 στη Θήβα. Την επομένη, η Η΄ Χιλ. κατέλαβε τη στρατηγική θέση της Πέτρας, μεταξύ Λιβαδειάς – Θηβών, ενώ όλες οι τουρκικές φρουρές από την Αταλάντη, το Τουρκοχώρι και τη Μενδενίτσα αποσύρθηκαν βόρεια του Σπερχειού στη Λαμία. Μέσα σε μόλις 13 μέρες η Βοιωτία και η Λοκρίδα είχαν εκκαθαριστεί πλήρως και πλέον όλες οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην πόλη της Άμφισσας (Σάλωνα).

Η πολιορκία ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου από δυνάμεις της Δ΄ Χιλ. ενώ η ΣΤ΄ Χιλ. απέκοψε την επικοινωνία με τη Ναύπακτο. Ο διοικητής της πόλης Μεχμέτ Δέβολης διέθετε 800 άνδρες εντός και 250 στις οχυρές θέσεις Τοπόλια (Ελαιώνας) και Άμπλιανη (στο δρόμο Άμφισσας – Λαμίας κοντά στο χωριό Βάργιανη) αναμένοντας ενισχύσεις από τη Λαμία και τη Ναύπακτο. Σε σύγκρουση έξω από την πόλη η Δ΄ Χιλ. κατενίκησε 300 άνδρες του Μεχμέτ Δέβολη ενώ η φρουρά στα Τοπόλια (85 άνδρες) εξουδετερώθηκε. Δύο μέρες μετά στη θέση «Κορακόβρυση ή Κορασιδόβρυση» Κακιάς Σκάλας, ανάμεσα στα χωριά Προσήλιο και Βίνιανη βορείως της πόλης, 40 Τούρκοι σκοτώθηκαν και 15 αιχμαλωτίστηκαν ενώ στις 11 κατέφυγαν στην Άμφισσα και οι 150 Τούρκοι της Άμπλιανης. Ο πλήρης πλέον αποκλεισμός της πόλης οδήγησε στις 17 Νοεμβρίου τον Μεχμέτ Δέβολη σε συνθηκολόγηση και αποχώρηση στη Λαμία. Τρεις μέρες μετά οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν και το στενό των Θερμοπυλών ελέγχοντας πλέον (πλην Αθηνών, Θηβών και Ευβοίας) το σύνολο της ανατολικής Στερεάς έως τον Σπερχειό ποταμό.

Η σημασία των στρατιωτικών επιτυχιών του Τζαβέλλα και του Υψηλάντη ήταν τεράστια, καθώς εκείνες τις μέρες, κάτω από την αφόρητη πίεση της βρετανικής κυβέρνησης και παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των 3 πρεσβευτών στον Πόρο, υπογραφόταν στο Λονδίνο το Πρωτόκολλο της 4/16 Νοεμβρίου 1828 που περιόριζε το αυτόνομο φόρου υποτελές Ελληνικό κράτος στα ασφυκτικά όρια της Πελοποννήσου και των Κυκλάδων. Οι διπλωματικοί χειρισμοί του Καποδίστρια για διεύρυνση των συνόρων ευνοούνταν εμφανώς από τις εξελίξεις στο πολεμικό πεδίο.

 

Ο Υδραίος Γεώργιος Σαχίνης (1789-1864) ως διοικητής της μοίρας Μαλιακού – Ευβοϊκού 

με τη νίκη του στις Λιχάδες απέκοψε κάθε θαλάσσια επικοινωνία

των τουρκικών φρουρών της Στερεάς με την Εύβοια.

Μέσα στο 1828 στον θαλάσσιο χώρο Ευβοϊκού – Μαλιακού η παρουσία του ελληνικού στόλου υπό τον Υδραίο Γεώργιο Σαχίνη ήταν καθοριστική για την παρεμπόδιση των εχθρικών επικοινωνιών και του ανεφοδιασμού των τουρκικών φρουρών στην ανατολική Στερεά από τα λιμάνια του Ωρωπού, της Χαλκίδας και της Στυλίδας. Η μοίρα των 7 πλοίων με την κορβέττα «Ύδρα» των 26-28 πυροβόλων, πρώην αιγυπτιακό λάφυρο, ενισχύθηκε τον Δεκέμβριο με την κορβέτα «Καρτερία» και άλλα 4 πλοία. Στις 23 του μηνός τα «Καρτερία», «Αλέξανδρος» και «Ασπασία» εισέπλευσαν στον Μαλιακό όπου αιχμαλώτισαν μια εχθρική γολέτα των 10 πυροβόλων στη Στυλίδα και 3 μεταγωγικά στον βόρειο Ευβοϊκό.

 

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑ 

Χάρτης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά το 1828-1829 

(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, σελ. 516-517).

