Συνέντευξη της Έφης Αχτσιόγλου, βουλευτή Επικρατείας και τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, στο “in.gr”
“Η πρότασή μας είναι να γίνει η Ελλάδα η χώρα της Δικαιοσύνης”
– Γιατί αντιδρά ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόταση της κυβέρνησης για τον αποκλεισμό ναζιστικών κομμάτων; Έχετε να αντιπροτείνετε κάποια καλύτερη διατύπωση; Τι απαντάτε σε όσους υποστηρίζουν ότι είναι επικίνδυνη ατραπός η προσπάθεια απαγόρευσης κομμάτων με νομική ρύθμιση που στέκεται στην ιδεολογία τους;
Ξεκαθαρίζω, αν και το θεωρώ περιττό: Η θέση των καταδικασμένων χρυσαυγιτών είναι στη φυλακή, όχι στον δημόσιο βίο. Νομοθετικά, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, διότι το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν προβλέπει διαδικασία απαγόρευσης πολιτικού κόμματος. Εξάλλου μια τέτοια απαγόρευση θα ήταν εύκολο να παρακαμφθεί με επανίδρυση με άλλο όνομα.
Η πρόταση της κυβέρνησης, όπως έχει δει το φως της δημοσιότητας, είναι συνταγματικά προβληματική αλλά πολύ φοβάμαι και ατελέσφορη. Έχει μια αόριστη και εντελώς ασαφή διατύπωση που καταλείπει στο δικαστήριο ευρεία ευχέρεια να αξιολογεί επί της ουσίας τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, πράγμα ανεπίτρεπτο. Συγχρόνως όμως αναθέτει στο ανώτατο δικαστήριο να εκφέρει μια δύσκολη νομική κρίση μέσα σε δυο μέρες χωρίς να του δίνει κατευθύνσεις. Άρα το κύριο πρόβλημά της είναι πρακτικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταθέτει συγκεκριμένη και σαφώς ορισμένη νομοθετική πρόταση, στοχευμένη στο να αποκλειστούν από τις εκλογές συνδυασμοί που περιλαμβάνουν νεοναζί εγκληματίες. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εκκινεί από την ανάγκη σεβασμού του Συντάγματος, επιμένει στην ανάγκη η όποια ρύθμιση να μην ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για έναν γενικευμένο έλεγχο φρονημάτων τον 21ο αιώνα, και κυρίως είναι πρακτικά εφαρμόσιμη. Καλούμε λοιπόν το σύνολο των κομμάτων του συνταγματικού τόξου να την υπερψηφίσουν.
– Την προηγούμενη φορά που κυβερνήσατε σας ασκήθηκε κριτική ότι δεν τηρήσατε τις υποσχέσεις σας και ακολουθήσατε πολιτικές λιτότητας. Πώς μπορείτε να πείσετε ότι αυτή τη φορά θα πράξετε αυτά που έχετε εξαγγείλει; Ως προς τον οικονομικό σχεδιασμό και το πολιτικό πρόσημο, ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023 τι νέο έχει να “πει” τους πολίτες;
Την πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην εξουσία η χώρα ήταν στο χείλος του γκρεμού και κάποιοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελαν να μας ρίξουν στον γκρεμό.
Καταφέραμε, και αυτό δεν αλλάζει ανεξάρτητα από την όποια αφήγηση επιλέγει κανείς για εκείνα τα χρόνια, να βγάλουμε τη χώρα από την επιτήρηση, να σταματήσουμε την ανθρωπιστική κρίση που σάρωνε τη χώρα, να πάρουμε για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία θετικά μέτρα για τους εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του κατώτατου μισθού και της κατάργησης του υποκατώτατου για τους νέους, να ενισχύσουμε ουσιαστικά το δημόσιο σύστημα υγείας, και να προωθήσουμε αναγκαίες μεταρρυθμιστικές τομές.
Προφανώς δεν τα κάναμε όλα τέλεια. Και αυτή η επίγνωση είναι μια παρακαταθήκη για τις μάχες της επόμενης μέρας.
