‘Aρθρο του
Ι. Πήτα Καθηγητή Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ, Προέδρου της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA)
Μέρος 1: οΚόσμος
Ζούμε σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος. Κολυμπάμε σε έναν ωκεανό δεδομένων (και πληροφορίας) που αυξάνονται με εκθετικό ρυθμό. Καλούμαστε όχι απλώς να επιβιώσουμε, αλλά και να προοδεύσουμε στον κόσμο αυτό. Όμως η απαιτούμενη γνώση αυξάνεται μόνον γραμμικά. Και η παραγωγή και η μετάδοση της γνώσης στους άλλους ή στις επόμενες γενιές γίνονται, εν πολλοίς, ‘χειροκίνητα’, μέσω της εκπαίδευσης. Πως μπορεί να ανταπεξέλθει η ανθρωπότητα σε τέτοιες συνθήκες; Η εκθετική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού θα ήταν μια λύση: δυστυχώς όμως, η αύξηση του πληθυσμού γίνεται κυρίως στον Παγκόσμιο Νότο, όπου η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων είναι ακόμα ένα μεγάλο ζητούμενο. Στον μορφωμένο, αλλά υπογεννητικό Βορρά, η μόνη λύση είναι η αύξηση των χρόνων εκπαίδευσης και της ποιότητάς της. Η παγκόσμια αύξηση των χρόνων σπουδών ήδη έχει παρατηρηθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως μέσω της υποχρεωτικής βασικής, και σε ορισμένες χώρες, μέσης εκπαίδευσης. Αναμένεται να ενισχυθείη υποχρεωτικότητα στην μέση εκπαίδευση, σε συνδυασμό με αυξημένη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια, και με συνεχιζόμενη εκπαίδευση, όσο οι βιολογικές συνθήκες (ηλικία) το επιτρέπουν σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης.
Μπορούν όμως όλοι να σπουδάσουν, ιδιαίτερα στα Πανεπιστήμια, όπου απαιτείται κριτική σκέψη, προϋπάρχουσα βασική παιδεία και επιμονή στην μάθηση; Δυστυχώς όχι, χωρίς να πέσει το επίπεδο των Πανεπιστημιακών σπουδών. Ο αριθμός των υποψηφίων φοιτητών με αξιώσεις επιτυχίας μπορεί να αυξηθεί πολύ μέσω μιαςαναβαθμισμένης και ποιοτικής Μέσης εκπαίδευσης. Το πως θα γίνει αυτή η αναβάθμιση είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης. Όμως πάντα θα υπάρχουν και άτομα που δεν παίρνουν ή δεν αγαπούν ‘τα γράμματα’, είτε είναι παιδιά ‘καλών και εύπορων οικογενειών’ είτε όχι. Αυτές οι απόψεις μου μπορούν να κατηγορηθούν για ελιτισμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και λάθος. Δεν πρόκειται για πολίτες β’ κατηγορίας: αν μορφωθούν κατάλληλα και αποκτήσουν χρήσιμες δεξιότητες, αποτελούν πολύτιμο τμήμα της κοινωνίας.Άλλωστε, σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, ιδιαίτερα στην Β. Ευρώπη, ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν σχετίζεται πάντα με ιδιαίτερα αυξημένες αποδοχές, σε σχέση με μη κατόχους τέτοιων πτυχίων [3].Αυτό παρατηρείται σε αρκετά επαγγέλματα και στην χώρα μας.
Η ανισότητα αυτή στις δυνατότητες μόρφωσης δεν χτυπάει καλά στα αυτιά των πολλών, ενδεχομένως δικαιολογημένα. Η μόρφωση είναι ένας καλός (και σχετικά οικονομικός) τρόπος προσωπικής κοινωνικής ανέλιξης. Το ξέρω από πρώτο χέρι: αν δεν μορφωνόμουν την δεκαετία του 70, αυτή την στιγμή, αντί να γράφω, θα μάτωναν τα δάχτυλά μου βγάζονταςσπανάκια σε ένα παγωμένο χωράφι στην Δ. Μακεδονία. Η μαζική μόρφωση πολιτών, επιστημόνων και επαγγελματιών είναι δε και άριστος τρόπος οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Τελικά, η μόρφωση είναι δικαίωμα για όλους, αρκεί να μπορούν και να θέλουν να την επωφεληθούν. Αλλά η γνώση είναι (και) εμπόρευμα, η μόρφωση είναι (και) υπηρεσίες: χρειάζονται οικονομικούς πόρους για να παραχθούν και να προσφερθούν σε άτομα που τα ζητούν και πληρώνουν γι’ αυτά. Αυτή η διττή φύση της μόρφωσης και της γνώσης δημιουργεί πολλές παρανοήσεις. Για παράδειγμα, δεν έχει κανένα νόημα να σπαταλούνται πόροι για πτυχία χωρίς αντίκρισμα γνώσεων. Ούτε να σπαταλούνται πόροι σε άτομα που δεν τους αξιοποιούν (βλέπε αιώνιους φοιτητές). Άλλωστε και η ζωή είναι δικαίωμα, αλλά το φαγητό και η εστίαση δεν είναι δημόσια δωρεάν αγαθά (εκτός εξαιρέσεων).
Είναι ουσιαστικό, για να ανταπεξέλθουμε στις ανάγκες παραγωγής και μετάδοσης γνώσης, να εστιάσουμε στην μαζική πρόσβαση στην ποιοτική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδεςεκπαίδευσης και φυσικά στην Πανεπιστημιακή, στοχεύοντας στην μόρφωση πολιτών και επιστημόνων με κριτική σκέψη και θεμελιακές γνώσεις, αντί της ανάπτυξης δεξιοτήτων. ‘Οταν η μόρφωση υπάρχει, οι δεξιότητες (επανα)αποκτούνται πολύ εύκολα, π.χ., μέσω της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι το πανεπιστημιακό περιβάλλον δεν προάγει μόνον την μόρφωση. Με βάση τις ακαδημαϊκές παραδόσεις και ελευθερία, είναι χώρος έρευνας, δηλαδή παραγωγής νέας γνώσης. Είναι και ένας πολυδιάστατος κοινωνικός χώρος, όπου οι νέες/νέοι μορφώνονται, επικοινωνούν, διασκεδάζουν, ερωτεύονται, ονειρεύονται και τελικά διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους. Όλες αυτές οι παράμετροι είναι ουσιαστικό στοιχείο ενός δημοκρατικού Πανεπιστημίου.