Στα τέλη Δεκεμβρίου 1828 οι Τούρκοι εκδήλωσαν αντεπίθεση στο μέτωπο της ανατολικής Στερεάς για ανακατάληψη των απολεσθέντων εδαφών. Από τη Λαμία στις 24 του μηνός εκκίνησαν 6.000 πεζοί και 600-800 ιππείς με επικεφαλής τους Μαχμούτ πασά, Καριοφίλ μπέη και Μεχμέτ Δέβολη με πορεία προς Λιβαδειά δια μέσου Θερμοπυλών – Μενδενίτσας – Τουρκοχωρίου, με στόχο να ενωθούν με τις δυνάμεις του Ομέρ πασά της Καρύστου που βρισκόταν στη Θήβα. Η ταχεία εχθρική προέλαση ανάγκασε τις ελληνικές δυνάμεις να αποσυρθούν σε πιο ασφαλή εδάφη εκατέρωθεν της κύριας οδού Λαμίας – Λιβαδειάς (η Στραταρχική Φρουρά και η Α΄ Χιλ. προς Αράχωβα – Ζεμενό – Δαύλεια, η Δ΄ Χιλ. προς Σουβάλα – Αμφίκλεια – Τιθορέα, η ΣΤ΄ Χιλ. στο Μαρτίνο Λοκρίδας και η Η΄ Χιλ. στο Ταλαντονήσι). Μόνον η νεοαφιχθείσα Β΄ Χιλ., μετά την είσοδο των Τούρκων στη Λιβαδειά στις 28 Δεκεμβρίου, οχυρώθηκε στην Πέτρα για να ανακόψει την πορεία τους προς τη Θήβα. Εκεί, μετά από 16ωρη μάχη (28-29 του μηνός) με υπέρτερες δυνάμεις, υποχώρησε δυτικότερα στο Στεβενίκο (Αγία Τριάδα) ενώ οι Τούρκοι επέστρεψαν στη Λιβαδειά έχοντας αποκοπεί από τη Θήβα.

Με τη νίκη του στη μάχη του Μαρτίνου στις 29 Ιανουαρίου 1829 ο σλαβικής καταγωγής διοικητής της ΣΤ΄ Χιλιαρχίας Βάσος Μαυροβουνιώτης (Βάσο Μπράγιεβιτς) (1797-1847) συνέβαλε καθοριστικά στην αποχώρηση των Τούρκων από την ανατολική Στερεά (πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα). 

Στις 28 Ιανουαρίου 1829 ο Μαχμούτ με 3.000 πεζούς και 500 ιππείς κινήθηκε από τη Λιβαδειά μέσω Ορχομενού προς το Μαρτίνο όπου βρίσκονταν οχυρωμένη η ΣΤ΄ Χιλ. του Μαυροβουνιώτη. Προς τα εκεί κατευθύνθηκε και δύναμη 1.500 ανδρών υπό τον Ομέρ πασά από τη Θήβα μέσω της παραλιακής οδού, αλλά στα Σκρουπονέρια (νότια της Λάρυμνας) αναχαιτίστηκε και επέστρεψε στη Χαλκίδα. Ο Μαχμούτ επιτέθηκε το πρωί της επομένης μέρας στις οχυρωμένες ελληνικές δυνάμεις εντός του Μαρτίνου και μετά από 4ωρη μάχη που του κόστισε 250 νεκρούς, ηττημένος υποχώρησε στη Λιβαδειά. Αρχές Φεβρουαρίου και καθώς νέες ελληνικές δυνάμεις προωθούνταν από τα Μέγαρα στη Δόμβραινα (Ε΄ Χιλ., Ζ΄ Μακεδονική και το άτακτο Ιππικό) και η επικοινωνία με τη Λαμία είχε διακοπεί, η θέση των Τούρκων της Λιβαδειάς άρχισε να γίνεται επισφαλής. Στις 8 του μηνός ο Μαχμούτ αποχώρησε από την Πέτρα και τη Λιβαδειά και επέστρεψε στη Λαμία αφήνοντας φρουρά 1.000 ανδρών στη γραμμή Φοντάνας – Μενδενίτσας – Θερμοπυλών, η οποία μέχρι 21 Φεβρουαρίου κατελήφθη από τις ελληνικές δυνάμεις (Ε΄, ΣΤ΄ και Η΄ Χιλ). Όλη η ανατολική Στερεά νοτίως του Σπερχειού (πλην Θηβών, Αθηνών και Ευβοίας) ήταν πάλι ελεύθερη, εξέλιξη που διευκόλυνε αφάνταστα τον Καποδίστρια στις επίπονες προσπάθειες που κατέβαλε για την ενσωμάτωσή της στο νέο ελληνικό κράτος.

