Η δημοτική παράταξη μένουμε Θεσσαλονίκη ανακοινώνει με το παρόν πως δεν θα συμμετάσχει στις επικείμενες δημοτικές εκλογές. Ένας κύκλος 9 χρόνων κλείνει. Σίγουρα όχι ο τελευταίος, και θα επιδιώξουμε ο καινούργιος που μόλις ανοίγει να είναι αν μη τι άλλο δημιουργικότερος.
Ένας μίνι απολογισμός
Από το 2014, που παρουσιαστήκαμε στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης, δώσαμε πολλές μάχες. Άλλες κερδίσαμε, άλλες χάσαμε.
Όταν το 2014 ασκήσαμε κριτική στον Γιάννη Μπουτάρη για το άνοιγμα της πόλης που επιχειρούσε προς την Τουρκία, λέγοντάς του ότι ο επεκτατισμός και τα αυτοκρατορικά σχέδια της τελευταίας δεν κατευνάζονται με ασκήσεις «χαμηλής πολιτικής» τουριστικές, και πολιτιστικές ανταλλαγές, μας αντιμετώπισαν ως γραφικούς (στην καλύτερη περίπτωση). Σήμερα, το ότι η επεκτατική Τουρκία συνιστά απειλή για τα δύο ελληνικά κράτη –Ελλάδα και Κύπρο– είναι κοινός τόπος.
Το ίδιο συνέβη με τον υπερτουρισμό. Τονίσαμε εξ αρχής ότι η μονομερής επικέντρωση σε αυτόν, όπως ακόμα συμβαίνει με τον Δήμο Θεσσαλονίκης, δεν είναι σε θέση να βελτιώσει το οικονομικό και κοινωνικό τοπίο στην πόλη. Ενώ παράλληλα δημιουργεί επιπλέον ζητήματα, όπως με την αύξηση των τιμών των ενοικίων, ή τονίζει την ανεπάρκεια των υποδομών. Και πάλι, πέσαμε σε τοίχο –καθώς η θεσσαλονικιώτικες ηγεσίες έχουν την τυπική στενομυαλιά μιας κλειστής κάστας που αυτοαναπαράγεται.
Τώρα όμως, τον υπερτουρισμό ή το στεγαστικό πρόβλημα παραδέχονται ακόμα και ο πρωθυπουργός σε συνεντεύξεις του ή οι αρμόδιοι Υπουργοί. Δίχως βέβαια να έχουν καταφέρει να αναπτύξουν τις κατάλληλες πολιτικές ώστε να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα αυτά.
Φυσικά, σε άλλα ζητήματα αποτύχαμε να μετακινήσουμε την ατζέντα. Η ενίσχυση του παραγωγικού ιστού ή το δημογραφικό παραμένουν έξω από τα ραντάρ· το μεγάλο πολιτιστικό, ιστορικό, και εκπαιδευτικό της κεφάλαιο της Θεσσαλονίκης, επίσης δεν έχει αξιοποιηθεί. Και η μονόπλευρη επικέντρωση στην εστίαση και τη διασκέδαση επιμένει στο κλίμα της πόλης, αγγίζοντας τα όρια ενός ξιπασμού.
Κι όλα αυτά παρ’ όλο που η μείωση της παραγωγικής βάσης πιέζει αφόρητα μεσαία και κατώτερα στρώματα –το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της Θεσσαλονίκης πλέον αντιστοιχεί μόνον στο 60% της Αττικής. Την ίδια στιγμή, η πόλη συρρικνώνεται και γερνάει ταχύτατα καθώς ούτε τις υπάρχουσες νέες γενιές δεν μπορεί να συγκρατήσει.
Τα ζητήματα αυτά παραμένουν στο περιθώριο της τοπικής ατζέντας, κι ας έρχονται εκλογές. Και αυτό είναι αντανάκλαση της αποτυχίας σύσσωμου του τοπικού πολιτικού προσωπικού, οπότε, ας μην αναλογιζόμαστε γιατί ούτε τα σκουπίδια δεν μπορεί να μαζέψει.
