Επιβεβαιώνεται ότι για ακόμη μία χρονιά η Θεσσαλονίκη κατέχει τα σκήπτρα της πιο ρυπασμένης πόλης στη χώρα. Μάλιστα στον σταθμό μέτρησης της Αγίας Σοφίας καταγράφηκαν 63 υπερβάσεις για τα δολοφονικά μικροσωματίδια PM10 και η μεγαλύτερη μέση ετήσια τιμή για το βενζόλιο.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Ποιότητας της Ατμοσφαίρας 2022 του Υπουργείου Περιβάλλοντος, ο σταθμός μέτρησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης της «Αγίας Σοφίας» έχει τις περισσότερες υπερβάσεις της οριακής τιμής για τα μικροσωματίδια PM10 (η μέση ημερήσια τιμή δεν πρέπει να υπερβαίνει περισσότερο από 35 φορές τον χρόνο τα 50 μg/m3). Ακολουθούν οι σταθμοί μέτρησης «Πειραιώς» και «Αριστοτέλους» στην Αθήνα, με 62 υπερβάσεις, ενώ στην πρώτη πεντάδα βρίσκονται και οι σταθμοί του «Κορδελιού» στη Θεσσαλονίκη και μετά του «Βόλου», με 53 υπερβάσεις.
Επιπλέον, στον σταθμό μέτρησης της «Αγίας Σοφίας» καταγράφηκε η μεγαλύτερη μέση ετήσια τιμή για το βενζόλιο με 4,9 μg/m3, οριακά χαμηλότερη από τη μέγιστη επιτρεπόμενη των 5,0 μg/m3.
«Όπως αποδείχτηκε επιστημονικά, η θνησιμότητα από καρδιοαναπνευστικά αίτια είναι υψηλή στη Θεσσαλονίκη», δηλώνει ο δημοτικός σύμβουλος της Οικολογίας Αλληλεγγύης, Μιχάλης Τρεμόπουλος. «Το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ημέρες χωρίς να καταγράφονται οι ρύποι, οδηγεί σε σκέψεις για πιθανές μεθοδεύσεις ώστε να μένουν οι συνολικές ετήσιες τιμές των ρύπων χαμηλά. Είναι γνωστή η καταδίκη της Ελλάδας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στη Θεσσαλονίκη, γιατί υπερέβη συστηματικά την ημερήσια οριακή τιμή για τα σωματίδια PM10 και δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα από το 2005 έως και το 2012, το 2014 και από το 2017 έως και το 2019. Γι’ αυτό και η κοπή χιλιάδων δέντρων και το καταστροφικό κλάδεμα από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και άλλους υποσκάπτει την ποιότητα ζωής όλων. Μας στερούν την ανάσα μας».
Σύμφωνα και με τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Κ. Μακεδονίας 2021-2027, η ατμοσφαιρική ρύπανση αξιολογείται ως ένα από τα σοβαρότερα περιβαλλοντικά προβλήματα της Περιφέρειας ενώ η Μητροπολιτική Περιοχή Θεσσαλονίκης είναι 2η στην Ελλάδα για τα NO2 (κατεξοχήν ρύπος που συνδέεται με την οδική κυκλοφορία). Στη Μητροπολιτική Περιοχή Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να αποφευχθούν ως και 1.153 θάνατοι ετησίως (778 λόγω PM2.5 και 375 λόγω NO2) με αίτιο τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, αν η ποιότητα αέρα ήταν στα επίπεδα της «καθαρότερης» ευρωπαϊκής πόλης, 1.007 (719 λόγω PM2.5 και 288 λόγω NO2) αν υπάρξει συμμόρφωση με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) 2021 και 490 (488 λόγω PM2.5 και 2 λόγω NO2) αν υπάρξει συμμόρφωση με τις συστάσεις του Π.Ο.Υ. 2005 (πίνακας 11 ΣΜΠΕ ΠΕΠΚΜ 2021-2027).
Η συσχέτιση της ημερήσιας θνησιμότητας και έκθεσης σε ρύπους ήταν και το θέμα μελέτης του ΑΠΘ, που τονίζει στα αποτελέσματά της: «Ενώ υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία σχετικά με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην ανθρώπινη υγεία, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης, στην Ελλάδα, δεν έχει μελετηθεί σημαντικά, παρά το γεγονός ότι είναι μια πόλη με σημαντικά υποβαθμισμένη ποιότητα του αέρα. Διερευνώντας τη σχέση μεταξύ της βραχυπρόθεσμης έκθεσης σε ατμοσφαιρικούς ρύπους και της θνησιμότητας που σχετίζεται με την αιτία, η παρούσα μελέτη προσφέρει απόδειξη θετικής συσχέτισης μεταξύ της ημερήσιας θνησιμότητας από φυσικά και καρδιοαναπνευστικά αίτια και της έκθεσης σε PM10 και O3. Ωστόσο, δεν εντοπίστηκαν συνδέσεις μεταξύ αυτών των ρύπων και της εγκεφαλοαγγειακής θνησιμότητας. Η μελέτη δείχνει ότι ο ηλικιωμένος πληθυσμός είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στις επιπτώσεις των ΑΣ10 και του Ο3. Για να συμβάλει περαιτέρω στη γνώση που σχετίζεται με τη χάραξη πολιτικής για ένα βιώσιμο περιβάλλον για τον άνθρωπο, η μελέτη ποσοτικοποίησε τα οφέλη για την υγεία που προέκυψαν από δύο σενάρια μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και διαπίστωσε σημαντική μείωση της συνολικής υπερβολικής θνησιμότητας. Τα αντίστοιχα αποτελέσματα καταδεικνύουν σημαντικές μειώσεις στη θνησιμότητα που σχετίζεται με την ποιότητα του αέρα, υπογραμμίζοντας τη σημασία των κατάλληλων ενεργειών πολιτικής προστασίας που βασίζονται στην επιστημονική τεχνογνωσία προσαρμοσμένη στους τοπικούς πληθυσμούς για την ανάπτυξη κατάλληλων σχεδίων υγείας και ποιότητας του αέρα».
Να σημειωθεί ότι το Εθνικό Πρόγραμμα Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης 2020-2029 θέτει συγκεκριμένους στόχους μείωσης των εκπομπών SO2, NOx, VOC (εκτός του μεθανίου), ΝΗ3 και PM2.5 σε σχέση με τα επίπεδα ρύπανσης του 2005 ως εξής:
· Για την περίοδο 2020-2029: το SΟ2 74%, τα NOx 31%, τα VOC 54%, το NH3 7% και τα PM2.5 35%.
· Για την περίοδο 2030+: το SΟ2 88%, τα NOx 55%, τα VOC 62%, το NH3 10% και τα PM2.5 50%.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης αλλά και οι υπόλοιποι Δυτικοί Δήμοι, που αναζητούν χρόνια τώρα τη «δυσοσμία» και δεν τη βρίσκουν, οφείλουν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις πολιτών και θεσμών.