Στις 9 Φεβρουαρίου, σε παράλληλη επιχείρηση, κατελήφθη και το σύμπλεγμα των νησίδων της Λιχάδας μεταξύ Μαλιακού – βόρειου Ευβοϊκού απέναντι από τα Κ. Βούρλα, από τμήματα της ΣΤ΄ και Η΄ Χιλ. που διενήργησαν απόβαση με τη βοήθεια της μοίρας του Σαχίνη που βομβάρδισε τις εχθρικές θέσεις. Προσπάθεια 800 Τούρκων από την Ιστιαία για ενίσχυση των Λιχάδων αναχαιτίστηκε και υποχώρησε στο χωριό Γιάλτρα. Το ίδιο συνέβη και με το εχθρικό πυροβολικό στο χωριό Αχλάδι, στην παραλία της Φθιώτιδας, που κατέφυγε στη Λαμία. Η φρουρά των Λιχάδων (300 ένοπλοι) αφού απώλεσε 40 άνδρες παραδόθηκε και έτσι ο θαλάσσιος χώρος Μαλιακού – βόρειου Ευβοϊκού ελέγχθηκε πλήρως.

 

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΤΟ 1829

Χάρτης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά το 1828-1829

(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, σελ. 516-517).

Μέσα Ιανουαρίου 1829, στον Αμβρακικό εκδηλώθηκε αιφνιδιαστική τουρκική επίθεση στην ελληνική φρουρά της Κορωνησίας από την Σαλαχώρα. Ο Ρεσίτ πασάς Κιουταχής λίγο πριν αναλάβει Μεγάλος Βεζύρης και φύγει για τον Δούναβη, όπου θα αναλάμβανε τις θερινές επιχειρήσεις εναντίον του προελαύνοντος ρωσσικού στρατού, επεχείρησε με 5.000 στρατό, δύο μπρίκια και 4 κανονιοφόρους απόβαση στη νήσο, που φυλασσόταν από την χιλιαρχία του Κουτσονίκα με στόχο να περάσει στην Αιτωλοακαρνανία. Η επίθεση αποκρούστηκε με τη βοήθεια της ελληνικής μοίρας από τη νήσο Βουβάλα, που καταδίωξε τη νύχτα της 16ης Ιανουαρίου τα τουρκικά πλοία μέχρι το λιμάνι της Πρέβεζας αιχμαλωτίζοντας δύο κανονιοφόρους, τον διοικητή του στολίσκου Χασάν και 24 Τούρκους χάνοντας όμως τον πλοίαρχο Α. Τενεκέ. Σημειώθηκε μάλιστα και αποτυχημένη πυρπολική επίθεση σε εχθρική γολέτα.

Στις 23 Ιανουαρίου ο αδελφός του κυβερνήτη, Αυγουστίνος Καποδίστριας, διορίστηκε πληρεξούσιος τοποτηρητής Στερεάς για να συντονίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Καθώς με το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10/22 Μαρτίου 1829 δινόταν διευρυμένα σύνορα (γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού), η υπόλοιπη δυτική Στερεά έπρεπε να απελευθερωθεί άμεσα.

Ο αδελφός του κυβερνήτη Αυγουστίνος Καποδίστριας (1778-1857) ως πληρεξούσιος τοποτηρητής Στερεάς το 1829 συντόνισε, παρά τις εντάσεις με πολλούς διοικητές, επιτυχώς τις επιχειρήσεις απελευθέρωσης της Ναυπάκτου και του Μεσολογγίου. 

 

      Το κάστρο της Βόνιτσας παραδόθηκε στον Τσώρτς στις 5 Μαρτίου και η φρουρά υπό τον Νακά αγά αποχώρησε στην Πρέβεζα. Με διαταγή του Αυγουστίνου στις 25 Φεβρουαρίου δύναμη 2.000 ανδρών κινήθηκε προς τη Ναύπακτο και το Αντίρριο (Α΄ Χιλ., 500αρχίες Τζαβέλλα, Ρούκη και Κότσικα, τμήμα της Στραταρχικής Φρουράς, άτακτοι του Β. Μαστραπά) ενώ οι υπόλοιπες χιλιαρχίες παρέμειναν υπό τις διαταγές του Υψηλάντη για επιχειρήσεις στην περιοχή της Θήβας.

Στις 12 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία του Αντιρρίου από ξηρά και θάλασσα με τη συνδρομή της μοίρας του Ανδρέα Μιαούλη με επικεφαλής τη φρεγάτα «Ελλάς». Την επομένη, με τη μεσολάβηση του πρώην γραμματέα του ρωσσικού προξενείου Πατρών Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, η μικρή φρουρά (100 ένοπλοι) του Αβδή αγά παραδόθηκε και μεταφέρθηκε με πλοία στον Αυλώνα της Αλβανίας.