Παραδοσιακά, στις περισσότερες χώρες,η μαζική πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση έγινε μέσω του Δημοσίου Πανεπιστημίου, χωρίς να σημαίνει ότι κάθε τι Δημόσιο είναι και ποιοτικό. Σε μερικές χώρες, κυρίως τις ΗΠΑ, υπήρξαν από νωρίς και μη-κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια (ουσιαστικά ένα υβρίδιο ανάμεσα στον ιδιωτικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα) και ιδιωτικά κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια. Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια έχουν συνήθως μικρότερο μέγεθος, π.χ., σε αριθμό φοιτητών, απ’ ότι τα δημόσια. Στις περισσότερες χώρες η ‘αξία’ των πτυχίων καθορίζεται ουσιαστικά από την αγορά εργασίας: οι απόφοιτοι των οκτώ Πανεπιστημίων της IvyLeague(ΗΠΑ) είναι και καλά μορφωμένοι και περιζήτητοι, σε αντίθεση με αποφοίτους τριτοκλασάτων κολλεγίων του Αμερικανικού Νότου. Σε όλα τα ποιοτικά Πανεπιστήμια (δημόσια ή ιδιωτικά) η έρευνα είναι στενά συνδεδεμένη με την εκπαίδευση.
Τα τελευταία 30 χρόνια βλέπουμε σημαντικές αλλαγές στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Σχετικά πρόσφατα, πολλά Πανεπιστήμια (κυρίως μεγάλα και μεσαία) ακολούθησαν επεκτατική πολιτική ανάπτυξης σε άλλες χώρες. Επίσης η δημιουργία ιδιωτικών (κερδοσκοπικών) Πανεπιστημίων απογειώθηκε παγκοσμίως, λόγω της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης, με μικτά αποτελέσματα ποιότητας. Όμως η μεγαλύτερη και εντυπωσιακότερη αλλαγή που παρατηρήθηκε κυρίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ήταν η απορρόφηση της έρευνας αιχμής, π.χ., στην Τεχνητή Νοημοσύνη και Βιοτεχνολογία από λίγες μεγάλες εταιρίες, κυρίως των ΗΠΑ. Μόνον αυτές έχουν τα δεδομένα και τα κεφάλαια να κάνουν πρωτοποριακή έρευνα στις τεχνολογίες αυτές. Και φυσικά, η εργασία ακολούθησε το κεφάλαιο: πολλοί κορυφαίοι επιστήμονες εγκατέλειψαν άριστα Πανεπιστήμια για να πάρουν εξαιρετικά καλοπληρωμένες θέσεις σε τεχνολογικές εταιρίες.
Είναι άγνωστο το που θα οδηγήσει η τάση αυτή. Προς το παρόν, οι μεγάλες εταιρείες δεν ενδιαφέρθηκαν να ασχοληθούν με την Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ίσως διότι εκεί δεν αναμένονται εντυπωσιακές οικονομικές αποδόσεις.Υπάρχει βέβαια δυνατός αντίλογος και αντιπροτάσεις στην κατάσταση αυτή, που μπορούν να αλλάξουν τους κανόνες του παιγνιδιού: κυμαίνονται από δημοκρατικοποίηση των δεδομένων και της γνώσης, μέχρι και την χρήση αντιμονοπωλιακών πολιτικών για σπάσιμο αυτών των τεχνολογικών κολοσσών σε μικρότερες εταιρείες. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, είναι δύσκολο, ακόμη και για τα μεγάλα και πλούσια Πανεπιστήμια, να αποκτήσουν τους πόρους (κυρίως τους οικονομικούς, αλλά όχι μόνον) που απαιτούνται για σύγχρονη έρευνα αιχμής.Αν έτσι παραμείνουν τα πράγματα, ακόμα και κορυφαία Πανεπιστήμια (δημόσια, μη-κερδοσκοπικά ή ιδιωτικά) κινδυνεύουν να γίνουν ‘teachingUniversities’. Αυτός ο όρος είναι συνώνυμος των δευτερο-τριτοκλασάτων πανεπιστημίων που δεν ασχολούνται με παραγωγή γνώσης (έρευνα), αλλά μόνον με την διδασκαλία. Τα σχετικά μικρά ιδιωτικά Πανεπιστήμια κινδυνεύουν περισσότερο από μια τέτοια κατρακύλα. Στην χειρότερη περίπτωση, ο ιδιωτικός τομέας ίσως ενδιαφερθεί να καταπιεί και την Πανεπιστημιακού επιπέδου έρευνα και την διδασκαλία, χρησιμοποιώντας και τεράστιους οικονομικούς πόρους και οικονομίες κλίμακας. Το τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει αυτό στην παγκόσμια πρόσβαση στην γνώση είναι άγνωστο. Μπορεί όμως να οδηγήσει σε διάφορες δυστοπικές θεωρήσεις του μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα όχι μόνον η πρόοδος αλλά και η επιβίωση της ανθρωπότητας εξαρτώνται από την μαζική πρόσβαση στην γνώση.
Μέρος 2: Το δημόσιο Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα
Βλέποντας τις διεθνείς τάσεις (καλές ή κακές) στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση,δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμεότι ο τωρινός διάλογος για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα φαντάζει λίγο εκτός χρόνου. Σίγουρα δεν θα γίνονταν, αν το Σύνταγμά μας δεν περιείχε το άρθρο 16 περί δημόσιας δωρεάν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Παρακάμπτοντας, προς το παρόν, την φύση του διαλόγου, μπορούμε να επανέλθουμε στα βασικά. Μια μαζική ποιοτική Πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην κάθε χώρα απαιτεί πόρους: τίποτε δεν είναι δωρεάν σε αυτόν τον κόσμο. Η δημόσια εκπαίδευση δεν είναι δωρεάν, σε αντίθεση με τα σλόγκαν περί ‘δωρεάν παιδείας’ που χαϊδεύουν αυτιά γονιών: η δημόσια παιδεία πληρώνεται από το κράτος, δηλαδή τους φορολογούμενους. Και βέβαια, στην χώρα μας, και οι ίδιοι οι γονείς βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψουν τα κενά της κάθε άλλο παρά ‘δωρεάν παιδείας’ κάθε βαθμίδας.
