“Η Αντίσταση με έκανε αυτό που είμαι” δήλωσε η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Νίκο Χατζηνικολάου και στο “Ενώπιος Ενωπίω”.
” Στο σχολείο που ήμουν, στο 4ο Γυμνάσιο Θηλέων, οι Ιταλοί αμέσως το πήραν και το έκαναν νομίζω νοσοκομείο, ήταν μια καθηγήτρια και μου λέει, άκου, θα κάνουμε μία ομάδα αντίστασης με κάποια παιδιά αν θες να είσαι μέσα. Εγώ πρώτη και καλύτερη. Λεγόμασταν “Σπίθα”. Μου έδιναν τα κρυφά φυλλάδια για να τα πάω σε διάφορα μέρη. Είδα ότι ήταν υπέρ του Βασιλιά, έξω φρενών εγώ, από οικογένεια Βενιζελική, λέω ποιον βασιλιά; Και έφυγα από τον Σπίθα” περιέγραψε.
“Όταν ακούω ότι 25 παιδιά είναι πολλά σε μια τάξη, εμείς ήμασταν 100 παιδιά στην τάξη” σημείωσε. “Στις 28 Φεβρυαρίου του 1943 στο Α Νεκροταφείο, είναι η κηδεία του Παλαμά, θα σας την περιγράψω γιατί ήμουν εκεί. Δεν χωρούσαμε όλοι στον μικρό ναό, αλλά ας λένε ότι ήταν κόσμος και κοσμάκις. Ψέματα. Σχεδόν όλοι. Στο φέρετρο μπροστά ο Σικελιανός, αρχίζουμε όλοι και τραγουδάμε τον Εθνικό Ύμνο. Βγαίνοντας έξω έρχεται ο γερμανός κυβερνήτης της Αθήνας με ένα δάφνινο στεφάνι. Το ρίχνει πάνω στον τάφο του Παλαμά και αμέσως όλοι ορμάμε πάνω στο δάφνινο στεφάνι και το κάνουμε φύλλο και φτερό. Ο δε Εθνικός Ύμνος που τραγουδήσαμε ακούστηκε μέχρι την Γούβα. Και ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε Εθνικός Ύμνος από την Γερμανική Κατοχή” συνέχισε.
“Όσον αφορά τα ΕΠΟΝίτικα, θα σας πω ένα πράγμα μόνον, δεν κοιμήθηκα σπίτι μου από 14 χρονών σχεδόν, για να μην με πιάσουν. Όλα μου τα αδέλφια μου ήταν οργανωμένα. Κανένας κομμουνιστής. Εγώ ΕΠΟΝιτάκη τότε, το ψευδώνυμό μου ήταν “Νίκη”. Ο Πασαλάρης είχε το ψευδώνυμο “Αλέξης” και ήταν ο δεύτερός μου έρωτας. Όταν γύρναγα σπίτι μου, η μάνα μου ήξερε ότι έχει διαδήλωση. Γιατί ήξερε ότι θέλω να πλυθώ για να μην με βρουν σκοτωμένη, λερωμένη. Κάθε φορά που είχε διαδήλωση πήγαινα σπίτι. Όταν τον Οκτώβριο ελευθερώνεται η Αθήνα, είχαμε κάθε ημέρα διαδήλωση με σημαίες, χαρές κτλ. Εγώ κατάλαβα ότι η Αθήνα ελευθερώθηκε όταν το βράδυ, 12 Οκτωβρίου κατέβηκα κάτω, και όλη η Αθήνα μύριζε εγγλέζικο καπνό” ανέφερε η κ. Αρβελέρ.