 Η δίκροτη φρεγάτα «Ελλάς» υπό τη διοίκηση του Υδραίου ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (1769-1835) συνέβαλε καθοριστικά στον ναυτικό αποκλεισμό και τελικά την απελευθέρωση του Αντιρρίου, της Ναυπάκτου, του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου 1829.

Στο μέτωπο του Αμβρακικού κατελήφθη στις 15 Μαρτίου το Μενίδι Μακρυνόρους από τους Τσώρτς, Ανδρέα Ίσκο και 700 άνδρες του Δ. Τσέλιου και Ν. Ζέρβα, που μεταφέρθηκαν στις 13 με πλοία από το Λουτράκι Αμφιλοχίας και η εχθρική φρουρά (300 άνδρες) αιχμαλωτίστηκε. Η επαρχία Ξηρομέρου απελευθερώθηκε στις 19 από τον Γεώργιο Βαρνακιώτη ενώ οι 1.300 Τούρκοι της Αμφιλοχίας υπό τον Γιουσούφ αγά, πλήρως αποκομμένοι από τον Αμβρακικό και τα στενά του Μακρυνόρους, στις 26 Μαρτίου (ή σύμφωνα με άλλες πηγές στις 13 Απριλίου) παραδόθηκαν και αποχώρησαν στην Άρτα.

Στις 14 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Ναυπάκτου με το ισχυρότατο κάστρο και φρουρά 1.000 ανδρών υπό τον Κιόρ Ιμπραήμ. Τις ελληνικές δυνάμεις ενίσχυσε η Β΄ Χιλ. από την Άμφισσα. Η δυσμενής θέση των πολιορκουμένων τους οδήγησε 14 μέρες μετά σε διαπραγματεύσεις παράδοσης μέσω του Ι. Παπαρρηγόπουλου. Στις 29 έφτασαν στη Ναύπακτο το τακτικό ιππικό του Δημητρίου Καλλέργη, το άτακτο του Χατζηχρήστου και η 500αρχία του Βέρη. Στις 10 Απριλίου οι πολιορκητές ενισχύθηκαν από το ΙΙΙ τάγμα του τακτικού στρατού υπό τον Σπυρίδωνα Σωνιέρ και λόχο πυροβολικού με 8 κανόνια, και ανήλθαν στις 4.000 άνδρες. Ακολούθησε σφοδρός βομβαρδισμός από ξηρά και θάλασσα, παρόντος και του Καποδίστρια. Στις 11 του μηνός υπογράφτηκε ανακωχή και στις 18 η φρουρά παραδόθηκε ενώ στις 22 οι 5.000 ένοπλοι και άμαχοι μεταφέρθηκαν με πλοία στην Πρέβεζα.

      Με την παράδοση και του Βραχωρίου (Αγρίνιο) στις 25 Απριλίου, απέμεναν πλέον μόνον το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό υπό εχθρικό έλεγχο, η πολιορκία των οποίων ξεκίνησε στις 19 Απριλίου. Ο διοικητής Μουσταφά Γκιριτλή αγάς και οι 800 άνδρες του βλέποντας το μάταιο της αντίστασης, καθώς η πόλη ήταν αποκλεισμένη από παντού, άρχισαν 12 μέρες μετά διαπραγματεύσεις παράδοσης μέσω των Βαρνακιώτη και Παπαρρηγόπουλου. Στην προοπτική απελευθέρωσης του Μεσολογγίου αντέδρασε έντονα η βρετανική κυβέρνηση που δεν επιθυμούσε την ελληνική παρουσία στα δυτικά παράλια της Αιτωλοακαρνανίας που γειτνίαζαν με τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Έτσι ο Bρετανός υποπρόξενος Μέγιερ απέστειλε τη φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» με τον κυβερνήτη Σπένσερ για να αποτρέψει την πτώση της πόλης. Ο τελευταίος σε συνάντηση με τον Μιαούλη και τον Αυγουστίνο Καποδίστρια απαίτησε την άρση της πολιορκίας ενώ μοίρα του βρετανικού στόλου έφτανε στην Κυλλήνη για να την επιβάλλει. Όμως στις 2 του μηνός υπογράφτηκε τελικά η συνθήκη παράδοσης και την επομένη οι ένοπλοι Τούρκοι αποχώρησαν δια ξηράς για την Πρέβεζα και οι άμαχοι με πλοία για τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας ενώ στις 8 Μαΐου ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εισήλθε και επίσημα στο ηρωικό Μεσολόγγι. Αντιδρώντας στις εξελίξεις ο Βρετανός αντιπρέσβης Ντόκινς, επιδίδοντας το Πρωτόκολλο της 10/22 Μαρτίου 1829 στον Καποδίστρια στις 6/18 Μαΐου, απαίτησε την πλήρη εκκένωση της Στερεάς από τα ελληνικά στρατεύματα ως ένδειξη καλής θέλησης απέναντι στην Πύλη (!).

Η ΤΡΙΜΗΝΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ

 

“Μάχαι διάφοραι της Ανατολικής Ελλάδος και κέντρον η Θήβα”

(πίνακας Ι. Μακρυγιάννη – Π. Ζωγράφου)

 Στη Στερεά την Άνοιξη του 1829 απέμεναν πλέον στα χέρια των Τούρκων νοτίως του Σπερχειού, μόνον η Αθήνα, το φρούριο του Καράμπαμπα, στη βοιωτική ακτή απέναντι από τη Χαλκίδα, και η Θήβα. Στην τελευταία επικέντρωσε τις προσπάθειές του ο Δ. Υψηλάντης συνδυαστικά με την εαρινή επίθεση του ρωσσικού στρατού στα μέτωπα του Δούναβη και του Καυκάσου. Στις 15 Μαΐου απέστειλε την Ε΄ και Δ΄ Χιλ. στη θέση Ανηφορίτης απέναντι από τον Καράμπαμπα και την ΣΤ΄ Χιλ προς Χασιά (Φυλή) – Μενίδι (Αχαρνές) για να αποτρέψει ενίσχυση της Θήβας από τη Χαλκίδα και την Αθήνα αντίστοιχα. Τη νύχτα της 18ης ο Υψηλάντης εισήλθε από την Πέτρα στην ερειπωμένη πόλη με 1.700 άνδρες (Στραταρχική Φρουρά, 500αρχια Ρούκη, Η΄ και Γ΄ Χιλ.) και κατέλαβε θέσεις περιμετρικά και εντός της πόλης μαχόμενος για 5 μέρες με ισάριθμη τουρκική φρουρά ιδίως στην τοποθεσία Πυρί.

     Το φρούριο του Καράμπαμπα στη Στερεά, απέναντι από τη Χαλκίδα, απέτρεψε την κατάληψη της ευβοϊκής πρωτεύουσας από τα ελληνικά στρατεύματα ενισχύοντας παράλληλα τον ανεφοδιασμό της οθωμανικής φρουράς στη Θήβα την Άνοιξη του 1829.

     Δύο προσπάθειες των Τούρκων της Αθήνας να ενισχύσουν τη φρουρά της Θήβας με 200 και 3.000 άνδρες αναχαιτίστηκαν με απώλειες στη γραμμή Χασιά – Μενίδι (18 και 27 Μαΐου). Σοβαρότερη δράση ανέπτυξαν οι Τούρκοι της Χαλκίδας στις 2 Ιουνίου όταν δύναμη 2.250 ανδρών (εξ ων 1.300 τακτικοί) υπό τον Ομέρ πασά με πορεία προς τη Θήβα, αποκρούστηκε στη μάχη του Ανηφορίτη από 800 οχυρωμένους Έλληνες του Ν. Κριεζώτη και του Γ. Δυοβουνιώτη ενώ τρεις μέρες μετά σώμα 300 ανδρών του Γεωργίου Σκουρτανιώτη επετέθη ανεπιτυχώς στον Ωρωπό.  Εντός του Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις που μάχονταν στη Θήβα ενισχύθηκαν από το άτακτο ιππικό του Χατζηχρήστου που εισερχόμενο στην πόλη τη 10η Ιουνίου έδωσε σκληρή ιππομαχία στο Πυρί, αλλά και την Ε΄ Χιλ. από τον Ανηφορίτη (τη 15η) και την Β΄ Χιλ. από τα Σάλωνα (την 26η). Στις 21-22 Ιουνίου (ή 20-21) δόθηκε μάχη στο Μεσοβούνι (νότια του χωριού Ύπατο) όπου αποκρούστηκε προσπάθεια 500 Τούρκων από τη Χαλκίδα να εισέλθουν στην πόλη.

 

Το άτακτο ιππικό του σλαβικής καταγωγής Χατζηχρήστου (Κρίστε Ντάγκοβιτς) (1783-1856) έπαιξε σημαντικό ρόλο σε πολλές συγκρούσεις ιδίως στην πεδιάδα των Θηβών την Άνοιξη του 1829. 

 