Το κόστος της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι κομβικής σημασίας στην τρέχουσα συζήτηση και τους σχετικούς προγραμματισμούς. Δεν μπόρεσα να βρωπλήρως αξιόπιστα στοιχεία για το κόστος της δημόσιας Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) λέει ότι μέση ετήσια συνολική χρηματοδότηση ανά φοιτητή (δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι) είναι 3530 € (2021) [1] (Σχήμα 1) και έχει αυξηθεί το 2022 στα 4300 € (ανεπίσημηπληροφορία).
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2, παρόμοιο είναι και το σχετικό νούμερο (4300 USD)που αναφέρει ο ΟΟΣΑ για το 2020 [2]. Βέβαια η αξιοπιστία των αριθμών αυτών πρέπει να ελεγχθεί, διότι ο ΟΟΣΑ δείχνει, για την Ελλάδα, μεγαλύτερη ετήσια χρηματοδότηση της βασικής εκπαίδευσης ανά μαθητή (7467 USD), απ΄ότι αυτή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ανά φοιτητή (4300 USD). Επίσης τα νούμερα αυτά (ιδιαίτερα της ΕΘΑΑΕ) μάλλον δεν περιλαμβάνουν τις αποσβέσεις (παλαιότερων) παγίων που, για ορισμένες σχολές (π.χ., Ιατρικές), μπορεί να είναι σημαντικές και ίσως να υπερβαίνουν και το 100% των άμεσων δαπανών. Η ευρεία διάθεση τέτοιων πλήρων και αξιόπιστων στοιχείων στον δημόσιο διάλογο είναι κομβικής σημασίας και πρέπει να γίνει άμεσα (εκτός και αν δεν γνωρίζω τα σχετικά στοιχεία).
Στην Παιδεία δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις: Οι απαιτούμενοι πόροι για την παροχή μαζικής ποιοτικής Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μπορούν να προέλθουν είτε από το κράτος, είτε από ιδιωτικές πρωτοβουλίες (ιδιωτικά Πανεπιστήμια). Στην πρώτη περίπτωση, αν οι άλλες κρατικές δαπάνες είναι ανελαστικές, η αύξηση των εκπαιδευτικών κονδυλίων μπορεί να προκύψει από αύξηση της φορολογίας. Επειδή η επένδυση στην εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, μεσομακροπρόθεσμα, ηαύξηση των εκπαιδευτικών κονδυλίων μπορεί να καλυφθεί από την αύξηση του ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, τα δημόσια εκπαιδευτικά κονδύλια δεν είναι ανεξάντλητα. Ούτε υπάρχει λόγος να κατασπαταλούνται, π.χ., στην δημιουργία τριτοκλασάτων πανεπιστημίων, ή στην διατήρηση Τμημάτων που δεν μπορούν να παρέχουν ένα στοιχειώδες επίπεδο ποιότητας εκπαίδευσης ή σε αιώνιους φοιτητές.
Η νοικοκυροσύνη στα πανεπιστημικά κονδύλια μπορεί να οδηγήσει στηνυποστήριξη περισσότερων φοιτητών και καλύτερο επίπεδο σπουδών, πάντα σε όσους το αξίζουν.Με καλύτερη οικονομική διαχείριση στα δημόσια Πανεπιστήμια (και απαγκίστρωση από το Δημόσιο Λογιστικό), λογικά το συνολικό κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα μπορούσε να είναι και μικρότερο. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η διαχείριση ερευνητικών πόρων από τους ΕΛΚΕ των δημόσιων Πανεπιστημίων (τουλάχιστον από τον ΕΛΚΕ ΑΠΘ που γνωρίσω από πρώτο χέρι), παρά τα επιμέρους προβλήματα και κακά περιστατικά, είναι αξιοπρεπέστατη και αποτελεσματική και θα μπορούσε να είναι πυξίδα αναδιοργάνωσης της οικονομικής διαχείρισης των δημοσίων Πανεπιστημίων.
Στην χώρα μας, η συνολική χρηματοδότηση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση είναι μικρή: μόνον 1.375.791.809€ για το 2020-2021 [1]. Η δημόσια χρηματοδότηση (938.708.853 €, 68,2%)είναι ακόμη μικρότερη. Περιλαμβάνει τις πιστώσεις μισθοδοσίας του κρατικού προϋπολογισμού, τη χρηματοδότηση δημοσίωνεπενδύσεων (σχετικά λίγων τα τελευταία χρόνια) και την ετήσια επιχορήγηση από το ΥΠΑΙΘ.Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2, χρηματοδότηση αυτή είναι υποπολλαπλάσια αυτής των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών. Για παράδειγμα, η ετήσια χρηματοδότηση των Ελληνικών Πανεπιστημίων ανά φοιτητή είναι 8,4 φορές μικρότερη από αυτή των Πανεπιστημίων των ΗΠΑ!Φυσικά, η χαμηλή χρηματοδότηση εξηγεί και την χαμηλή ποιότητα σπουδών σε πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα, αν και υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι που συνεισφέρουν στις κακές επιδόσεις τέτοιων Τμημάτων. Γενικά όμως, το δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, μπόρεσε να ανταποκριθεί με αξιοπρέπεια στις ανάγκες δημιουργίας επιστημονικού δυναμικού που στελέχωσε την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, ο θεσμός των Πανελληνίων εξετάσεων, παρ’ όλες τις στρεβλώσεις ποιότητας που υπέστη, διατήρησε μια αξιοζήλευτη αξιοπιστία, ίσως πρωτεύουσα, σε μια χώρα που διαχρονικά μαστίζεται από πελατειακές σχέσεις και διαφθορά. Βοήθησε δε να εμπεδωθεί ένα αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης σχετικά με την συνεισφορά της μόρφωσης στην κοινωνική ανέλιξη.