“Κατά τύχη γλίτωσα, είχα αφήσει την τσάντα μου σε ένα περβάζι ενός παραθύρου και όταν πήγα να την πάρω ήταν τρυπημένη από σφαίρα. Οι ελεύθεροι σκοπευτές και από εδώ και από εκεί έριχναν και όποιον πιάσει η σφαίρα. Πριν αρχίσουν τα Δεκεμβριανά ήταν η μεγάλη διαδήλωση και κατέβαιναν στην πλατεία Συντάγματος. Ήμουν στη Μεγάλη Βρετάνια και βγαίνει ένας Εγγλέζος αξιωματικός. Στη Βουλή ήταν οι αστυνομικοί. Τον έπιασα και του είπα ότι οι ίδιοι ήταν και με τους Γερμανούς και με εσάς. Και μου είπε ναι το ξέρω και έφυγε. Φεύγω λοιπόν με τον Πασαλάρη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Μάνος ήταν γείτονας. Είχα γράψει ένα ορατόριο, ‘δεν είμαστε σκλάβοι, δεν είμαστε δούλοι, η καρδιά μας στα στήθη ελεύθερη κτυπά’. Αυτό το ορατόριο έκανε τον Μάνο να είναι φίλος με την Άννα Συνοδινού και με τον Νίκο Συνοδινό, τον αδελφό της Άννας. Η Άννα έχει ωραιότατες κοτσίδες, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα η Άννα. Πρέπει να σου πω ότι κάποια στιγμή είχαμε και τον ίδιο έρωτα με την Άννα… Προτίμησε την Άννα βέβαια. Η Άννα με την μεγάλη της κοτσίδα, είχε και το όπλο μαζί. Εγώ δεν κράτησα ποτέ όπλο. Όταν με έπιασαν οι ταγματασφαλίτες, με συνέλαβαν, με πρόδωσε ένας φίλος. Φτάναμε στο βουνό και γλίστραγε, πρέπει να φύγαμε Χριστούγεννα πάνω κάτω. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε μια μεγάλη κουβέρτα, ο “Αλέξης” (Χρήστος Πασαλάρης) με πήρε στα χέρια για να μην γλιστρήσω. Μετά βρεθήκαμε με τα πόδια στην Κυψέλη, όπου γνωρίζω τον Γιάννη Ξενάκη. Στην Κυψέλη έκανα την πρώτη μου κλεψιά. Έκλεψα Καβάφη, μας έβαλαν σε ένα σπίτι δοσιλόγου. Κοίταζα τα βιβλία και είχε έναν Καβάφη και λέω αυτόν τον έκλεψα. Στην Κυψέλη έζησα και το πιο τραγικό πράγμα, θυμάμαι ότι έρχεται η μάνα ενός παιδιού και με παρακάλεσε να πω δυο καλά λόγια. Φεύγοντας από εκεί, έφυγε και ο Μάνος. Αλλά ο Μάνος όταν έφτασε στο Σχηματάρι δεν άντεξε και έφυγε. Εγώ πήγαινα βήμα βήμα με δυο τσαγκάρηδες, οι οποίοι ήταν τροτσκίστες. Αυτοί έφευγαν γιατί φοβόντουσαν τους κομμουνιστές παρά τους Άγγλους. Προς τη Θήβα περνούσε ένα αυτοκίνητο, και μου λέει βρε κοπελιά δεν ανεβαίνει επάνω. Το αυτοκίνητο ήταν γεμάτο με τα ρούχα της Ντιριντάουα” συμπλήρωσε. “Γίνεται η Βάρκιζα και λέω τώρα μπορώ να κατέβω, εδώ είναι η μεγάλη ιστορία. Όταν έφτασα σπίτι, μου λέει η μάνα μου δεν μπορείς να κάτσεις εδώ, γιατί έρχονται και σε ζητάνε κάθε 10 ημέρες. Πήγα στο σπίτι του γαμπρού μας γιατί εκεί τους είχαν πιάσει όλους” τόνισε. “Όταν με έπιασαν οι Γερμανοί, Έλληνες δηλαδή με έπιασαν, οι Χίτες του Παπαγεωργίου, κατεβήκαμε και δίναμε εξετάσεις για να πάρω το απολυτήριο. Ευτυχώς με έπιασαν όταν είχα γράψει και όχι πριν, οπότε με πήγαν στο Γουδί, αλλά είχα γράψει καλά και πήρα το πτυχίο. Βρήκα έναν φίλο εκεί, με τον οποίον είχαμε πάει μαζί να ακούσουμε την Κάλλας στο Ηρώδειο, και αυτός ο κύριος ήταν αυτός που πρόδωσε ένα σωρό ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και εμένα. Αυτός ήταν. Όταν με έπιασαν μου έδωσαν να πιω μπύρα, πράγμα που με έκανε να μην ξαναπιώ μπύρα ποτέ. Και λένε άντε φύγε. Με άφησαν στο Παγκράτι και ήμουν σίγουρη ότι θα τραβήξουν από πίσω και θα με εκτελέσουν. Με μεγάλη περηφάνια, όρθια κατέβηκα” συμπλήρωσε.