Το 1946 δημοσιεύεται στη Σουηδία το βιβλίο ενός δημοσιογράφου με τον προκλητικό τίτλο Είναι ο Σουηδός άνθρωπος; Ο συγγραφέας αποπειράθηκε με αυτό το πόνημα λαϊκής ψυχολογίας να αποκωδικοποιήσει το αίνιγμα του σουηδικού εθνικού χαρακτήρα: πίσω από την τυπική σουηδική ψυχρότητα πίστευε ότι διέκρινε έναν βαθιά ριζωμένο φόβο για τους ανθρώπους, μια ακατανόητη απροθυμία του ατόμου «να διεισδύσει βαθιά σ’ έναν αντίθετης γνώμης συνομιλητή, οιουδήποτε είδους και γένους» και να εξιχνιάσει τις προθέσεις του. Περίπου 75 χρόνια αργότερα, στο διάστημα της πανδημίας, ο διεθνής Τύπος και η διεθνής κοινή γνώμη απορούσαν γιατί η Σουηδία απέφυγε να επιβάλει απαγορεύσεις κυκλοφορίας και οικονομικής δραστηριότητας στους πολίτες της.
Η συζήτηση περί σουηδικότητας ξεκίνησε πολλές δεκαετίες πριν από το 1946 και συνεχίστηκε (όπως και συνεχίζεται) πολλές δεκαετίες μετά, από Σουηδούς και μη. Οι ιστορικοί Χένρικ Μπέργκρεν και Λαρς Τρέγκορντ, συγγραφείς του ανά χείρας βιβλίου, αποκωδικοποιούν το σουηδικό παράδοξο με άξονα την κατεξοχήν σουηδική έννοια του «κρατικού ατομικισμού». Παρακάμπτοντας την περιπτωσιολογία και την εμμονή σε εθνικά στερεότυπα, το βιβλίο ανατρέχει στις ιστορικές, ιδεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις που οδήγησαν σταδιακά στην εδραίωση ενός ιδιότυπου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ του κράτους και του ατόμου στη Σουηδία: το άτομο συμμαχεί με το κράτος ώστε να απαλλαγεί από τους δεσμούς εξάρτησης που χαρακτηρίζουν τους παραδοσιακούς θεσμούς της οικογένειας, της Εκκλησίας κ.λπ. (σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου το άτομο και η οικογένεια συμμαχούν ενάντια στο κράτος, και τη Γερμανία, όπου το κράτος και η οικογένεια συμμαχούν κατά του ατόμου)· μέσω του κράτους κοινωνικής πρόνοιας εξασφαλίζει την αυτονομία του, και ακρογωνιαίος λίθος στη σχέση αυτή είναι η λεγόμενη «σουηδική θεωρία περί αγάπης/έρωτα», που πρεσβεύει ότι η αυθεντική αγάπη και φιλία είναι εφικτή μόνο μεταξύ ατόμων ανεξάρτητων και ίσων.