Δυστυχώς, και εξ αιτίας της κρίσης, η κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε την τελευταία 15ετία, αντί να αυξηθεί, και έκτοτε δεν ανέκαμψε. Παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις, μόνον ένα ποσοστό των θέσεων συνταξιοδοτούμενων μελών ΔΕΠ πληρώθηκε. Ειδικά τα κονδύλια Δημοσίων Επενδύσεων που φτάνουν στα πανεπιστημιακά Τμήματα σχεδόν μηδενίστηκαν, ενώ ο Τακτικός Προϋπολογισμός τους είναι ελάχιστος. Παραδείγματος χάριν, η κρατική χρηματοδότηση του ΕΜΠ μειώθηκε κατά 63.6% το διάστημα 2009-2015. Ένα ποσοστό των λειψών πόρων καλύφθηκε με καλύτερη διαχείριση, αλλά κυρίως μέσω της εξωτερικής χρηματοδότησης. Η εξωτερική χρηματοδότηση (437.082.956€, 31,8%) περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση ενεργών έργων των ιδρυμάτων, εκτός από αυτά που χρηματοδοτούνταιαπό τους ΕΛΚΕ. Επομένως, παρά τις, κατά περιόδους, κατηγορίες περί του αντιθέτου, το δημόσιο Πανεπιστήμιο τα πήγε σχετικά καλά στην προσέλκυση εξωτερικών πόρων, που συμπληρώνουν τα κενά της δημόσιας χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, τα τελευταία 30 χρόνια, η ετήσια κρατική χρηματοδότηση του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών του Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ, του οποίου είμαι Διευθυντής, είναι πολύ λιγότερηαπό το 1% της χρηματοδότησής του από ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα (κυρίως Ευρωπαϊκά)!
Χάρις κυρίως στην εξωτερική χρηματοδότηση των δημόσιων Πανεπιστημίων (αλλά και των δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων), αλλά και την θετική επίδραση της παράδοσης διακρίσεων των Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό (κυρίως ΗΠΑ και Ευρώπη), η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση παγκοσμίως και στην 18η στην Ευρώπηως προς τον αριθμό των κορυφαίων επιστημόνων στον κόσμο,αν ληφθεί υπόψιν η αναλογία τους στο πληθυσμό της κάθε χώρας [4]. Όλες οι χώρες που βρίσκονται σε υψηλότερη κατάταξη από την Ελλάδα έχουν μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, και προσελκύουν μεγάλο αριθμό επιστημόνων από το εξωτερικό. Οι 438 κορυφαίοι επιστήμονες στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από επιστημονικούς κλάδους αιχμής, π.χ., όπως η Μηχανική και Τεχνολογία, Επιστήμη Υπολογιστών, Ιατρική, Χημεία και Περιβαλλοντικές επιστήμες.Αν λάβουμε υπόψη την αναλογία επιστημόνων στον πληθυσμό κάθε χώρας,η θέση της Ελλάδας είναι πολύ ψηλότερη παγκοσμίως:14η, 16η και 18η θέση παγκοσμίως στους κλάδους Μηχανική και Τεχνολογία, Περιβαλλοντικές Επιστήμες, Επιστήμη Υπολογιστών, αντίστοιχα. Άρα υπάρχει καλή μαγιά για την βελτίωση του δημοσίου Πανεπιστημίου στην χώρα μας, ιδιαίτερα σε επιστήμες αιχμής.
Το καλό είναι ότι, αν η Πολιτεία όντως πιστεύει στα δημόσια Πανεπιστήμια, αυξήσει έστω και λίγο την χρηματοδότηση και επιβάλει νοικοκυροσύνη στην διαχείριση των πόρων τους, τα αποτελέσματα στην ποιότητα του Δημόσιου Πανεπιστημίου θα μπορούσαν να είναι θεαματικά, ώστε η ποιότητά τους να πλησιάσει αυτήν των Πανεπιστημίων πιο ανεπτυγμένων οικονομιών.Μια τέτοια αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης θα μπορούσε να συνεισφέρει στην αύξηση των θέσεων φοιτητών, π.χ., σε σχολές μεγάλης ζήτησης, όπως η Πληροφορική, για όσους υποψήφιους φοιτητές περνούν την βάση των εισαγωγικών. Κάτι τέτοιο θα βελτίωνε πολύ τους δείκτες μαζικοποίησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην χώρα μας. Τέτοια εκτατική ανάπτυξη του δημόσιου Πανεπιστημίου έγινε και στο παρελθόν, αλλά με πολύ λάθος τρόπο και με λάθος στόχους. Γέμισε η χώρα με τριτοκλασάτα πανεπιστήμια, που απορρόφησαν πόρους, αλλά δεν απέδωσαν ούτε στην προσέλκυση φοιτητών, ούτε στην διατήρηση ενός σοβαρού επιπέδου σπουδών. Η συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη, πού ήταν ένας από τους (ανομολόγητους) στόχους της πολιτικής αυτής, μάλλον περιορίστηκε στην αύξηση των ενοικίων των σπιτιών και της κατανάλωσης στις καφετέριες των ευεργετημένων επαρχιακών πόλεων.
Για λόγους γενικότερης αγκύλωσης της δημόσιας Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τα Ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια δεν έδειξαν εξωστρέφεια στην προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αυτή περιορίστηκε σε προσφορά εντατικών (καλοκαιρινών) μαθημάτων, Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (αρκετών με δίδακτρα) και πολύ λίγων Προγραμμάτων Προπτυχιακών Σπουδών (π.χ., Ιατρική ΑΠΘ). Τα σχετικά δίδακτρα ήταν πολύτιμος εξωτερικός πόρος χρηματοδότησης των εμπλεκόμενων Τμημάτων κατά την τρέχουσα περίοδο των ισχνών αγελάδων. Όμως, τέτοιες προσπάθειες πρέπει να γίνονται με προσοχή και με υγιή κριτήρια, διότι πολύ εύκολα μπορούν να εκτραπούν σε πανεπιστημιακά παραμάγαζα που διαχειρίζονται ομάδες μελών ΔΕΠ ή οδηγήσουν σε υποβάθμιση των κυρίως σπουδών των Τμημάτων αυτών.Οι φοιτητές τέτοιων σπουδών με δίδακτρα είναι κυρίως εντόπιοι. Αυτό στέρησε τα ΑΕΙ από πολύτιμους πόρους και διεθνή εμπειρία. Αντίθετα, μέχρι την δεκαετία 1980, στα Ελληνικά ΑΕΙ σπούδαζαν πολλοί αλλοδαποί, κυρίως από την Μ. Ανατολή.Αυτή η εκπαιδευτικήαγορά χάθηκε για την χώρα μας, κυρίως προς όφελος τουΗνωμένου Βασιλείου.