Σήμερα και οι δυνατότητες της χώρας είναι πολύ διαφορετικές (βρισκόμαστε έξω από μηχανισμούς ασφυκτικής εποπτείας, με τακτοποιημένο δημόσιο χρέος ) και το πλαίσιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διαφορετικό. Οι πολιτικές της λιτότητας έχουν υποστεί βαρύ πλήγμα. Και αυτό δημιουργεί ευρείες ευχέρειες για μια προοδευτική πολιτική ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ λέει αυτό που ξέρουν όλοι: αν συνεχίσουμε έτσι, απλά θα βγαίνουμε από τη μία κρίση και θα μπαίνουμε στην επόμενη. Η χώρα μας πρέπει -και έχει και τη δυνατότητα- να αλλάξει ριζικά πορεία.
Αυτή η αλλαγή προϋποθέτει ρήξεις σε όλα τα επίπεδα και κυρίως με τις πολιτικές εκείνες που θεωρούν ότι το μέλλον της χώρας είναι να βρίσκεται στο περιθώριο και να πανηγυρίζει για το ελάχιστο. Η δική μας πρόταση έχει άλλο στόχο: να γίνει η Ελλάδα η χώρα της Δικαιοσύνης.
– Ο πρωθυπουργός σας κατηγόρησε από το βήμα της Βουλής, κατά την κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2023, ότι “ήσασταν, είστε και θα παραμείνετε κόμμα διαμαρτυρίας και όχι κόμμα εξουσίας. Κόμμα της γκρίνιας και όχι κόμμα του αποτελέσματος”. Τι απαντάτε;
Το «κόμμα της γκρίνιας» κατάφερε να βγάλει τη χώρα από τα Μνημόνια, να βάλει τάξη στα δημόσια οικονομικά και να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση στους πολίτες ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια ταπείνωσης. Αυτό ο κύριος Μητσοτάκης δεν μπορεί φυσικά να το παραδεχτεί. Και καταφεύγει σε εξυπνακισμούς.
Αυτό κάνει όμως συστηματικά. Για να αποφύγει τη συζήτηση, πετάει τη μπάλα στην εξέδρα. Ξεχνάει όμως ότι πλέον κυβερνάει εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια και είναι πλέον υπόλογος.
Υπόλογος για τις καταστροφικές επιλογές στη διαχείριση της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και του κύματος του πληθωρισμού.
Υπόλογος για το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Υπόλογος για τη μετατροπή της χώρας μας σε διεθνές σημείο αναφοράς ως τόπο που επωάζεται η διαφθορά και η εξυπηρέτηση σκοτεινών συμφερόντων.
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά σοβαρή. Η χώρα έχει άμεση ανάγκη για αλλαγή πορείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εκπροσωπεί αυτήν την ανάγκη με ένα πρόγραμμα άμεσων μέτρων για την καταπολέμηση της ακρίβειας: μείωση των ειδικών φόρων και του ΦΠΑ, στα καύσιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης, έλεγχο στην αγορά ενέργειας, επιβολή πλαφόν στις τιμές. Αυτή είναι η πολιτική που φέρνει πραγματικά αποτελέσματα.
– Ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ έχει μιλήσει για προοδευτική κυβέρνηση με τη ΝΔ στην αντιπολίτευση. Τι σημαίνει αυτό; Συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ ή και με Μερα25; Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αποκωδικοποιήσω τις δηλώσεις του κυρίου Ανδρουλάκη ή όποιου άλλου πολιτικού προσώπου. Αυτό που είναι σαφές είναι η απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας για μία νέα αρχή σε προοδευτική κατεύθυνση. Ο κατήφορος της χώρας -θεσμικός και οικονομικός- πρέπει να σταματήσει.
Οι εκλογές που έρχονται θα κριθούν πάνω σε αυτό το ερώτημα: αλλαγή πορείας ή μία από τα ίδια; Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει δεσμευτεί ότι ως πρώτο κόμμα θα απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση για τη διαμόρφωση μίας προοδευτικής κυβέρνησης πάνω σε προγραμματικές βάσεις και συγκλίσεις. Με πρώτο βήμα τη θεσμική και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτή είναι η δική μας αφετηρία και εκεί προσκαλούμε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να συμβάλλουν σε αυτήν την προοπτική, χωρίς αποκλεισμούς αλλά και χωρίς προνομιακούς συνομιλητές.
