Απαντήσεις στους ισχυρισμούς του κ. Βορίδη έδωσε η Έφη Αχτσιόγλου στη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή.
Η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. τόνισε ότι «ο κ. Βορίδης είπε ότι όλες οι παρακολουθήσεις που γίνονται από την ΕΥΠ κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη είναι νόμιμες και πως η νομιμότητα είναι εγγυητής του κράτους δικαίου. Θεωρεί νόμιμες τις παρακολουθήσεις του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, του αρχηγού ΓΕΣ και του κ. Χατζηδάκη. Δηλαδή, για τον κ. Βορίδη, δικαίως θεωρήθηκε επικίνδυνη για την εθνική ασφάλεια η στρατιωτική ηγεσία της χώρας, διότι όπως γνωρίζει ή θα όφειλε να γνωρίζει, νομιμότητα δεν σημαίνει απλώς τήρηση μίας διαδικασίας, νομιμότητα σημαίνει και ουσιαστικό έρεισμα. Η τήρηση μίας διαδικασίας χωρίς κανένα ουσιαστικό έρεισμα δεν είναι νομιμότητα, αντιθέτως είναι παράβαση καθήκοντος. Η τήρηση της νομιμότητας και άρα το καθήκον της ΕΥΠ και της αρμόδιας εισαγγελέως, δεν είναι να προωθούν και να εγκρίνουν ατεκμηρίωτα αιτήματα αλλά να ελέγχουν την αλήθεια και τη βασιμότητά τους».
Σημείωσε, επίσης, ότι «αυτά που λέει ο υπουργός Εσωτερικών εκθέτουν ακόμη περισσότερο την κυβέρνηση –η οποία γι’ αυτό άλλαξε τους τελευταίους δύο μήνες την αφήγηση και άρχισε να μιλά περί ρυπαρών δικτύων. Σήμερα ο κ. Βορίδης ακύρωσε το αφήγημα περί ρυπαρών δικτύων που λειτουργούν στην ΕΥΠ».
Δεύτερον, πρόσθεσε, «ο κ. Βορίδης είπε ότι όπως σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες έτσι και στην Ελλάδα υπάρχει πολιτική τοποθέτηση του επικεφαλής ο οποίος είναι και υπόλογος. Υποδεικνύοντας τον κ. Κοντολέωντα ή τον κ. Δημητριάδη. Τι ξέχασε; Τον προϊστάμενο, τον κ. Μητσοτάκη, τον άνθρωπο ο οποίος έχει την αρμοδιότητα για την ΕΥΠ, με βάση τη δική του επιλογή, διότι ο ίδιος το νομοθέτησε. Τι άλλο δεν είπε; Ότι η αρμοδιότητα αυτή είναι ανεκχώρητη».
Τρίτον, επισήμανε, «η απόδειξη από την ΑΔΑΕ, την εκ του Συντάγματος αρμόδια αρχή, ότι αυτές οι παρακολουθήσεις συνέβησαν δεν είναι για τον κ. Βορίδη ένα πρόσθετο στοιχείο, ενώ ο ίδιος πριν λίγο καιρό σε κανάλι εθνικής εμβέλειας έλεγε ότι εφόσον υπάρξει στοιχείο που να αποδεικνύει την κατηγορία, αυτό δεν θα σημαίνει απλώς πολιτικές, αλλά κακουργηματικές ευθύνες για τον κ. Μητσοτάκη».
Τέταρτον, ανέφερε, «διαστρέβλωσε τη θέση της ΑΔΑΕ λέγοντας ότι αυτή τάχα μίλησε για νόμιμες επισυνδέσεις, όμως η ΑΔΑΕ δεν έκανε καμία κρίση επί της νομιμότητας, η ΑΔΑΕ επιβεβαίωσε τις παρακολουθήσεις και ενημέρωσε τους πολιτικούς αρχηγούς και τον πρόεδρο της Βουλής».
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «ο κ. Βορίδης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει καμία ευθύνη διότι δεν γνώριζε. Επέλεξε δηλαδή τη θέση που δείχνει ότι ο πρωθυπουργός είναι ανίκανος. Επικίνδυνα ανίκανος. Και άρα θα όφειλε να παραιτηθεί. Όποια υπερασπιστική γραμμή κι αν ακολουθηθεί οδηγεί ευθέως στην παραίτηση. Η μία που λέει ότι δεν γνώριζε και άρα είναι επικίνδυνα ανίκανος να εγγυηθεί την εθνική ασφάλεια και η άλλη που λέει ότι γνώριζε και το συντόνιζε».
Καταλήγοντας, δήλωσε ότι «το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν αφορά μία θεωρητική συζήτηση για την ερμηνεία του Συντάγματος ή του κράτους δικαίου, δεν αφορά καν μία μάχη μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχει κερδισμένος και χαμένος, εδώ είμαστε όλοι χαμένοι από αυτή την υπόθεση, και οι πολιτικοί και οι πολίτες. Διότι αυτή η υπόθεση διαρρηγνύει τη βασική παράμετρο με την οποία συζητούμε και παίρνουμε μία θέση. Την πίστη ότι ένα πολιτικό πρόσωπο πράττει κάτι επειδή το θέλει, επειδή το θεωρεί σωστό και όχι επειδή εκβιάζεται. Αυτή τη συνθήκη έχει διαμορφώσει ο κ. Μητσοτάκης. Αυτή είναι η ανεπανόρθωτη ζημιά που έχει κάνει στη δημοκρατία. Σε αυτή τη διολίσθηση καλούμαστε τώρα να βάλουμε φραγμό. Όσοι από τη ΝΔ συκοφαντούν και βρίζουν, έχουν επίγνωση ότι ένα τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί να σταθεί για πολύ στα πόδια του. Ο φόβος τώρα έχει αλλάξει πλευρά».