Το μοντέλο της δημόσιας Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, που ήταν σχεδόν κυρίαρχο μέχρι πρόσφατα διεθνώς, έχει τα εξής πλεονεκτήματα για την χώρα μας: η ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και η πρόσβαση σ’ αυτήν μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω κεντρικής νομοθετικής ρύθμισης από την Βουλή και σχετικών κεντρικών ελέγχων και αξιολόγησης, π.χ. μέσω ΕΘΑΑΕ. Δυστυχώς όμως, οι θεσμοί δεν είναι πάντα αποτελεσματικοί προς επίτευξη αυτού του στόχου. Για παράδειγμα, η πανεπιστημιακή νομοθεσία Ν.4485/2017 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όσον αφορά τους ΕΛΚΕ, ουσιαστικά τιμωρούσε τους ενεργούς ερευνητές, σχεδόν θεωρώντας τους δυνητικά κλέφτες, και, σαν συνέπεια, αύξησε την γραφειοκρατία διαχείρισης των ερευνητικών κονδυλίων. Ο πρόσφατος πανεπιστημιακόςνόμος Ν.4957/22 της ΝΔ, παρ’ όλες τις 250+ σελίδες του, και λίγα πρακτικά θετικά αποτελέσματα είχε και δημιούργησε χάος στις πρυτανικές αρχαιρεσίες και ακυβερνησία σε πολλά δημόσια Πανεπιστήμια. Η αξιολόγηση των μελών ΔΕΠ είναι υπαρκτή, σε αντίθετη με την ανυπαρξία της σε άλλες βαθμίδες εκπαίδευσης, αλλά δεν είναι πάντα ικανοποιητική. Τέλος, η αξιολόγηση των Τμημάτων, παρ’ ότι θετική επί της αρχής, δεν έχει επιπτώσεις στην χρηματοδότηση τους, ώστε να επιβραβεύεται η αριστεία.Βεβαίως, το βασικό μειονέκτημα της επιμονής μόνον στο δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι ότι η πολιτική αυτή δεν κινητοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους, ειδικά τους ιδιωτικούς.
Μέρος 3: Το επιχειρούμενο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα
Αν ακολουθήσουμε την δεύτερη πολιτική κατεύθυνση, η Πολιτεία πρέπει να επιτρέψει την λειτουργία ιδιωτικώνΠανεπιστημίων (χωρίς ημίμετρα, με τροποποίηση του Συντάγματος). Η επιχειρούμενη παράκαμψη του άρθρου 16 του Συντάγματος, μέσω της δημιουργίας Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), δηλαδή παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων με βάση διακρατικές συμφωνίες, απομπλέκει την δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων από την αδυναμία πολιτικής συμφωνίας των πολιτικών κομμάτων για αναθεώρηση του Συντάγματος. Όμως η ακολουθούμενη διαδικασία είναι δυνητικά ευάλωτη σε μελλοντικές νομικές προσφυγές και δημιουργεί διάφορες παρενέργειες που αναφέρονται παρακάτω. Αντίθετα, με τροποποίηση του Συντάγματος, κάλλιστα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν μη-κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια. Η χώρα μας έχει δυνατή παράδοση ευεργετών, ιδιαίτερα στο παρελθόν.
Για καθαρά ιδιωτικά Πανεπιστήμια, φυσικά οι ιδιώτες επενδυτές θα έχουν στόχο το κέρδος. Το κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και το ποσοστό κέρδους θα ορίσουν και τα δίδακτρα. Αν όντως το κόστος είναι χαμηλό (ή ακόμα χαμηλότερο με σωστή διαχείριση), όπως υπονοεί η προηγούμενη ανάλυση, εύκολα οι ιδιώτες θα μπορούσαν να έχουν ένα πολύ καλό κέρδος, ακόμα και με σχετικά μικρά δίδακτρα. Έχουν επομένως κίνητρο επένδυσης, παρ’ όλο το επιτεινόμενο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Πρακτικά, το ετήσιο κόστος σπουδών ανά φοιτητή σε ανταγωνιστικές χώρες , π.χ., στην Κύπρο (περίπου 20-33χιλιάδες€, ανάλογα με τα δίδακτρα της κάθε Σχολής), θα καθορίσει και το επίπεδο των διδάκτρων στην Ελλάδα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της χώρας μας (40 χιλιάδεςΈλληνες φοιτητές στο εξωτερικό). Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε η απόσταση ανάμεσα στα δίδακτρα και το κόστος ανά φοιτητή μπορεί να είναι τεράστια και να υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια για υπερκέρδη. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την βιασύνη κάποιων επιχειρηματικών κύκλων να δουν όσο πιο γρήγορα την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην χώρα μας. Ένας υπαρκτός κίνδυνος είναι, μέσω των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, να οδηγηθούμε σε γενική αύξηση του κόστους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (δημόσιας ή ιδιωτικής) για την Ελληνική οικογένεια. Άλλωστε τέτοιες αυξήσεις κόστους είδαμε και σε άλλες ιδιωτικοποιήσεις. Για παράδειγμα, η πρόσφατη ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας οδήγησε σε υπερκέρδη των εμπλεκόμενων εταιριών ενέργειας, και σε αυξημένα τιμολόγια ακόμα και εκείνων των εταιριών (π.χ., ΔΕΗ) που ήταν υπό κρατικό έλεγχο.
