Μεγαλώνοντας με τον αυτισμό, η Τεμπλ Γκράντιν είχε πολλά εμπόδια να υπερβεί στη ζωή της, αλλά στο τέλος του λυκείου είχε κατορθώσει να μεταμορφώσει τον εαυτό της –μέσω της δυνατής επιθυμίας και της πειθαρχίας της– σε μια χαρισματική μαθήτρια με πολλές προοπτικές στις επιστήμες.
Καταλάβαινε ότι η μεγαλύτερη αδυναμία της ήταν στις κοινωνικές σχέσεις. Με τα ζώα είχε μια σχεδόν τηλεπαθητική ικανότητα να διαβάζει τη διάθεσή τους και τις επιθυμίες τους, αλλά με τους ανθρώπους συνέβαινε το αντίθετο. Οι άνθρωποι ήταν μπελάς γι’ αυτή· συχνά έμοιαζαν να επικοινωνούν μεταξύ τους με ανεπαίσθητα, μη γλωσσικά στοιχεία – παραδείγματος χάριν, στις παρέες υπήρχαν μοτίβα γέλιου που ακολουθούσαν έναν διαπροσωπικό ρυθμό τον οποίο η Γκράντιν δεν μπορούσε να παρακολουθήσει. Ένιωθε σαν να ήταν εξωγήινη και παρακολουθούσε αυτά τα παράξενα πλάσματα να αλληλεπιδρούν.
Της φαινόταν ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για την αμηχανία που την καταλάμβανε με τους ανθρώπους. Μπορούσε όμως να ελέγξει τη δική της δουλειά. Αποφάσισε ότι θα γινόταν τόσο αποτελεσματική στην όποια δουλειά αναλάμβανε, ώστε τα κοινωνικά μειονεκτήματά της δεν θα είχαν σημασία. Όταν όμως αποφοίτησε από το κολέγιο με πτυχίο στη συμπεριφορά των ζώων και μπήκε στον κόσμο της εργασίας ως σύμβουλος στον σχεδιασμό κτηνοτροφικών μονάδων και βουστασίων, συνειδητοποίησε, μετά από μια σειρά λαθών που έκανε, πως αυτό δεν ήταν καθόλου ρεαλιστικό.
Σε μια περίπτωση, η Γκράντιν είχε προσληφθεί από τον διευθυντή μιας μονάδας για να βελτιώσει τον γενικό σχεδιασμό της. Έκανε εξαιρετική δουλειά, αλλά σε λίγο πρόσεξε ότι ο μηχανισμός πάθαινε συνεχώς βλάβες, σαν να υπήρχε κάποιο σφάλμα στον σχεδιασμό που είχε κάνει. Ήξερε ότι οι βλάβες δεν μπορεί να οφείλονταν σε λάθη στη δουλειά της και μετά από λίγη έρευνα διαπίστωσε ότι ο μηχανισμός είχε προβλήματα μόνο όταν ήταν στην αίθουσα ένας συγκεκριμένος άνθρωπος. Το μόνο δυνατό συμπέρασμα ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός σαμποτάριζε τον εξοπλισμό για να φανεί ότι η Γκράντιν είχε κάνει κακή δουλειά. Δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό – γιατί άραγε ο άνθρωπος δούλευε εσκεμμένα σε βάρος των συμφερόντων της εταιρείας που τον είχε προσλάβει; Δεν ήταν ένα πρόβλημα σχεδιασμού που μπορούσε να το λύσει διανοητικά. Απλώς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να παρατήσει τη δουλειά της.
Σε μια άλλη περίπτωση, ο μηχανολόγος-μηχανικός ενός εργοστασίου την είχε προσλάβει για να διορθώσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά μετά από λίγες εβδομάδες στη δουλειά η Γκράντιν πρόσεξε ότι υπήρχαν άλλα τμήματα του εργοστασίου που ήταν κακοσχεδιασμένα και ολοφάνερα επικίνδυνα. Έγραψε στον πρόεδρο της εταιρείας για να το επισημάνει. Ο τόνος της στο γράμμα ήταν κάπως απότομος, αλλά είχε ενοχληθεί που οι άνθρωποι ήταν τόσο τυφλοί σ’ αυτά τα σχεδιαστικά ζητήματα. Λίγες μέρες μετά, απολύθηκε. Παρόλο που δεν δόθηκε καμία εξήγηση, ήταν προφανές ότι ο λόγος πρέπει να ήταν το γράμμα της στον πρόεδρο.