Δεν λογίζεται θεσμική επάρκεια, εκσυγχρονισμός, ή αποτελεσματικότητα στα αυτονόητα, όταν στο πολιτικό κλίμα της πόλης κυριαρχούν οι στενοί ορίζοντες, και η μεταβολή της τοπικής πολιτικής σε παρακολούθημα του υδροκέφαλου κέντρου (κάτι που μάλιστα συχνά λειτουργεί και ως άλλοθι για το χαμηλό πνευματικό και πολιτικό επίπεδο της πόλης –η γκρίνια για τον αθηνοκεντρισμό ως καταφύγιο ενός επαρχιωτισμού).
Οι ιδεολογικές μας παρεμβάσεις είχαν αντίκτυπο όλα αυτά τα χρόνια, και θα συνεχίσουν να έχουν. Ωστόσο κατάφεραν να επηρεάσουν μόνον αποσπασματικά και δεν συγκρότησαν ευρύτερο ρεύμα.
Υπάρχουν βέβαια και δικές μας ευθύνες που δεν τις υποτιμούμε, λάθη απειρίας και οργανωτική ανεπάρκεια.
Λειτούργησε και μια ρήξη που πραγματοποιήσαμε με κάποτε συνοδοιπόρους, καθώς διαφωνούσαμε με τις αντιεμβολιαστικές θέσεις ή την ρωσοφιλία. Ορισμένοι μας συμβούλεψαν να κάνουμε τα στραβά μάτια ώστε να διατηρήσουμε ερείσματα και σε αυτά τα ακροατήρια. Όμως εμείς δεν είμαστε από εκείνους που θα βάλουν αποσιωποιητικά στη βαρβαρότητα της ρωσικής εισβολής ή στην παράνοια, τον αποσυντονισμό και εν τέλει την εξουδετέρωση του λαϊκού αισθητηρίου που επιχειρήθηκε μέσω του αντιεμβολιαστικού ρεύματος, μόνο και μόνο για να συντηρήσουμε κάποιο «μαγαζάκι» στην εκλογική αγορά.
Μετά την αλλαγή του εκλογικού νόμου από τον Μάκη Βορίδη, που έστρεψε το εκκρεμές από την βαβέλ της απλής αναλογικής στο άλλο άκρο, διευκολύνοντας με τις υπέρογκες απαιτήσεις για την κάθοδο στις εκλογές μόνο τους καθιερωμένους μηχανισμούς και παίκτες, τοπικές δυνάμεις σαν και τη δική μας (πρωτοβουλίες πολιτών) είναι αναγκασμένες να παραμείνουν έξω από το εκλογικό παιχνίδι.
Ο χώρος μας βέβαια δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις παρεμβάσεις του. Θα συνεχίσουμε προς το παρόν ως ιδεολογικός πόλος, γιατί οι απόψεις μας απευθύνονται σε ακροατήρια τα οποία υπερβαίνουν τους παραταξιακούς διαχωρισμούς.
Γενική δυστοκία
Μαζί με τον δικό μας κύκλο στο δημοτικό συμβούλιο, κλείνει και μια τετραετία αμηχανίας για τον δήμο της Θεσσαλονίκης.
Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας δανείστηκε αρκετά στοιχεία που καταθέσαμε για να χτίσει το δικό του πολιτικό προφίλ: υπέρβαση του παλαιού διαχωρισμού αριστεράς-δεξιάς, αναφορά στο κέντρο, σύνθεση πατριωτισμού, εκσυγχρονιστικών εξαγγελιών και μιαν υπόσχεση ανανέωσης.
Πάντως εξ αρχής, υστερούσε σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβάλλοντος. Ωστόσο, το προγραμματικά και ιδεολογικά αβαθές του εγχειρήματός του, η έλλειψη σαφών κοινωνικών συμμαχιών καθώς και ένας ελιτισμός που διακρίνει τα «ρετιρέ» του θεσσαλονικιώτικου κέντρου υπονόμευσαν εκ των έσω το εγχείρημά του.
Η χαρακτηριστική διαχειριστική υστέρηση, η διοικητική αρρυθμία και φαινόμενα καθεστωτισμού ήρθαν ως απόρροια ενός σχήματος διοίκησης το οποίο συγκροτήθηκε εκ των υστέρων κατόπιν μεταγραφών από άλλες παρατάξεις.