Τυχόν αύξηση του κόστους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην εκπλήρωση της επιθυμίας των νέων για Πανεπιστημιακή εκπαίδευσηακόμακαιστηνμείωσητηςεπιθυμίαςαυτής [3]. Θα μπορούσαμε όμως να πετύχουμε μαζικότητα με άλλους, πολύ καλύτερους τρόπους. Για παράδειγμα, η Πολιτεία θα μπορούσε να δίνει μαζικά υποτροφίες σε φοιτητές δημοσίων ή ιδιωτικών Πανεπιστημίων, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι επιδόσεις τους είναι πάνω από την βάση (τουλάχιστον). Θα μπορούσαν να μπουν και κοινωνικά κριτήρια, αν και αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία στην χώρα μας. Οι υποτροφίες αυτές θα κάλυπταν το κόστος ζωής για τους φοιτητές όλων των Πανεπιστημίων συν μέρος των διδάκτρων που αντιστοιχούν στο προαναφερόμενο ετήσιο κόστος σπουδών (περίπου 3500 € το 2021) για τους φοιτητές των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Προσωπικά είμαι γενικά υπέρμαχος μιας γενναίας πολιτικής υποτροφιών (και όχι των δανείων) προς τους φοιτητές είτε δημοσίων είτε ιδιωτικών Πανεπιστημίων για κάλυψη όλων των αναγκών τους υπό αυστηρούς όρους: είναι από τις καλύτερες επενδύσεις για αύξηση του ΑΕΠ. Και σίγουρα διαφωνώ με την πολιτική των δανείων που ευδοκιμούν σε αρκετές χώρες (π.χ., Ην. Βασίλειο) και καταχρεώνουν τους νέους πτυχιούχους. Στην χώρα αυτή, τα δάνεια αυτά ελέγχονται ακόμα και για εξώθηση φοιτητριών στην διαδικτυακή πορνεία!
Ταυτόχρονα, σε αρκετές αναπτυγμένες χώρες, οι μισθοί πτυχιούχων δεν είναι αυξημένοι σε σχέση με αυτούς των μη-πτυχιούχων. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες, οι αποδοχές των πτυχιούχων είναι μόνον περίπου 10% μεγαλύτεροι από αυτούς των αποφοίτων Λυκείων [3]. Τα δάνεια και η μη ανταμοιβή της προσπάθειας και των εξόδων δημιουργούν σοβαρά αντικίνητρα, έτσι ώστε πολλοί νέοινα αποφεύγουν τις πανεπιστημιακές σπουδές στις χώρες αυτές. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τις τρέχουσες κοινωνικές ανάγκες και θα είναι καταστροφικό για την ανταγωνιστικότητα αυτών των οικονομιών, εκτός και αν οι ανάγκες τους σε επιστήμονες καλυφθούν μέσω brain drain. Ήδη αυτό γίνεται και, π.χ., πολλοί Έλληνες γιατροί εργάζονται στην Δ. Ευρώπη και, ειδικότερα, στο Ην. Βασίλειο, που δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του σε υγειονομικό προσωπικό από τους αποφοίτους των Πανεπιστημίων του.
Το μέγα ερώτημα είναι το κατά πόσον τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα προσφέρουν ποιοτική εκπαίδευση στην χώρα μας. Αυτό είναι και το βασικό ζητούμενο κάθε τέτοιας προσπάθειας. Δυστυχώς, σε άλλες περιπτώσεις, η ιδιωτικοποίηση δεν ανέβασε ντε και καλά την ποιότητα παροχής υπηρεσιών, βλέπε τηλεόραση. Ποιότητα σπουδών σημαίνει ορθά ορισμένους κανόνες λειτουργίας, που ορισμός τους είναι ευθύνη της Πολιτείας. Ιδανικά θα έπρεπε να δημιουργηθεί ενιαίο θεσμικό πλαίσιο και μηχανισμοί αξιολόγησης και για τα δημόσια και για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Λύσαμε αυτή την δύσκολη άσκηση κατά την δημιουργία της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA). Παρ’ όλα τα διαφορετικά θεσμικά πλαίσια των 60 συμμετεχόντων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων και τον ανομοιογενή χαρακτήρα τους (δημόσιο ή ιδιωτικό), έγινε δυνατός ο συντονισμός των διδακτορικών σπουδών τους με ένα μνημόνιο συνεργασίας (MoU), που προβλέπει ενιαίους μηχανισμούς λειτουργίας. Η ανυπαρξία τέτοιου ενιαίου πλαισίου, και δημιουργία ειδικού θεσμικού πλαισίου για τα ΝΠΠΕ δεν δημιουργεί καλές συνθήκες εκκίνησης. Επίσης η δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, καθ’ ενός με δικούς του εσωτερικούς μηχανισμούς (και διάρκεια σπουδών), με βάση αυτούς των μητρικών τους Πανεπιστημίων, θα οδηγήσει σε μια πανσπερμία σπουδών και πτυχίων που δυνητικά θα είναιπηγή μεγάλων προβλημάτων στο μέλλον.
Παρέχει το νομικό πλαίσιο των ΝΠΠΕ εγγυήσεις ποιότητας; Κατ΄αρχήν δεν μπαίνει καμμιά προϋπόθεση ποιότητας στα ξένα Πανεπιστήμια που θα έρθουν να επενδύσουν στην χώρα μας, παρ’ ότι το ΥΠΑΙΘ ξέρει ότι υπάρχουν σχετικές διεθνείς κατατάξεις (αναφέρονται στον νόμο). Η εισαγωγή κριτηρίων ποιότητας για τα μητρικά Πανεπιστήμια (π.χ., να ανήκουν στα 100 καλύτερα του κόσμου) στον νόμο θα μπορούσε να λύσει ως δια μαγείας διάφορα προβλήματα ποιότητας των εδώ ΝΠΠΕ τους.