Στις 6 Ιουλίου στο μέτωπο της Χασιάς αποκρούστηκε για 3η φορά δύναμη 2.000 Τούρκων που κινήθηκαν από την Αθήνα προς τη Θήβα ενώ στις 6-12 Ιουλίου η Ε΄ Χιλ. και το σώμα του Γ. Σκουρτανιώτη κατέλαβαν τον Ωρωπό και τη Σκάλα κατανικώντας εκεί δύναμη 550 Τούρκων. Στις 15 οι Έλληνες υπέστησαν στο Μεσοβούνι σοβαρές απώλειες 60 ανδρών ενώ την τελευταία εβδομάδα του μήνα διεξήχθησαν από την Η΄ Χιλ. και το άτακτο ιππικό 3 αιματηρές αναμετρήσεις πάλι στο Μεσοβούνι και στα χωριά Ύπατο – Ελαιώνας – Άρμα (22, 25 και 29 Ιουλίου) με εχθρικές δυνάμεις από τη Χαλκίδα. Τελικά περίπου 900 Αλβανοί κατάφεραν να μπούν στη Θήβα και να ενισχύσουν τη φρουρά της. Ήταν φανερό ότι η πολιορκία παρά τις ελληνικές νίκες και τις σχεδόν 1.000 ανδρών απώλειες των Τούρκων είχε αποτελματωθεί σοβαρά μετά από 75 μέρες αγώνα. Αρχές Αυγούστου άρχισαν να παρουσιάζονται τα πρώτα συμπτώματα διάλυσης που ενίσχυσαν η αδυναμία ανεφοδιασμού και καταβολής μισθών (σε αντίθεση με τα σώματα της δυτικής Στερεάς) και οι συζητήσεις με τους Τούρκους για ανακωχή και αποχώρηση αμφοτέρων των δυνάμεων από τη Θήβα. Η αναρχία και οι τάσεις φυγής οδήγησαν τελικά το πρωί της 8ης Αυγούστου σε πλήρη διάλυση του στρατοπέδου των Θηβών πλην 700 ανδρών που κατάφερε ο Υψηλάντης να συγκρατήσει στην Κάζα.

 

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

Στις 10/22 Αυγούστου 1829, στο μέτωπο των Βαλκανίων, τα ρωσσικά στρατεύματα του στρατηγού Δέιβιτς (von Diebitsch) με ταχεία προέλαση νότια του Δούναβη κατέλαβαν την Αδριανούπολη και ο δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον ανοιχτός. Παράλληλα στο μέτωπο του Καυκάσου ο στρατηγός Πάσκεβιτς αφού κατέλαβε το Ερζερούμ στα τέλη Ιουνίου, έφτασε στις 2/14 Αυγούστου μέχρι την Αργυρούπολη, 50 χιλιόμετρα νότια της Τραπεζούντας. Στις 28 Αυγούστου η Πύλη, με τον ρωσσικό στρατό στη γραμμή Αίνου – Αρκαδιούπολης (Λουλέ Μπουργκάς) – Μήδειας, αποδέχθηκε την ήττα της και ζήτησε ανακωχή για διαπραγματεύσεις.

Η κατάληψη της Αδριανουπόλεως από τον γερμανικής καταγωγής στρατάρχη του ρωσσικού στρατού Χανς-Καρλ φον Ντίμπιτς (1785-1831) και η ομώνυμη Συνθήκη που υπογράφτηκε, οδήγησε στη λήξη της ένοπλης φάσης της Επανάστασης (πίνακας του Τζορτζ Ντόου, στρατιωτική έκθεση Χειμερινών ανακτόρων, μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη).

Αρχές Αυγούστου, ο Ασλάν μπέης, ανηψιός του Ομέρ Βρυώνη και μουτασερίφ του Βερατίου, αγνοώντας τη διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου των Θηβών, εκκίνησε από τη Λαμία όπου βρισκόταν από αρχές Ιουλίου, προς Βοιωτία-Αττική με 1.500 στρατό (ή 4.000 σύμφωνα με τον Ν. Κασομούλη). Στόχος του ήταν να συγκεντρώσει τις μονάδες του τακτικού οθωμανικού στρατού από την Αθήνα και τη Θήβα και να τις προωθήσει στη Θράκη για προστασία της πρωτεύουσας. Ο κίνδυνος να χαθεί η ανατολική Στερεά στην περίπτωση αποδοχής της ανακωχής από την πλευρά του σουλτάνου, εν όψει των επικείμενων διπλωματικών εξελίξεων, ήταν τεράστιος.

 

Τιμητική αναμνηστική πλάκα της Νομαρχίας Βοιωτίας

για την επέτειο από τα 150 χρόνια της μάχης της Πέτρας.