Καθώς συλλογιζόταν αυτά και άλλα παρόμοια περιστατικά που είχαν στιγματίσει την καριέρα της, ένιωθε ότι η πηγή του προβλήματος πρέπει να ήταν η ίδια. Ήξερε εδώ και χρόνια ότι συχνά έκανε πράγματα που οι άνθρωποι τα έπαιρναν στραβά και ότι την απέφευγαν γι’ αυτόν τον λόγο. Στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να ζήσει τη ζωή της αγνοώντας αυτή την οδυνηρή πραγματικότητα, όμως τώρα οι κοινωνικές ανεπάρκειές της απειλούσαν την ικανότητά της να κερδίζει τα προς το ζην.
Από τότε που ήταν παιδί, η Γκράντιν είχε την αλλόκοτη ικανότητα να βλέπει τον εαυτό της από έξω, σαν να έβλεπε έναν άλλο άνθρωπο. Ήταν μια αίσθηση που ερχόταν και χανόταν, αλλά ως ενήλικη συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το χάρισμα για πρακτικούς σκοπούς και να δει τα παλιά λάθη της σαν να έβλεπε ένα άλλο πρόσωπο εν δράσει.
Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση του άντρα που είχε σαμποτάρει τον μηχανισμό, η Γκράντιν θυμόταν καθαρά ότι είχε μιλήσει ελάχιστα μαζί του και με τους άλλους μηχανικούς και ότι είχε φροντίσει πολύ επιδεικτικά να κάνει τα πάντα μόνη της. Έβλεπε με τον νου της τις συσκέψεις στις οποίες είχε παρουσιάσει τις σχεδιαστικές ιδέες της με αυστηρή λογική και δεν είχε δώσει περιθώριο για συζήτηση. Στην περίπτωση της επιστολής προς τον πρόεδρο, θυμόταν ότι είχε κριτικάρει ωμά ανθρώπους μπροστά στους συναδέλφους τους και δεν είχε προσπαθήσει καθόλου να μιλήσει με τον άνθρωπο που την είχε προσλάβει. Βλέποντας στον νου της αυτές τις στιγμές με τόση διαύγεια, κατάλαβε τελικά το πρόβλημα – έκανε τους συναδέλφους της να νιώθουν ανασφαλείς, άχρηστοι και κατώτεροι. Είχε πληγώσει τον αντρικό εγωισμό τους και είχε πληρώσει το τίμημα.
Το γεγονός ότι συνειδητοποιούσε τι είχε πάει στραβά δεν πήγαζε από την ενσυναίσθηση, όπως θα μπορούσε να είχε συμβεί με άλλους ανθρώπους – ήταν μια διανοητική άσκηση, σαν να έλυνε έναν γρίφο ή ένα σχεδιαστικό πρόβλημα. Επειδή όμως τα συναισθήματά της δεν εμπλέκονταν σε βάθος, ήταν πιο εύκολο να περάσει αυτή τη διαδικασία και να κάνει τις αναγκαίες διορθώσεις. Στο μέλλον θα συζητούσε τις ιδέες της με τους μηχανικούς, θα φρόντιζε να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανάμειξη στη δουλειά της και ποτέ δεν θα επέκρινε ευθέως τους ανθρώπους για οτιδήποτε. Θα το εφάρμοζε αυτό σε όλες τις επόμενες δουλειές της μέχρι να της γίνει δεύτερη φύση.
Σιγά σιγά, αναπτύσσοντας την κοινωνική νοημοσύνη της με τον δικό της τρόπο, η Γκράντιν εξομάλυνε αρκετά την αδέξια συμπεριφορά της και η καριέρα της άνθησε. Στη δεκαετία του 1990, καθώς γινόταν διάσημη, την προσκαλούσαν όλο και πιο συχνά να κάνει ομιλίες – αρχικά για τις εμπειρίες της ως επαγγελματίας που είχε υπερβεί τον αυτισμό και αργότερα ως ειδική στη συμπεριφορά των ζώων.
Κάνοντας αυτές τις ομιλίες, φανταζόταν ότι είχαν πάει αρκετά καλά. Ήταν γεμάτες πληροφορίες και είχε τα κατάλληλα σλάιντς για να επεξηγήσει τις ιδέες της. Αλλά μετά από μερικές τέτοιες διαλέξεις τής έδωσαν την αξιολόγηση του κοινού, και αυτό που διάβασε ήταν σοκαριστικό. Οι άνθρωποι παραπονούνταν ότι η Γκράντιν δεν τους κοίταζε στα μάτια, διάβαζε μηχανικά την ομιλία της από τις σημειώσεις της και δεν αλληλεπιδρούσε με το ακροατήριο, σε σημείο που γινόταν αγενής. Το κοινό είχε την εντύπωση ότι απλώς επαναλάμβανε συνεχώς την ίδια ομιλία, με τα ίδια σλάιντς, σαν να ήταν μηχανή.