– Για το “Qatargate”, ποια η άποψή σας, και για την εμπλοκή της Ελληνίδας ευρωβουλευτή Εύας Καϊλή;
Πρόκειται για ένα σκάνδαλο που υπογραμμίζει το βάθος της διαφθοράς και τονίζει την ανάγκη για διαφάνεια και λογοδοσία.
Κυρίως όμως αναδεικνύει ένα βαθύ και ουσιαστικό έλλειμμα περιεχομένου στην πολιτική: οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι συνδεδεμένοι με πολιτικά κόμματα και οργανώσεις που μιλούν στο όνομα του κόσμου της εργασίας.
Και την ίδια στιγμή, για ιδιοτελείς λόγους, υποστήριξαν ένα καθεστώς παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που παραπέμπει σε μία σύγχρονη δυστοπία. Κατά συνέπεια, η υπόθεση αυτή μας καλεί να ξαναμιλήσουμε για πολιτική με περιεχόμενο. Όχι πολιτική με όρους life-style και αμοιβαίας εξυπηρέτησης συμφερόντων. Η κυρία Καϊλή εξέφραζε ακριβώς αυτή την τελευταία αντίληψη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ και καιρό είχε προσεγγίσει τη Νέα Δημοκρατία και είχε συμβάλλει, με τον τρόπο της, στην προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκαλύψει το πρωτοφανές σκάνδαλο των υποκλοπών. Αυτό δεν είναι αδιάφορο.
Όπως φυσικά δεν είναι αδιάφορη η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που βλέπουμε στο Βέλγιο και αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. Οι θεσμοί οφείλουν να ανταποκρίνονται στο ύψος τους: να συγκρούονται με τη διαφθορά δίχως παρεμβάσεις όπως αυτές που επιχειρεί συστηματικά η κυβέρνηση.
– Εκτιμάτε ότι η εν λόγω εξέλιξη ενισχύει το αίσθημα αμφισβήτησης για τους θεσμούς της Ευρώπης; Δίνετε πιθανότητες μίας αναβίωσης ενός κινήματος εξόδου από την Ευρώπη σε χώρες της Ένωσης; Μήπως είναι η αρχή του τέλους των ευρωπαϊκών θεσμών;
Είναι προφανές ότι ο αντι-ευρωπαϊσμός τρέφεται από την απόσταση της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής ελίτ από τα προβλήματα των πολιτών. Δεν νομίζω όμως ότι εδώ το κρίσιμο είναι το όποιο σκάνδαλο -δίχως να λέω ότι αυτό είναι αδιάφορο. Το κύριο είναι οι πολιτικές που εκπέμπει ή έχει εκπέμψει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αδυναμία της για παράδειγμα να προχωρήσει σε ένα συγκροτημένο σχέδιο για την άμβλυνση των ανισοτήτων εμπεδώνει την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν γραφειοκρατικό οργανισμό που τα αντανακλαστικά του εξαντλούνται στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Όσοι πιστεύουμε στην ιδέα του κοινού ευρωπαϊκού σχεδίου, έχουμε υποχρέωση να παλέψουμε για διαφορετικές πολιτικές. Και προφανώς η μάχη κατά της διαφθοράς είναι σημαντική.
Αλλά δεν είναι η μόνη. Το κύριο μέτωπο είναι η διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου με συγκεκριμένες κοινωνικές στοχεύσεις. Τονίζω το «κοινωνικές».
Τα όσα έγιναν στην πανδημία, με την αναστολή του συμφώνου σταθερότητας, την εγκατάλειψη των πολιτικών λιτότητας ,τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και τη μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους, το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ECB, μας δείχνουν ότι δυνατότητες αλλαγής υπάρχουν ακόμα και εκεί που μέχρι πρόσφατα τα πράγματα φάνταζαν εξαιρετικά άκαμπτα. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο.