Η καλή ποιότητα σπουδών απαιτεί, πρώτα απ΄όλα,καλούς διδάσκοντες, άρα αυξημένο εργατικό κόστος. Απαιτεί έγκυρα προγράμματα σπουδών. Δυστυχώς, δευτερο-τριτοκλασάτα μητρικά Πανεπιστήμια δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε την ποιότητα των διδασκόντων ούτε των προγραμμάτων σπουδών. Όπου όμως τέτοια Πανεπιστήμια συνεργάζονται ήδη με Κολλέγια, μπορούν όμως να ανοίξουν την Κερκόπορτα για την μετεξέλιξη των Κολλεγίων σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια.Η ποιότητα σπουδών απαιτεί καλές υποδομές, άρα αυξημένες αρχικές επενδύσεις, λειτουργικό κόστος και κόστος παγίων (ο νόμος έχει κάποιες σχετικές προβλέψεις). Βασικά όμως η ποιότητα σπουδών απαιτεί καλούς φοιτητές.Η λύση ότι σε Ελληνικά Πανεπιστήμια δημόσια ή ιδιωτικά μπορούν να σπουδάσουν μόνον όσοι παίρνουν την βάση στις Πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις είναι αρκετά ικανοποιητική και δίκαιη, εφ’ όσον ήδηεφαρμόζεται για τα δημόσια Πανεπιστήμια. Βέβαια και πάλι υπεισέρχεται ένα στοιχείο κοινωνικής αδικίας: πλούσιοι υποψήφιοι φοιτητές που πιάνουν την βάση, θα μπορούσαν να εγγραφούν σε περιζήτητες σχολές της επιλογής τους (ή της επιλογής του μπαμπά τους) πληρώνοντας δίδακτρα σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια ή ακόμα και δεν έχουν την βάση για τις σχολές αυτές σε δημόσια Πανεπιστήμια. Δυστυχώς δεν ζούμε στην τέλεια κοινωνία. Τουλάχιστον όμως και εξασφαλίζουμε ότι δεν θα δίνονται πτυχία-κουρελόχαρτα και δίνουμε την δυνατότητα επαναπατρισμού και σπουδών ποιότητας στην πλειοψηφία των Ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού (όχι όμως σε όσους δεν έχουν ελάχιστα προσόντα).Δυστυχώς όμως, κολλέγια με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα και χωρίς βάση εισαγωγής πιθανότατα θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τα επαγγελματικά προσόντα των Πανεπιστημίων οιουδήποτε τύπου, το πρόβλημα ποιότητας των αποφοίτων μπορεί να λυθεί με αδιάβλητες εξετάσεις επαγγελματικής επάρκειας των αποφοίτων τύπου ΑΣΕΠ, τουλάχιστον για κατοχυρωμένα ή/και περιζήτητα επαγγέλματα, π.χ., Ιατρική, Οδοντιατρική, Νομική, Πληροφορική, Μηχανικοί. Σε όλες τις σοβαρές χώρες υπάρχουν ανάλογες εξετάσεις. Υπήρχαν στην Ελλάδα, π.χ., τα περίφημα ‘οκτάωρα’ για τους αποφοίτους των Πολυτεχνικών Σχολών, αλλά ατόνησαν, και μετά καταργήθηκαν, με ευθύνη και του ΤΕΕ. Επειδή έγραψα ‘οκτάωρα’ όταν τελείωσα τις προπτυχιακές σπουδές μου αλλά ήμουν και εξεταστής αργότερα, ήδη από πολύ παλιά (1980+), περνούσαν πιά τις εξετάσεις Ηλεκτρολόγοι ‘Μηχανικοί’ που δεν ήξεραν ούτε καν πόσα Voltέχει το Ελληνικό δίκτυο. Η κατάσταση αυτή παγιώθηκε προς το χειρότερο, ότανη προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΑΙΘ έδωσε επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτων κολλεγίων, χωρίς καμία εξέταση, και χωρίς να είναι υποχρεωμένη να το κάνει. Με αυτήν την κατρακύλα, η χώρα έχει αρκετούς αμόρφωτους και,εν πολλοίς,επικίνδυνους επαγγελματίες, ελέω μπαμπάδων, κυβερνήσεων και συνδικαλιστικών φορέων. Αν υπάρχει πολιτική βούληση, η κατάσταση εύκολα βελτιώνεται με την νομοθέτηση αδιάβλητων επαγγελματικών εξετάσεων για τους νέους πτυχιούχους. Αυτές οι εξετάσεις θα περιορίσουν κατά πολύ την ζήτηση για υποβαθμισμένες σπουδές και πτυχία, είτε από ιδιωτικά είτε από δημόσια Πανεπιστήμια στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος σχετική με την βιωσιμότητα των στην χώρα μας: αν όντως οι Έλληνες προπτυχιακοί φοιτητές εξωτερικού δεν είναι 40, αλλά 4-5, χιλιάδες όπως αναφέρουν ορισμένοι Πανεπιστημιακοί, τότε, κατ’ αρχήν, η πελατεία τους είναι πολύ μικρή και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη περισσότερων από 1-2 ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Επομένως ή γίνεται πολύ φασαρία για το τίποτα ή θα επιβιώσουν μόνον καλά ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Τότε, ένα άλλο σενάριο είναι πιθανό, δεδομένης της επιτυχίας της ιδιωτικής βασικής και μέσης εκπαίδευσης στην χώρα μας (σε αντίθεση με το τι γινόταν 30-40 χρόνια πριν), και της επιτυχίας ιδιωτικών Πανεπιστημίων σε μερικές άλλες χώρες: καλοί και πλούσιοι φοιτητές θα προτιμούν τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Σε τέτοιες συνθήκες, η ζητούμενη μαζικότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα επιτευχθεί με την σύμπραξη του Δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά με το λάθος τρόπο: τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα βγάζουν τα αυριανά στελέχη και τα υποβαθμισμένα και τα υποχρηματοδοτούμενα Δημόσια Πανεπιστήμια θα παράγουν πτυχιούχους δεύτερης κατηγορίας. Αρχικά, τέτοια ποιοτικά ιδιωτικά πανεπιστήμια θα μπορούσαν να ήταν (πολύ) κερδοφόρα. Όμως, δεδομένων και των παγκόσμιων ερευνητικών τάσεων και της ανάγκης για οικονομίες κλίμακας, θα πρέπει να έχουν μεγάλες αρχικές επενδύσεις, μεγάλο μέγεθος και αντίστοιχους πόρους για να επιβιώσουν μεσοπρόθεσμα. Επίσης, λόγω του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας, θα πρέπει να συνδυάσουν την ποιότητα με εξωστρέφεια, ώστε να προσελκύσουν φοιτητές από το εξωτερικό σε κλάδους αιχμής.
