«Ένα κόμμα εξουσίας συν επτά μικρά»
Του Ανδρέα Λοβέρδου,
Καθηγητή Πανεπιστημίου, Δικηγόρου, πρ.Υπουργού
Η ιστορία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος έχει διδάξει ότι σε κανέναν δεν επιτρέπεται να ισχυρισθεί, πως έχει δει όλα τακυβερνητικά σχήματα που είναι πιθανόν να αναδειχθούν στο πολιτικό σκηνικό μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η έκπληξη που ενδέχεται να προκύψει από την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας είναι ένα ανοικτό ενδεχόμενο. Οι εκλογές του Ιουνίου του 2023 αποτελούν μία ακόμη απόδειξη της παραπάνω διαπίστωσης. Γιατί αυτό που βιώνουμε στη χώρα για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά είναι η επικράτηση του ενός κόμματος εξουσίας,έναντι επτά μικρών και μη κυβερνητικών. Κάποιοι μου υποδεικνύουν να λάβω υπόψιν το 54% της ΝΔ στις εκλογές του 1974. Τους απαντώ πως δεν έχουν δίκιο, διότι τότε η Ένωση Κέντρου είχε πάρει 25% και το ΠΑΣΟΚ 13% υπό την ηγεσία μάλιστα του Ανδρέα Παπανδρέου, που σε λίγα χρόνια έγινε Πρωθυπουργός.
Οτιδήποτε καινοφανές πολιτικά μένει να δοκιμαστεί, για να φανεί εάν συμφέρει ή όχι τον τόπο. Στην παρούσα περίπτωση αυτό το απολύτως πρωτότυπο σχήμα στο ελληνικό πολιτικό φάσμα δημιουργεί δύο τετελεσμένα και ένα ερωτηματικό. Συνηθίζω να λέω ότι είμαι πολιτικός θέσεων. Ανατρέχοντας στις πρόσφατες δημόσιες τοποθετήσεις μου σχετικά με το ζήτημα των συσχετισμών του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, αυτό ευτυχώς επιβεβαιώνεται.
Τα σημερινά δεδομένα είναι ότι υπάρχει ένα πανίσχυρο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, συν επτά κόμματα, το μεγαλύτερο των οποίων δεν ξεπέρασε το 18%. Αυτό που λέμε double score και κάτι παραπάνω. Τα τετελεσμένα που δημιουργεί αυτή η συνθήκη είναι ήδη προφανή. Πχ στελέχη από διάφορα κόμματα, αναζητούνισχυρούς σχηματισμούς, που μπορούν να ασκήσουν εξουσία είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή είτε στην αυτοδιοίκηση καιμοιραία οδηγούνται στην πολιτική μετοικεσία. Όταν διεκδίκησα την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ ένα από τα βασικά προτάγματα της διακήρυξής μου ήταν ότι «οι σοσιαλδημοκράτες ιδρύουν κόμματα για να κυβερνούν. Το ΠΑΣΟΚ του 21ου αιώνα» έλεγα τότε «θα γίνει ένα τέτοιο κόμμα. Δεν χωράμε στο κουστούμι του κομπάρσου» (Carvavel, 3 Νοεμβρίου 2021). Αυτή μου η θέση δεν αλλάζει. Είναι δομική σε ό,τι αφορά την αξία και την ουσία της πολιτικής. Επισημαίνω και πάλι, ότι σκοπός του πολιτεύεσθαι είναι να αποφασίζεις και να εφαρμόζεις, να κυβερνάς δηλαδή και όχι να πετάς πέτρες, ενίοτε σε αλεξίσφαιρα τζάμια. Αυτό είναι το πρώτο τετελεσμένο που δημιουργεί η συνθήκη του ενός κόμματος και των επτά μικρών μη κυβερνητικών κομμάτων. Το δεύτερο τετελεσμένο είναι η ομογενοποίηση των φωνών της αντιπολίτευσης. Έγραφα στο Βήμα της Κυριακής 2 Απριλίου ότι «είναι δυστυχώς έντονο το φαινόμενο της ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Πολλές φορές όταν ακούς έναν βουλευτήχωρίς να τον βλέπεις, δεν είσαι βέβαιος σε ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης ανήκει. Αυτή η ηγεμονία βλάπτει την πατρίδα και πρέπει πολιτικά να περιοριστεί ή και να εξαλειφθεί». Μπορεί σήμερα η ηγεμονία αυτή του ΣΥΡΙΖΑ να εξαλείφθηκε, αλλά δεν φαίνεται ότι μπορεί να αντικατασταθεί.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα: κινδυνεύει η Δημοκρατία από την παντοδυναμία ενός και μόνο κόμματος; Για την κατάστασηαυτή προφανώς ευθύνονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το κυβερνών κόμμα όμως καθώς και ο πρωθυπουργός χρεώνονται τα περισσότερα βάρη. Στο κάτω κάτω όταν υπάρχει ένακυβερνητικό κόμμα και επτά μικρά, αυτό το ένα έχει διπλή υποχρέωση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Γιατί μπορεί «ο δυνατός να είναι πιο δυνατός όταν είναι μόνος» αλλά «όταν αγαπάς την ευθύνη, λες εσύ μονάχος σου θα σώσεις τον κόσμο. Γιατί αν χαθεί, εσύ θα φταις».