Παραδόξως, τίποτε από αυτά δεν την ενόχλησε. Για την ακρίβεια, η ιδέα των αξιολογήσεων την ενθουσίαζε. Της έδιναν μια σαφή και ρεαλιστική εικόνα του εαυτού της όπως τον έβλεπαν οι άλλοι, κι αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να διορθωθεί. Ακολούθησε αυτή τη διαδικασία με μεγάλο ζήλο, αποφασισμένη να μεταμορφωθεί σε επιδέξια ομιλήτρια. Καθώς έρχονταν κι άλλες αξιολογήσεις, τις μελετούσε σε βάθος, ψάχνοντας για μοτίβα και κριτικές που να έχουν νόημα. Δουλεύοντας με βάση την ανταπόκριση του κοινού, δίδαξε τον εαυτό της να παρεμβάλλει στις ομιλίες της χαριτωμένες ιστορίες, ακόμα και αστεία, και να κάνει τα σλάιντς της λιγότερο λογικά και άψογα. Μείωσε τη διάρκεια των ομιλιών της, εκπαίδευσε τον εαυτό της να μιλάει χωρίς σημειώσεις και φρόντιζε να δέχεται όσες ερωτήσεις ήθελε να κάνει το κοινό στο τέλος.
Εκείνοι που είχαν δει τις αρχικές προσπάθειές της και στη συνέχεια παρακολούθησαν τις διαλέξεις της χρόνια μετά δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Τώρα ήταν μια ομιλήτρια που τους παρέσερνε και τους ψυχαγωγούσε, που ήταν από τους καλύτερους στο να τραβά την προσοχή του ακροατηρίου. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πώς είχε συμβεί αυτό, κάτι που έκανε τη μεταμόρφωσή της ακόμα πιο θαυματουργή.
Η ικανότητα να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως είναι
Σχεδόν όλοι μας έχουμε κάποιου τύπου κοινωνικά ελαττώματα, που κυμαίνονται από τα σχετικά ακίνδυνα μέχρι εκείνα που μπορούν να μας βάλουν σε μπελάδες. Ίσως μιλάμε πολύ, ή είμαστε υπερβολικά ειλικρινείς όταν κριτικάρουμε τους άλλους, ή προσβαλλόμαστε εύκολα όταν οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται θετικά στις ιδέες μας. Αν επαναλαμβάνουμε αρκετά συχνά αυτή τη συμπεριφορά, πιθανόν να προσβάλλουμε ανθρώπους χωρίς να ξέρουμε καν το γιατί. Υπάρχουν δύο λόγοι: πρώτον, διακρίνουμε πολύ γρήγορα τα λάθη και τα ελαττώματα των άλλων, σε ό,τι μας αφορά, όμως, συνήθως είμαστε πολύ συναισθηματικοί και ανασφαλείς για να δούμε ευθέως τα δικά μας. Δεύτερον, οι άνθρωποι σπανίως μας λένε την αλήθεια γι’ αυτό που κάνουμε λάθος. Φοβούνται να προκαλέσουν συγκρούσεις ή να θεωρηθούν κακεντρεχείς. Κι έτσι, είναι δύσκολο για μας να αντιληφθούμε τα ελαττώματά μας, πόσο μάλλον να τα διορθώσουμε.
Καλύτερο είναι να αρχίσουμε με γεγονότα που συνέβησαν πριν από αρκετούς μήνες, κι έτσι δεν είναι τόσο φορτισμένα συναισθηματικά. Αναλύοντας αυτά τα συμβάντα, πρέπει να εστιάσουμε στο τι κάναμε εμείς που είτε ενεργοποίησε είτε επιδείνωσε τη δυναμική. Βλέποντας αρκετά τέτοια περιστατικά, ίσως διακρίνουμε ένα μοτίβο που δείχνει ένα συγκεκριμένο ελάττωμα στον χαρακτήρα μας. Βλέποντας αυτά τα γεγονότα από τη σκοπιά των άλλων ανθρώπων που είχαν αναμειχθεί, ίσως χαλαρώσουμε την αρπάγη που έχουν τα συναισθήματά μας στην εικόνα μας για τον εαυτό μας και καταλάβουμε τον ρόλο που παίζουμε στα σφάλματά μας.
Μπορούμε επίσης να ζητήσουμε γνώμες για τη συμπεριφορά μας από αυτούς που εμπιστευόμαστε, αφού φροντίσουμε πρώτα να τους διαβεβαιώσουμε ότι θέλουμε την κριτική τους. Σιγά σιγά, με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να αναπτύξουμε όλο και μεγαλύτερη αποστασιοποίηση, κάτι που θα μας αποφέρει το άλλο μισό της κοινωνικής νοημοσύνης – την ικανότητα να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είμαστε.
* To απόσπασμα είναι από την Υπεροχή του Robert Greene. Δείτε την ομιλία της Τεμπλ Γκράντιν.