Στα μέσα Αυγούστου, ενώ ο Ασλάν μπέης έφτανε στην Αθήνα, τα ελληνικά τμήματα βρισκόταν διασκορπισμένα στη Βοιωτία (Στραταρχική Φρουρά, 500αρχία Ρούκη και Η΄ Χιλ.), στη Λοκρίδα (Ζ΄, Δ΄ και Ε΄ Χιλ.), στα Μέγαρα και την Ελευσίνα (Β΄ και ΣΤ΄ Χιλ.). Ο Υψηλάντης από την Κορώνεια (Κουτουμουλάς) στα τέλη του μήνα, αφού απώθησε τέσσερεις προσπάθειες των Τούρκων της Θήβας να προωθηθούν προς Λιβαδειά, συγκέντρωσε τις διεσπαρμένες μονάδες και εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Ι.Μ Αγίου Νικολάου δυτικά του χωριού Βρασταμίτες (σημερινό Υψηλάντη). Από τις 6 Σεπτεμβρίου οχύρωσε αμυντικά και σε βάθος την τοποθεσία της Πέτρας με 6 κύρια οχυρώματα, 4 στην πρώτη γραμμή και 2 στη δεύτερη, και άλλες 3 θέσεις περιμετρικά με αντικειμενικό σκοπό να εμποδίσει την πορεία του Ασλάνμπεη και του τακτικού στρατού υπό τον Οσμάν Οτζάκ αγά από την Αθήνα προς βορρά. Οι ελληνικές δυνάμεις ανερχόταν σε 3.300 άνδρες ενώ των Τούρκων σε 4.500 τακτικό πεζικό, 1.500 Αλβανούς και 600 ιππείς με 4 πυροβόλα (ή από 8.000 άνδρες εκ των οποίων οι 3.500 άτακτοι, σύμφωνα με τον Ν. Κασομούλη, συμμετέχοντα στη μάχη, που μας παραθέτει λεπτομερώς και το σχέδιο διάταξης των ελληνικών σωμάτων)(βλέπε ΕΝΘΕΤΟ 1).

      Η συμμετοχή της Β΄ Χιλιαρχίας, παρά τα κρούσματα απειθαρχίας που σημειώθηκαν

στο στρατόπεδο των Θηβών, ήταν καθοριστική στη νίκη της Πέτρας. 

Στον πίνακα ο διοικητής της Χριστόδουλος Χατζηπέτρος (1799-1869).

Το εχθρικό στράτευμα από τη Θήβα προσέγγισε την τοποθεσία το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου στρατοπεδεύοντας ανατολικά από τους Βρασταμίτες και το πρωί της 12ης επιτέθηκε προσβάλλοντας τα 4 πιο προωθημένα οχυρώματα της ελληνικής αμυντικής γραμμής. Με παρέμβαση των ελληνικών εφεδρικών τμημάτων όλες οι επιθέσεις αναχαιτίστηκαν και η 2ωρη μάχη έληξε με νίκη των Ελλήνων που στοίχισε στον Ασλάνμπεη 100 νεκρούς και πολλαπλάσιους τραυματίες, έναντι μόλις 3 νεκρών από την ελληνική πλευρά. Ο κίνδυνος εγκλωβισμού των Τούρκων στη Βοιωτία σε συνδυασμό με τις οδηγίες που είχαν δοθεί στον Οσμάν αγά να φτάσει τάχιστα στο μέτωπο της Θράκης ήταν υπαρκτός. Ο Τούρκος διοικητής ασφαλώς αγνοούσε ότι 10 μέρες πριν, στις 2/14 Σεπτεμβρίου, είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως που τερμάτιζε τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο. Η Πύλη αποδεχόταν την Ιουλιανή Συνθήκη που προέβλεπε ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων και το Πρωτόκολλο της 10/22 Μαρτίου 1829 με τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Έτσι η τουρκική πλευρά οδηγήθηκε σε αναγκαστικές διαπραγματεύσεις με τον Υψηλάντη από το μεσημέρι της 13ης Σεπτεμβρίου για συμφωνία ασφαλούς διέλευσης προς τη Λαμία. Η ελληνική πλευρά απαίτησε εκκένωση όλων τουρκικών θέσεων νοτίως του Σπερχειού, από τη Λιβαδειά έως την Αλαμάνα. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Ασλάνμπεη υπογράφτηκε τελικά στο στρατηγείο του Υψηλάντη, στην Ι.Μ Αγίου Νικολάου, ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου, συμφωνία για ασφαλή αποχώρηση των Τούρκων από την επομένη μέρα με ένοπλη συνοδεία έως τον Σπερχειό. Η νίκη στην Πέτρα, τελευταία ένοπλη σύγκρουση του αιματηρού 9ετούς Αγώνα, είχε τεράστια διπλωματική σημασία για την εξέλιξη της ελληνικής υπόθεσης αναφορικά με το συνοριακό ζήτημα αφού όλη η ανατολική Στερεά ήταν πλέον ελεύθερη, εκτός των φρουρίων Χαλκίδας, Καράμπαμπα, Καρύστου, Αθηνών, Υπάτης και Λαμίας.

