Release Festival 23/6, Πλατεία Νερού:
Siouxsie, Echo and the Bunnymen, Ladytron, In Trance 95
γράφει ο Κωνσταντίνος Χρυσόγελος
Είχε μεν υπερβολική ζέστη, αλλά η γενική αίσθηση είναι ότι ο καιρός μας έκανε το χατίρι. Κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό, που σιγά σιγά σκούραινε, και με την ωραία ημισέληνο ως παράσημο πάνω στο δέρμα του, η συναυλιακή ημέρα προμηνυόταν καλή. Τα τεκταινόμενα σε αυτή την ημέρα του Release Festival διαδραματίζοταν σε δύο παράλληλες σκηνές (Ξέφωτο ΚΠΙΣΝ και Πλατεία Νερού), από τις οποίες παρακολούθησα αποκλειστικά τις μπάντες που εμφανίστηκαν στην Πλατεία Νερού.
Δυστυχώς λόγω άλλων υποχρεώσεων έχασα ολοκληρωτικά τους «Έλληνες Kraftwerk» In Trance 95, που δραστηριοποιήθηκαν αρχικά στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έως τα μέσα της επόμενης, παράγοντας ποιοτική ηλεκτρονική μουσική με αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα (το ‘Desire to desire’ το έχετε ακούσει;).
Οι “Έλληνες Kraftwerk” In Trance 95
Την επόμενη μπάντα, τους Βρετανούς Ladytron, τους πρόλαβα για τρία τραγούδια, μεταξύ των οποίων το ιδιαιτέρως αγαπητό (και) στη χώρα μας, ‘Destroy everything you touch’. Ό,τι είδα μου άρεσε, αφού το συγκρότημα ερμήνευσε με επαγγελματισμό και ευσυνειδησία τα τραγούδια του, αν και στο τέλος άφησε τη σκηνή κάπως βιαστικά – γεγονός που υποπτεύομαι πως σχετίζεται σε κάποιον βαθμό με το γνωστό «αγκάθι» του Release Festival, δηλαδή τον μέτριο ήχο.
Ομολογώ πως ο κύριος λόγος για τον οποίο βρέθηκα χθες στην Πλατεία Νερού ήταν οι θρυλικοί Βρετανοί Echo and the Bunnymen, οι οποίοι έχουν επισκεφτεί αρκετές φορές τη χώρα μας στο παρελθόν. Για όσους τους είχαν ξαναδεί, η σκηνική παρουσία τους ήταν μάλλον αναμενόμενη, και το εννοώ με καλό τρόπο. Στατικοί και συνεσταλμένοι, οι δύο εναπομείναντες από την κλασική σύνθεση, Ian McCulloch και Will Sergeant, ενσαρκώνουν με διαχρονική συνέπεια το ιδεώδες των ονειροπόλων και συνάμα αυτοπαγιδευμένων post punk ηρώων των αρχών της δεκαετίας του ’80.
Echo & The Bunnymen
Παρότι πιστεύω πως τους ταιριάζει καλύτερα ο κλειστός χώρος, το ντουέτο, μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς που τους συνόδευαν, ερμήνευσε άψογα κλασικά τραγούδια, όπως ‘Resue’ και ‘Bring on the dancing horses’, αλλά και τα αγαπημένα στη χώρα μας ‘The killing moon’ και ‘Lips like sugar’, ενώ το πρόγραμμα έκλεισε η καλύτερη ίσως σύνθεσή τους, για εμένα τουλάχιστον, το υπεράνω κριτικής ‘The cutter’. Το κοινό ανταποκρινόταν με ενθουσιασμό σε ό,τι και αν έκανε το σχήμα, συμπεριλαμβανομένων των ακαταμάχητων ασυναρτησιών του McCulloch, που προσθέτουν τις τελικές, πλην καθοριστικές, πινελιές στο καλλιτεχνικό πορτρέτο του τραγουδιστή. Να σημειώσω ότι ο ήχος εδώ ήταν σταθερά ικανοποιητικός.
Κατά τα διάρκεια της προετοιμασίας του χώρου για το πρώτο όνομα οι οθόνες έδειχναν σε ζωντανή μετάδοση τα όσα συνέβαιναν στο Ξέφωτο ΚΠΙΣΝ. Έτσι η αναμονή πέρασε ευχάριστα. Τελικά, με μία όχι ευκαταφρόνητη καθυστέρηση, της τάξης του εικοσαλέπτου, η Siouxsie (Sioux), πάλαι ποτέ ηγέτις των Siouxsie and the Banshees και νυν σόλο καλλιτέχνις, ανέβηκε στη σκηνή – πρώτη φορά στη χώρα μας ύστερα από αρκετά χρόνια.
Ορεξάτη και ζωηρή, η Βρετανίδα τραγουδίστρια, ενδεδυμένη ένα κομψό λευκό φόρεμα, πάντρεψε με μοναδικό τρόπο την παράδοση του δυτικού post punk / gothic και του ανατολικού μυστικισμού. Η μπάντα απέδιδε άψογα, μολονότι αρκετά νωρίς ακούστηκαν παράπονα εκ μέρους της Siouxsie για τον ήχο, που ήταν ομολογουμένως μέτριος, έως περιστασιακά κακός.
Siouxhee
Το ευχάριστο στην υπόθεση είναι ότι ούτε η ίδια ούτε το κοινό επέτρεψαν σε αυτή την αναποδιά να χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί. Η συναυλία συνεχίστηκε με άπλετο κέφι επί σκηνής, ενώ από κάτω της οι αντιδράσεις άγγιζαν τα όρια της υστερίας. Ακούσαμε πλείστα τραγούδια από τη θητεία της Siouxsie στους Banshees (‘Christine’, ‘Arabian nights’, ‘Face to face’ κ.ά.), καθώς και μερικά κομμάτια από τη σόλο καριέρα της (‘Into a swan’, ‘Here comes that day’). Την καλλιτεχνική εμπειρία συμπλήρωνε το καλαίσθητο video art, που προβαλλόταν πίσω από τις σιλουέτες των μουσικών και ενώπιον της ικανοποιημένης ματιάς μας.
Μετά την ολοκλήρωση του κανονικού σετ η Siouxsie αποχώρησε εν μέσω δυνατών επευφημιών. Ακολούθησαν δύο encore. Στο πρώτο όλοι χορέψαμε με το ‘Passenger’ του Iggy Pop, ωστόσο δεν ευχαριστηθήκαμε όσο θα μπορούσαμε το κορυφαίο ‘Israel’ (διότι… ήχος!), ενώ στο δεύτερο και τελευταίο η Πλατεία Νερού έζησε μεγάλες στιγμές με το κλασικό ‘Spellbound’.
Καθώς αποχωρούσαμε από τον χώρο άκουσα μία νεαρή κοπέλα να λέει με ενθουσιασμό στη φίλη της ότι αυτή ήταν η πιο ωραία συναυλία που έχει δει ποτέ. Της εύχομαι να πάει σε πολλές ακόμα, συμφωνώντας πάντως, αν και πιο μετριοπαθώς, ότι η βραδιά μας προσέφερε πολλές συγκινήσεις, που έχουν ήδη μετουσιωθεί σε όμορφες αναμνήσεις. Το μόνο που μένει πλέον, κυρίες και κύριοι του σημαντικού και δικαίως επιτυχημένου Release Festival, είναι από του χρόνου να μεριμνήσετε για τον έρμο τον ήχο.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι από το προφίλ του Release Athens Festival