Την άποψη, ότι ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, παίρνοντας το προβάδισμα τον περασμένο Αύγουστο, ενός μίνι στρατιωτικού συνασπισμού με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιταλία, προσπαθεί να ακολουθήσει ένα «μεσαίο μονοπάτι», βγαίνοντας από μία ατλαντική ή φίλο-ρωσική ευθυγράμμιση.
Τα παραπάνω υποστηρίζει στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro ο Laurent Chalard, Γεωγράφος στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Διεθνών Υποθέσεων, εκφράζοντας ταυτόχρονα την αντίρρησή του ως προ αυτή την πολιτική του Γάλλου Προέδρου, καθώς όπως υποστηρίζει, η Γαλλία δεν έχει τα μέσα για μία ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.
Θεωρεί «πρωτότυπη» αυτή τη στάση της Γαλλίας, στο πλαίσιο της τρέχουσας γεωπολιτικής κρίσης στην ανατολική Μεσόγειο, αποτέλεσμα των ηγεμονικών τάσεων της Τουρκίας στην περιοχή, καθώς, όπως αναφέρει, ξεχωρίζει από τις δύο μεγάλες δυνάμεις ΗΠΑ – Ρωσία, που ανταγωνίζονται για τον έλεγχο της ευρωπαϊκής ηπείρου και οι οποίες για διαφορετικούς λόγους, απαλλάσσουν το καθεστώς του Τούρκου Προέδρου.
Οι μεν Αμερικανοί θέλουν, μέχρι τώρα, να διατηρήσουν αυτόν τον γεωστρατηγικό σύμμαχο με κάθε κόστος, αλλιώς κινδυνεύουν να χάσουν για πάντα την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή, ενώ το Κρεμλίνο προσπαθεί με κάθε τρόπο να εντάξει τους κληρονόμους της Υψηλής Πύλης στην τροχιά του, πιέζοντάς τους για σύγκρουση με χώρες του ΝΑΤΟ, με σκοπό την έκρηξη της Συμμαχίας.
Εκτιμά, ότι ο Γάλλος Πρόεδρος, αυξάνοντας τον τόνο απέναντι στην Τουρκία και παίρνοντας το προβάδισμα τον περασμένο Αύγουστο αυτού που μοιάζει με μίνι στρατιωτικό συνασπισμό με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιταλία, προσπαθεί με κάποιον τρόπο να ακολουθήσει μία «μέση οδό», απομακρυνόμενος από μια ατλαντική ή φίλο-ρωσική ευθυγράμμιση, ως προς το οποίο τίθενται ερωτήματα για τη μεσοπρόθεσμη σκοπιμότητα του.
Αναφέρεται στην ύπαρξη δύο εντελώς αντίθετων κύριων δικτύων στη Γαλλία, ως προς τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, εκ των οποίων το πρώτο, το οποίο αποκαλείται «Ατλαντικό», παραμένει σε μεγάλο βαθμό κυρίαρχο μεταξύ των ελίτ, των Μέσων Ενημέρωσης και των εμπειρογνωμόνων, και το δεύτερο, το χαρακτηριζόμενο ως φίλο-ρωσικό, το οποίο ισχυρίζεται, ότι είναι κυρίαρχο και του οποίου η σύνθεση δεν μοιάζει με εκείνη του Ψυχρού Πολέμου, καθώς, αυτή τη φορά κλίνει στη συντηρητική δεξιά, ακόμα και αν διατηρεί ορισμένους υποστηρικτές στην αντι-ιμπεριαλιστική ακροαριστερά.
Όπως σημειώνει, παρόλο που το δεύτερο είναι πολύ λιγότερο οργανωμένο από το λεγόμενο Ατλαντικό και εμφανίζεται μάλλον περιθωριακά στα κυρίαρχα ΜΜΕ, επωφελείται από ορισμένους μεσάζοντες εντός της ελίτ, ιδίως σε στρατιωτικούς κύκλους, όπως έδειξε το πρόσφατο κατηγορητήριο ενός Γάλλου συνταγματάρχη, ύποπτου για κατασκοπεία προς όφελος της Ρωσίας, κάτι που πιθανότατα δεν είναι η μόνη περίπτωση..
Κατά την άποψή του, έναντι αυτών των επιλογών, που επιβάλλει η τρέχουσα γεωπολιτική ισορροπία ισχύος, αλλά που δεν διασφαλίζουν μία πραγματική ανεξαρτησία της Γαλλίας στην εξωτερική της πολιτική, πιθανώς υπάρχει μία «μέση οδός», η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Γκωλική, που φαίνεται να προσπαθεί τελευταία να ακολουθήσει ο Πρόεδρος Emmanuel Macron.
Σε ένα όλο και πιο ασταθές παγκόσμιο γεωπολιτικό πλαίσιο, αποδεικνύεται, ότι η ατλαντική θέση υπονομεύεται, επειδή ώθησε τη Γαλλία την τελευταία δεκαετία να συμμετάσχει σε στρατιωτικές περιπέτειες εκ μέρους των Αγγλοσαξόνων, με ελάχιστα πειστικά, ακόμη και καταστροφικά αποτελέσματα στην υπόθεση της Συρίας, με το φαινόμενο της τρομοκρατίας μπούμερανγκ, του οποίου η Γαλλία υπήρξε το κύριο θύμα μεταξύ των δυτικών κρατών.