Το αποτέλεσμα είναι τα προβλήματα στην καθαριότητα, το σημαντικό έλλειμμα των πολιτικών για το πράσινο, η μηδενική προστιθέμενη αξία στην κοινωνική πολιτική, την εξοικονόμηση ενέργειας, στην υποστήριξη της παραγωγικής βάσης ή τον πολιτισμό.
Έτσι στην ουσία, οι εξαγγελίες με τις οποίες διεκδικεί εκ νέου την εκλογή του είναι απελπιστικά ίδιες με εκείνες του 2019. Κι αυτό γιατί η υλοποίησή τους ελάχιστα προχώρησε μέσα στα 4 προηγούμενα χρόνια. Αυτό το στοιχείο είναι και που τον πλήττει περισσότερο.
Από την άλλη, η αντιπολίτευση κατέρχεται κατακερματισμένη και εν πολλοίς ασυνάρτητη· απόρροια και της αρνητικής κληρονομιάς που άφησε πίσω της η παρούσα αντιπολίτευση στο δημοτικό συμβούλιο.
Υπάρχει μια επιμονή στην επανάληψη της «συνταγής Μπουτάρη», και δυνάμεις που προέρχονται από τους κόλπους της Πρωτοβουλίας ερίζουν για την κληρονομιά του.
Όμως, ένας μεταπρατικός φωταδισμός που εξασφάλιζε τη συσπείρωσή του επισείοντας τον μπαμπούλα της «συντηρητικής πόλης» και της αντέτασσε μια κοσμοπολίτικη αμεριμνησία δεν έχει καμία τύχη το 2023.
Το παγκόσμιο περιβάλλον είναι σκοτεινό, η κρίση έχει εγκαθιδρυθεί ως κανονικότητα, αλλεπάλληλες προκλήσεις γεωπολιτικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές, τεχνολογικές εκθέτουν τις κοινωνίες ως ανοχύρωτες και απαιτούν και από την τοπική αυτοδιοίκηση να υλοποιήσει πολιτικές προστασίας (αρκεί να θυμηθούμε τις θλιβερές επιδόσεις της τελευταίας σε ό,τι είχε από την ευθύνη της για την πρόληψη των πυρκαγιών). Σε αυτές τις συγκυρίες, αυτός ο φλου, ψευδεπίγραφος κοσμοπολιτισμός δεν μπορεί να πάει την πόλη μακριά.
Σε οραματικό και προγραμματικό επίπεδο, υπάρχει μια γενική δυστοκία. Κάτι, που είναι απόρροια ενός βαθύτερου αδιεξόδου: η διαμάχη μεταξύ της υποτιθέμενα κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης και της συντηρητικής πόλης, που από την μια πλευρά υποτιμά την ελληνικότητά της και από την άλλη την έχει μεταβάλει σε φετίχ, και την προτάσσει αρτηριοσκληρωτικά αφαιρώντας την μεγάλη ανανεωτική δυναμική, την αυτοπεποίθηση και τους ανοιχτούς ορίζοντές της, έχει σχεδόν εξαντλήσει την δημιουργική ικμάδα της πόλης. Το αποτέλεσμα είναι ότι κυριαρχούν ένθεν και κείθεν μάλλον καρικατούρες.
Ελπίζουμε η περίοδος αυτή να κλείσει σύντομα. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται αρκετή δουλειά στο κοινωνικό και πνευματικό υπόστρωμα της πόλης. Την επόμενη περίοδο θα συμβάλουμε προς αυτήν την κατεύθυνση, επικεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις μας. Προϋπόθεση εξ άλλου για την πολιτική ανανέωση είναι να υπάρξει μια αφετηρία στο χώρο του πνεύματος και των ιδεών. Και αυτό είναι σήμερα για εμάς το ζητούμενο.
Υ.Γ. Σε ένα επόμενο κείμενο μετά τις εκλογές θα ανακοινώσουμε τις νέες πρωτοβουλίες που θα λάβουμε προς την κατεύθυνση που περιγράψαμε.