 

Το ισχυρό κάστρο της Λαμίας δέσποζε στην κοιλάδα του Σπερχειού φιλοξενώντας και ενισχύοντας το σύνολο σχεδόν των οθωμανικών στρατευμάτων που έδρασαν στην ανατολική Στερεά την περίοδο 1828-1829.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σε πλήρη αναντιστοιχία με την ελάχιστη προβολή που τυγχάνουν τα έτη 1828 – 1829, είναι σαφές ότι απαιτήθηκαν δύο ολόκληρα χρόνια σκληρής πολεμικής προσπάθειας στη Στερεά, απέναντι σε περίπου 28.000 οθωμανικό στρατό, για την ανάκτηση των απολεσθέντων εδαφών. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεκίνησε την Επανάσταση από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και ο αδελφός του ο Δημήτριος σφράγιζε την επική αναμέτρηση 9 χρόνια μετά στην Πέτρα της Βοιωτίας. Όλη η ανατολική Στερεά νοτίως του Σπερχειού αλλά και το σύνολο της δυτικής ήταν υπό ελληνικό έλεγχο και αυτό θα διευκόλυνε αφάνταστα τους διπλωματικούς χειρισμούς του Καποδίστρια που καρποφόρησαν 4 μήνες μετά. Ως απόρροια του εννιάχρονου επικού ένοπλου αγώνα, του ασύλληπτου μεγέθους των θυσιών, της διεθνούς γεωπολιτικής συγκυρίας που οδήγησε στην ενεργό παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ελληνικό Ζήτημα, της διπλωματικής μάχης που διηύθυνε με μαεστρία ο κυβερνήτης και της επιμονής του να απελευθερωθεί η Στερεά, ώστε να ενσωματωθεί στο μελλοντικό ελληνικό κράτος, υπεγράφη τελικά η συνθήκη της Ανεξαρτησίας (22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830) που παραχωρούσε όμως μειωμένη γραμμή Αχελώου – Σπερχειού.

Παρά τις ευνοϊκές συνθήκες (ρωσσοτουρκικός πόλεμος και εκστρατεία Μαιζών), η βρετανική αντίδραση, δεν επέτρεπε τη διεύρυνση των συνόρων, ιδίως όταν αυτή δεν εδραζόταν σε απτά στρατιωτικά αποτελέσματα επί του εδάφους. Χρειάστηκε η πλήρης αναδιοργάνωση του στρατού από τον Καποδίστρια με την εισαγωγή του επιτυχημένου θεσμού των Χιλιαρχιών και οι κατάλληλοι χειρισμοί για την εξισορρόπηση των τοπικιστικών τάσεων, του φατριασμού, της ιδιοτέλειας, των πολιτικών φιλοδοξιών αλλά και του άστατου χαρακτήρα πολλών στρατιωτικών ηγετών, ώστε να γίνει το στράτευμα ένας λειτουργικός και αποτελεσματικός οργανισμός που θα κατήγαγε νίκες στα πεδία των μαχών.

Το επόμενο Πρωτόκολλο της 14 / 26 Σεπτεμβρίου 1831 αναγνώριζε διευρυμένα σύνορα (Αμβρακικού-Παγασητικού), αλλά μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη (27 Σεπτεμβρίου / 9 Οκτωβρίου 1831), οι τελικές διπλωματικές πράξεις υπεγράφησαν ερήμην των Ελλήνων. Με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ή του Καλεντέρ Κιόσκ) στις 9 / 21 Ιουλίου 1832 και το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18 / 30 Αυγούστου 1832, τα σύνορα έφτασαν στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και συμπεριέλαβαν όλη τη γραμμή νότια της Όθρυος. Οι τουρκικές φρουρές αποχώρησαν από την Αθήνα και την Εύβοια ενώ στις 28 Μαρτίου / 9 Απριλίου 1833 απελευθερώθηκε και η Λαμία μετά από 440 χρόνια τουρκικού ζυγού. Ο επίμονος πολυεπίπεδος αγώνας της περιόδου 1828 – 1829 και ο φόρος αίματος που κατεβλήθη, μας παραπέμπει στη φράση του Δ. Βικέλα «η ελευθερία έπρεπε να ανακτηθεί ως ανεκτήθη, δια της σπάθης και δια θυσιών ακαταλογίστων».

 

* όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βακαλόπουλος, Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829), τόμοι Ζ΄- Η΄, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1986-1988.

Βυζάντιος, Χ., Ιστορία του τακτικού στρατού της Ελλάδος από της πρώτης συστάσεώς του κατά το 1821 μέχρι των 1832, Εν Αθήναις 1837.

Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979.

Κασομούλης, Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι 4-5, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2005.

Κόκκινος, Δ., Η Ελληνική Επανάστασις, τόμος ΣΤ΄, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1956.

Κουτσονίκας, Λ., Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, Εν Αθήναις 1864.

Μεταλληνός, Κ., Ο ναυτικός πόλεμος κατά την ελληνική επανάσταση 1821-1829, τόμοι Α-Β, Εκδότης Andy’s Publishers, Αθήνα 2016.

Παπαγεωργίου, Σ., Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια. Δομή, οργάνωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1986.

Τρικούπης, Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Δ΄, Εκδοτικός Οίκος Χρ. Γιοβάνη, Αθήναι 1968.

Exit mobile version