του Τηλέμαχου Χορμοβίτη
Πριν ένα μήνα έγραφα για το πόσο καλά ήταν τα ασπρόμαυρα μελοδράματα του Γιάννη Δαλιανίδη και, απ’ ότι βλέπω, και οι κριτικοί κινηματογράφου αναθεωρούν σιγά σιγά την στάση τους έναντι του Δαλιανίδη και αρχίζουν να αναγνωρίζουν την αξία του.
Γράφει ο Βρασίδας Καραλής στο βιβλίο του “Μια Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου” που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις “Εκδόσεις Δώμα” :
«Κατά τη διάρκεια της μακράς συνεργασίας του με τον Φίνο, ο Δαλιανίδης σκηνοθέτησε τα καλύτερα μελοδράματα, τις καλύτερες κωμωδίες και τα καλύτερα μιούζικαλ, μοναδικά στο είδος τους, του ελληνικού κινηματογράφου. Έκανε 65 ταινίες μέχρι το 1977, όταν έκλεισε η Finos Film, και 13 τηλεοπτικές σειρές, οι οποίες παραμένουν στο σύνολο τους εξαιρετικά δημοφιλείς.
Κυκλοφόρησε τα καλύτερα μελοδράματά του τη δεκαετία του 1960, διαμορφώνοντας ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό ύφος, κάτι μεταξύ Ντάγκλας Σερκ, Φρανκ Κάπρα και Όττο Πρέμιγκερ, αλλά χωρίς τον εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό χώρο ή την οξεία κοινωνική κριτική τους. Ωστόσο, στις περισσότερες από τις καλές του ταινίες ο Δαλιανίδης ήταν ένας χαμηλών τόνων εκσυγχρονιστής της κινηματογραφικής εικονογραφίας. Διέθετε τέλεια αίσθηση της κίνησης της κάμερας. Τα γενικά και τα κοντινά του πλάνα και οι κοφτές του μεταβάσεις ήταν από τα καλύτερα στον ελληνικό κινηματογράφο· το ίδιο και η ευαίσθητη και ανάγλυφη κατανόηση της χωροτοπικής σύνθεσης, του ασπρόμαυρου φωτισμού και της κίνησης των ηθοποιών.
Πρέπει ακόμη να του πιστωθεί η απρόσκοπτη ενσωμάτωση της ροκ-εντ-ρολ μουσικής στις ταινίες του, χωρίς να υποκύψει στην κυρίαρχη ηθικολογική στάση, ότι η μουσική της νεανικής κουλτούρας της δεκαετίας του 1960 ήταν ξενόφερτη. Οι ταινίες του “Κατήφορος” (1960), “Νόμος 4000” (1962), “Ίλιγγος” (1963), “Ιστορία μιας ζωής” (1965), “Η Στεφανία” (1966), “Το παρελθόν μιας γυναίκας” (1968) και άλλες διακρίνονταν για τις αιφνίδιες συναισθηματικές τους μεταπτώσεις, τον γρήγορο αφηγηματικό ρυθμό, την αποτελεσματική μετακίνηση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, τις υποβλητικές μουσικές συνθέσεις και, στις περισσότερες περιπτώσεις, την πολύ καλή ηθοποιία. Τα πρώιμα αστικά μελοδράματά του ανέδειξαν τα καλύτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ολοκληρωμένου σκηνοθέτη, ο οποίος χρησιμοποιούσε την κάμερα αποτελεσματικά, με λεπταίσθητα ασπρόμαυρα πλάνα, έχοντας πάντα τον έλεγχο της ιστορίας και των συναισθημάτων…
…ο Δαλιανίδης υπήρξε ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που τόλμησαν να εξερευνήσουν το μυστήριο της καλοσύνης στην ανθρώπινη ψυχή, χωρίς συναισθηματισμό και μέσα από μια ανεπιτήδευτη και εκλεπτυσμένη αναπαράσταση της ενοχής και της λύτρωσης. Στις ταινίες του δεν υπάρχει χώρος για πραγματικό κακό- οι κακοί χαρακτήρες του είναι συγκεκαλυμμένα καλοί. Συμπεριφέρονται άσχημα από ένα βαθύ σύμπλεγμα κατωτερότητας ή επειδή είναι άτακτα παιδιά. Ο Δαλιανίδης εξέφρασε έναν βαθύ και θρησκευτικό ανθρωπισμό, σφιχταγκαλιάζοντας όλους τους χαρακτήρες του ως πάσχοντες αμαρτωλούς με στοργή, ενσυναίσθηση και συμπόνια».
Επίσης σε συνέντευξη του την προηγούμενη εβδομάδα ο Καραλής λέει ότι ο σημαντικότερος Έλληνας σκηνοθέτης ήταν ο Δαλιανίδης και μας ενημερώνει ότι το επόμενο βιβλίο του στα αγγλικά θα είναι μια μελέτη για τον Δαλιανίδη
Γενικότερα το βιβλίο του Καραλή έχει και θετικά και αρνητικά. Στα αρνητικά βάζω την ξεκάθαρα αριστερή οπτική του, την εμμονή του να βρίσκει μαρξιστικά μηνύματα ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν ( πχ στην “Ιστορία μιας Ζωής” με τη Λάσκαρη!) ενώ δεν μπορεί να κρύψει την αδυναμία του για τον αυτιστικό Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο και τον ανυπόφορο Θεόδωρο Αγγελόπουλο.
Από την άλλη, έχει μια ενδιαφέρουσα και τολμηρή αναθεωρητική ματιά προς τον υποτιμήμενο “εμπορικό κινηματογράφο” (πχ βρίσκει καλά στοιχεία και σε αντικομμουνιστικές ταινίες της εποχής της χούντας που τόσο εχουν απαξιωθεί στη Μεταπολίτευση, όπως το “Στα Σύνορα της Προδοσίας”) ενώ κάνει καποιες εύστοχες παρατηρήσεις για τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για τον ελληνικό κινηματογράφο ο εναγκαλισμός του με το κράτος και την κρατική χρηματοδότηση τη δεκαετία του ’80. Αξίζει να το διαβάσετε παρά τις επιμέρους διαφωνίες.