Ταυτόχρονα, η αλλαγή συμμαχίας με τη Ρωσία φαίνεται εξαιρετικά ριψοκίνδυνη, διότι η τελευταία είναι ιμπεριαλιστική δύναμη, η οποία αφιερώνει το χρόνο της προσπαθώντας να αποσταθεροποιήσει τις δυτικές δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, και της οποίας οι αξίες απέχουν πολύ από τις δικές μας. Κατά συνέπεια, με σκοπό την ελευθερία δράσης, η Γαλλία θα μπορούσε να ξεκινήσει την πορεία της γεωστρατηγικής ανεξαρτησίας, παίζοντας τα δικά της συμφέροντα, χωρίς να λάβει υπόψη την άποψη άλλων δυνάμεων.
Ωστόσο, για τον ίδιον είναι «περίπολο» το να ακολουθηθεί αυτή η «μέση οδός», που είναι μια επιστροφή στην πολιτική του στρατηγού de Gaulle στη δεκαετία του 1960, και εξηγεί του λόγους: « Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η Γαλλία δεν έχει πραγματική υποστήριξη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ηγετική της θέση αμφισβητείται και οι στόχοι της συχνά δεν είναι αποδεκτοί, γεγονός που εξηγεί γιατί οι ηγέτες μας έχουν ελάχιστη επιτυχία να πείσουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες να εμπλακούν σε συγκρούσεις εκτός της ηπείρου, ενώ η ελληνική υπόθεση δεν ήταν παρά περιστασιακή».
Σε στρατιωτικό επίπεδο, μπορεί η Γαλλία να επωφελείται από έναν στρατό καλού τεχνολογικού επιπέδου, αλλά, κατά την άποψή του, οι περιορισμένοι οικονομικοί, ανθρώπινοι και υλικοί του πόροι δεν επιτρέπουν να αποτρέψουν εντελώς μεσαίες δυνάμεις, όπως η Τουρκία. Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η Γαλλία θεωρείται όλο και λιγότερο ως μια δύναμη, που μεταφέρει ένα παγκόσμιο μήνυμα, καθώς η πολιτιστική της επιρροή μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και η ξένη παρέμβασή της στη Λιβύη και γενικότερα στην ν αφρικανική ήπειρο την έχει δυσφημίσει στους ειλικρινείς υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επιπλέον εκτιμά, ότι η τρέχουσα πολιτική του Emmanuel Macron, αν με την πρώτη ματιά μπορεί να γοητεύσει τους νοσταλγούς του Γκωλισμού, υπό την έννοια, ότι φαίνεται να αποκαθιστά ένα σχετικό μεγαλείο της Γαλλίας και να βάζει στη θέση της μια δύναμη δεύτερης κατηγορίας, την Τουρκία, με προκλητικές ομιλίες, παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς κινδυνεύει να εκνευρίσει παραδοσιακούς συμμάχους, χωρίς να κερδίσει νέους.
Κατά τη γνώμη του, η καλύτερη λύση για τη Γαλλία είναι να παραμείνει στο Ατλαντικό στρατόπεδο, ανακτώντας ταυτόχρονα ένα ορισμένο περιθώριο ελιγμών, δεδομένης της μη ικανοποίησης της ηγεσίας με μια κατάσταση πολύ έντονης απουσίας. Θεωρεί σκόπιμη μια επαναδιαπραγμάτευση με την Διοίκηση Trump ή τον διάδοχό της, ως προς τους στόχους και τον καταμερισμό των ρόλων εντός του ΝΑΤΟ, αφήνοντας να εννοηθεί μία εκ νέου αποχώρηση από την ολοκληρωμένη διοίκησή του, όπως έκανε ο στρατηγός de Gaulle το 1966, εάν τα αιτήματα της Γαλλίας δεν τηρηθούν προσεκτικά, ενώ χαρακτηρίζει λάθος την αποκατάσταση στο ΝΑΤΟ το 2009, από το Nicolas Sarkozy.
Σε ένα πεδίο τόσο ευαίσθητο, όσο η εξωτερική πολιτική, που μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε θανατηφόρες συγκρούσεις, πρέπει, κατά τη γνώμη του, να επικρατήσει ο δρόμος της λογικής, ένας μετριοπαθής Ατλαντισμός, εγκαταλείποντας την ιδέα μιας ανεξάρτητης δράσης, που μπορεί να οδηγήσει σε εξαπατήσεις, ακόμη και σοβαρή απογοήτευση, λόγω της έλλειψης μέσων για ικανοποίηση των γαλλικών φιλοδοξιών.
ΠΗΓΗ: Le Figaro, «Face à la menace turque, la France s’engage sur la voie de l’indépendance géostratégique»