– Γυναίκα και πολιτική. Μιλήστε μας για το πώς διαμορφώνεται ο ρόλος αυτός στην σύγχρονη ελληνική κουλτούρα. Και, αλήθεια πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την πολιτική;
Η ερώτησή σας συμπυκνώνει την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
Η ενασχόληση μίας γυναίκας στην πολιτική εμφανίζεται να είναι κάτι το άξιο διερεύνησης και σχολιασμού. Και είναι φυσικό. Η μακρά παράδοση της πατριαρχίας -αυτή που οδήγησε τον πρωθυπουργό να πει «μα δεν έβρισκα γυναίκες να βάλω στο υπουργικό συμβούλιο»- διαποτίζει τον καθημερινό λόγο και την οπτική μας.
Αυτή τη στιγμή βιώνουμε μία επανάσταση στην ελληνική κοινωνία. Οι γυναίκες, και ειδικά οι νέες γυναίκες, διεκδικούν κι αυτές με αποφασιστικό τρόπο το αυτονόητο: δικαιοσύνη. Και αυτή η τάση ανανεώνει την σύγχρονη πολιτική και κοινωνική μας ζωή.
Έχουμε ακόμα βήματα να κάνουμε -προφανώς. Αυτός είναι ο λόγος που εμείς, στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αποφασίσαμε την ισότιμη έμφυλη ποσόστωση σε όλα τα επίπεδα του κόμματος. Για να δείξουμε ότι υπάρχει τρόπος να σπάσουμε τα στερεότυπα και κυρίως τις βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες για το ποιος δικαιούται και ποια δεν δικαιούται να ασχολείται με την πολιτική.
– Τέλος, μία ερώτηση η οποία αφορά τις γυναίκες, τις μητέρες και τις εργαζόμενες. Υπάρχει συγκεκριμένη ατζέντα στην προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ που να αφορά πρωτοβουλίες για τις γυναίκες εργαζόμενες, τη μείωση του χάσματος των αποδοχών γυναικών – ανδρών και την ενίσχυση της οικογένειας- μείωση υπογεννητικότητας;
Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ένας από τους έξι άξονες που παρουσίασε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αφορούσε το δημογραφικό μέλλον της χώρας.
Η απάντηση σε αυτό το μεγάλο πρόβλημα είναι συγκεκριμένες πολιτικές ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και παρέμβασης στην αγορά εργασίας. Από τα πιο σημαντικά μέτρα που προβλέπουμε στο πρόγραμμά μας είναι η ειδική άδεια μητρότητας σε αυτοαπασχολούμενες, ελεύθερες επαγγελματίες, αγρότισσες. Οι εργαζόμενες αυτές από την επομένη σχεδόν της γέννας καλούνται να βρεθούν στη δουλειά τους, πράγμα αδύνατο.
Κρίσιμο μέτρο είναι και η αναδιαμόρφωση του επιδόματος παιδιού και η μεταφορά της στήριξης αποκλειστικά στη μητέρα, όπως και οι δωρεάν βρεφικοί σταθμοί για όλα τα παιδιά.
Έχοντας πια προσωπική εμπειρία, μπορώ να πω ότι οι εργαζόμενες νέες μητέρες στην Ελλάδα καλούνται να αντιμετωπίσουν το αδύνατο. Να υπάρχουν ταυτόχρονα σε περισσότερα μέρη, να έχουν σωματικές αντοχές και πνευματική διαύγεια που ξεπερνούν τις βιολογικές δυνατότητες και να είναι ανταγωνιστικές στην εργασία τους απέναντι σε συναδέλφους που δεν βιώνουν τέτοιες προκλήσεις.
Άρα ο πυρήνας του ζητήματος αφορά την ανισότητα. Χρειαζόμαστε εργατική νομοθεσία που να δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας και ισονομίας στον χώρο εργασίας, συλλογικές συμβάσεις εργασίας για να εξαλείφονται οι μισθολογικές ανισότητες, ποσοστώσεις διότι η υποαντιπροσώπευση των γυναικών δεν είναι ούτε τυχαίο γεγονός, ούτε αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αλλά αποτέλεσμα κοινωνικά δομημένης ανισότητας απορρέουσα από προκατασκευασμένους ρόλους.
Χρειαζόμαστε και διαρκή ιδεολογική μάχη.