Σε περιζήτητες σχολές που απαιτούν μεγάλες και ακριβές υποδομές (π.χ., Ιατρική) αλλά και αλλού, όπου το Δημόσιο Πανεπιστήμιο έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα (π.χ., Τμήματα με πολύ καλό ερευνητικό/διδακτικό δυναμικό), θα μπορούσαν να γίνουν και συμπράξεις ιδιωτών και των αντίστοιχων Τμημάτων, αρκεί αυτό να μην γίνει σε βάρος των σπουδών στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Εδώ χρειάζεται προσοχή, διότι είναι πολύ εύκολο τέτοιες προσπάθειες να εκτροχιαστούν προς την καθαρή εμπορευματοποίηση των σπουδών.
Κατά την γνώμη μου, το κύριο διακύβευμα δεν είναι αν θα γίνουν ή όχι ιδιωτικά Πανεπιστήμια, αλλά το πως θα έχουμε μία προσβάσιμη, μαζική, δημοκρατική και ποιοτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην χώρα μας που να την βάλει σε καλή θέση, αν όχι στον παγκόσμιο, τουλάχιστον στον περιφερειακό χάρτη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ποιοτικά Πανεπιστήμια (δημόσια ή ιδιωτικά) θα έπρεπε να διέπονται από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, εκτός ίσως ελάχιστων Ιδρυμάτων πειραματικού χαρακτήρα που θα προσάρμοζαν τις καλύτερες διεθνείς Πανεπιστημιακές πρακτικές (π.χ., των 20 καλύτερων πανεπιστημίων παγκοσμίως). Θα έπρεπε να είναι προσανατολισμένα στην έρευνα και να εγγυώνται την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Η μόρφωση είναι μεν δικαίωμα για τους πολίτες μια χώρας, αλλά η γνώση είναι εμπόρευμα (εξ ου και τα βιβλία πωλούνται) και η εκπαίδευση μπορεί να έχει και την μορφή της παροχής πληρωμένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια θαμπορούσαν να έχουν ένα εξωστρεφή χαρακτήρα παροχής εκπαίδευσης ποιότητας σε φοιτητές από τρίτες χώρες που θα αυξάνει το ΑΕΠ της χώρας μας. Έτσι θα έχουμε και εισροή πόρων και μείωση της έντασης των προβλημάτων εκπαίδευσης που προκύπτουν από την υπογεννητικότητα των Ελλήνων.Τέτοια Πανεπιστήμια θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα νέο κλίμα στην χώρα που θα αντιστρέψει, τουλάχιστον εν μέρει, την διαρροή εγκεφάλων (braindrain) στο εξωτερικό.
Ένας υγιής ανταγωνισμός ανάμεσα στα Πανεπιστήμια κάθε τύπου και σε διεθνοποιημένο περιβάλλον, μόνον θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει στην χώρα μας και για την δημόσια και για την ιδιωτική πανεπιστημιακή παιδεία, αρκεί να μην τραβηχτεί το χαλί κάτω από τα πόδια της πρώτης (π.χ., με παραπέρα ψαλίδισμα της χρηματοδότησης) για να ωφεληθεί η δεύτερη.Ήδη έχουμε και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα: π.χ., ο ανταγωνισμός μεταξύ των τηλεοπτικών καναλιών βοήθησε την δημόσια τηλεόραση να βελτιώσει την ποιότητά της. Όντας και απόφοιτος και καθηγητής δημόσιου Πανεπιστημίου (του ΑΠΘ) επί 43 χρόνια, και έχοντας διδάξει σε διάφορα Πανεπιστήμια στο εξωτερικό, ειλικρινά πιστεύω ότι μπορούμε να φτιάξουμε μιαπανεπιστημιακή εκπαίδευση στην χώρα μας για την οποία να είμαστε περήφανοι.
Ο στόχοςτηςπροσβάσιμης, δημοκρατικής και ποιοτικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δημιουργεί ένα νέο πεδίο κοινωνικών αγώνων (και προόδου), όπου μπορούν να υπάρξουν έντονες και υγιείς πολιτικές αντιπαραθέσεις στην βάση των τρεχουσών αναγκών της χώρας και του διεθνούς περιβάλλοντός της. Βέβαια, η τωρινή κατάσταση και ανάγκες της χώρας δεν μπορούσαν να προβλεφθούν το μακρινό 1975. Επομένως, τα προβλήματα της πανεπιστημιακής παιδείας, μέσα σε ένα γρήγορα μεταβαλλόμενο διεθνές τοπίο, πρέπει να ξανασυζητηθούν. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές αντιθέσεις, θα ήταν ευχής έργον τα περισσότερα πολιτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου να μπορέσουν να βρουν έναν κοινό τόπο για μια ενιαία, ποιοτική και ποικίλη πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα. Μια τέτοια προοπτική δεν είναι αναγκαστικά ουτοπική. Η μικρή Κύπρος έδειξε έναν ενδιαφέροντα πολιτικό και πρακτικό δρόμο προς εξέταση, ώστε να υιοθετήσουμε τα θετικά του στοιχεία.
Βιβλιογραφία
[1] Ετήσια Έκθεσηγια τηνΠοιότητα τηςΑνώτατης Εκπαίδευσης2021, Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.
[2] Annual expenditure per student on educational institutions in OECD countries for primary, secondary and tertiary education in 2020, by country (in U.S. dollars), Statista, https://www.statista.com/statistics/238733/expenditure-on-education-by-country/
[3] S. Yanatma, ‘Student loans in Europe: Is university worth the debt?’, Euronews, 11/1/2024,
https://www.euronews.com/business/2024/01/11/student-loans-in-europe-is-university-worth-the-debt
[4] Έρευνα ΕΛΜΕΠΑ: Yψηλές διεθνώς οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων,https://agonaskritis.gr/%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BC%CE%B5%CF%80%CE%B1-y%CF%88%CE%B7%CE%BB%CE%AD%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CF%8E%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%B7%CE%BC/