Άρθρο του Γιάννη Αμανατίδη για τις τουρκικές εκλογές

Οι τούρκοι πολίτες θα κληθούν να αποφασίσουν για το μέλλον τους, εγκρίνοντας τη συνέχιση της εποχής του πολιτικού Ισλάμ ή την επιστροφή στον Κεμαλισμό.

Τουλάχιστον τα στοιχεία τώρα είναι πιο ξεκάθαρα και πάνω-κάτω ξέρουμε τον νικητή των εκλογών.

Η έκπληξη ήταν μεγάλη για τους δημοσκόπους της γειτονικής χώρας μιας και είχαν αποφανθεί πως νικητής – και μάλιστα από τον πρώτο γύρο – θα είναι ο ηγέτης της ενωμένης αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Όμως, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν και σε διάφορα μέρη, ανά τον κόσμο, οι χαοτικές επιστήμες της στατιστικής και των δημοσκοπήσεων, έπεσαν έξω.

Οι λόγοι είναι σχετικά απλοί, αλλά και κρίσιμοι.

Καταρχήν, υποτίμησαν την διείσδυση του Ταγίπ Ερντογάν στα φτωχά σώματα της κοινωνίας και τους θρησκευόμενους και κυρίως υποτίμησαν το «σύστημα Ερντογάν», το οποίο μέρα με τη μέρα, επί είκοσι χρόνια έχτιζε ο ίδιος «εξαφανίζοντας» όχι μόνο το παρακράτος της «κεμαλικής παρακαταθήκης» αλλά και όλους όσους είχαν αντίθετη γνώμη.

Ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου του 2016, ο Τούρκος πρόεδρος προχώρησε σε κανονικό πογκρόμ εκδιώξεων και διώξεων απέναντι σε εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους της κεμαλικής αστικής ελίτ, δίνοντας τις θέσεις τους κατά κύριο λόγο στην δική του «ελίτ», που προερχόταν από την βαθιά Τουρκία, πέρα από τους κάμπους της Σμύρνης.

Και εδώ είναι το μεγάλο παιχνίδι της ιστορίας. Εκατό χρόνια πριν, ο αιώνια πνευματικός και ηθικός αντίπαλος του Ερντογάν, Μουσταφά Κεμάλ, είχε δράσει με τον ίδιο τρόπο, απευθυνόμενος προς την τουρκική αγροτιά και τους «ξεχασμένους της Ανατολίας» για να κερδίσει την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους της μάζας των τούρκων πολιτών.

Ύστερα, είναι και το θέμα του ηγέτη της ενωμένης αντιπολίτευσης, του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Για την πλειοψηφία των τούρκων πολιτών, ο εν λόγω πολιτικός «δεν κάνει», τον θεωρούν εξαιρετικά χαμηλών τόνων και επικίνδυνα άπειρο, σε μια εποχή που η Τουρκία βρίσκεται κοντά, στα κέντρα αλλαγής των παγκοσμίων ισορροπιών.

Αυτή η έλλειψη εμπειρίας, φοβούνται οι τούρκοι πολίτες, πως θα προκαλέσει πολλά περισσότερα προβλήματα από αυτά που αντιμετωπίζουν τώρα. Και θα ρίξει την χώρα προς τον γκρεμό. Μάλιστα αυτή του η νηφαλιότητα στον τρόπο έκφρασης και τις αντιδράσεις του, του έχουν δώσει και το προσωνύμιο «Γκάντι».

Φυσικά έπαιξαν το ρόλο τους και τα υπό προεδρικό έλεγχο μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά δεν ήταν η επήρεια τους, η πιο καθοριστική.

Επίσης, αν και με την Δύση οι σχέσεις του Ταγίπ Ερντογάν είναι «παγωμένες», ο ερχομός του Κιλιτσντάρογλου θα ήταν «αγκάθι στο πόδι» την πιο κρίσιμη στιγμή. Ιδιαίτερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Έτσι, με τον δικό τους τρόπο, μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη «έσπρωξαν» την υποψηφιότητα Ερντογάν. Και αυτό γιατί, τόσο στις Βρυξέλλες όσο και σε άλλες πρωτεύουσες της ΕΕ, είχε αυξηθεί η ανησυχία ότι η προεδρία του Κιλιτσντάρογλου θα επιχειρούσε να επαναπροσδιορίσει και να προωθήσει ποιοτικά τη σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ.

Ο χρόνος της νίκης και της επαναφοράς του Κιλιτσντάρογλου θα ήταν απίστευτα άβολος για την ΕΕ, τη στιγμή, που οι πρωτεύουσες του σκληρού πυρήνα της Ένωσης, αρχίζουν να συζητούν νηφάλια και να αφομοιώνουν τις βαθιές επιπτώσεις της επερχόμενης ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ.

Εν κατακλείδι, οι περισσότεροι είδαν το δέντρο αλλά όχι το δάσος. Υποτίμησαν τον Ταγίπ Ερντογάν και θεώρησαν ότι το τέλος της παντοκρατορίας του ήταν κοντά.

Όμως, εκτίμησαν λάθος και δεν υπολόγισαν –προκλητικά- ότι ο Ερντογάν είναι για την παγκόσμια κοινότητα «ο διάβολος που ξέρουν» και για την πλειοψηφία του τουρκικού λαού ο μοναδικός έμπειρος καπετάνιος, στον οποίο μπορούν να εμπιστευτούν τον έλεγχο του πλοίου, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα των παγκόσμιων αλλαγών.

*Το άρθρο του βουλευτή Α΄ Θεσσαλονίκης και πρώην υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Αμανατίδη, δημοσιεύθηκε σήμερα, στο «Παρόν της Κυριακής».

Exit mobile version