του Γιώργου Σχοινά εραλδικού καλλιτέχνη
Ο Γοτθισμός αποτελεί ένα σημαντικό παρακλάδι του Ρομαντισμού. Ενός καλλιτεχνικού φαινομένου που άνθισε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, μεσουράνησε κατά τον 19ον , ενώ τα ίχνη του παρέμειναν ορατά μέχρι τις αρχές του 20ου. Το συγκεκριμένο ιδίωμα αφορά όλες τις τέχνες, στο παρόν κείμενο όμως θα προσεγγιστεί αποκλειστικά μέσω της λογοτεχνίας.
Η διαφορά του γοτθισμού σε σχέση με άλλα είδη ρομαντισμού, είναι η σκοτεινή ατμόσφαιρα και η αντιπαράθεση του ανθρώπου με τον θάνατο- κυριολεκτικά ή μεταφορικά- δηλαδή όχι αποκλειστικά σε φυσικό, αλλά και μεταφυσικό ή υπαρξιακό επίπεδο. Παρουσιάζει, δηλαδή, μία σειρά από εσωτερικές εμπειρίες του δημιουργού, που σχετίζονται με αυτά τα θέματα, όχι μέσω λογικής ανάλυσης, διαλεκτικής ή έστω κάποιας ηθικοπλαστικής προσέγγισης (όπως η ψυχολογία, η επιστήμη, ή η ηθική), αλλά μέσα από την δημιουργική εκτόνωση έντονου συναισθήματος. Αυτή η συναισθηματική ένταση, άλλωστε, αποτελεί το κύριο συστατικό της ρομαντικής τέχνης εν γένει.
Αυτό όμως δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει να θεωρήσουμε, ότι στερείται βάθους ή πληροφορίας που να αφορά τον άνθρωπο σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Μάλλον του εναντίον: Ο Γοτθισμός δύναται- απαλλαγμένος από την λογική (κατά την στενή έννοια) και την ηθική (με την κοινωνική ή θρησκευτική της μορφή)- να δώσει διέξοδο στις μύχιες και πιο σκοτεινές εκφάνσεις της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας, φωτίζοντας σημεία που παραμένουν απωθημένα. Ο Γοτθισμός, ως ρομαντισμός, καταφέρνει να παρουσιάσει αυτές τις εσωτερικές εμπειρίες μέσα από διάφορες μορφές- συχνά τυποποιημένες- όπως είναι για παράδειγμα, ένα σκοτεινό δάσος, ένα εγκαταλειμμένο κτήριο, μία βόλτα σε κάποιο μαυσωλείο, ο θάνατος ενός προσώπου (συνήθως κάποιας όμορφης, νέας γυναίκας), ένα τέρας που μπορεί να κρύβεται σε ένα σκοτεινό υπόγειο κλπ.
Σκοπός όλων αυτών των συμβολικών μέσων, είναι η δημιουργία μίας υποβλητικής σκηνής που να προκαλεί σημαντικό συναισθηματικό αντίκτυπο στον αναγνώστη, με απώτερο πιθανό στόχο την παράθεση προβληματισμών επί συνειδησιακών καταστάσεων του ατόμου, χωρίς το απαραίτητο φίλτρο της έξωθεν κυρίαρχης αντίληψης ή του ουμανιστικού υλισμού. Έτσι, ως είδος, ανταποκρίνεται καλύτερα σε εκείνους τους αναγνώστες που και οι ίδιοι, από ιδιοσυγκρασίας, διαθέτουν αντίστοιχες τάσεις και εμπειρίες- που συγκινούνται από παρόμοια τοπία, εικόνες, ήχους…
Η σκοτεινή ατμόσφαιρα και η υπαρξιακή διάσταση του γοτθισμού, εισάγουν σε αυτόν το στοιχείο του τρόμου, σε σημείο που αυτός τείνει να κυριαρχεί, σε πλείστες περιπτώσεις. Έτσι, καταλήγουμε να ομιλούμε περί Γοτθικού Τρόμου, με τον δεύτερο να αναβιβάζεται σε συστατικό στοιχείο του είδους. Ωστόσο, ο γοτθικός τρόμος διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη τρόμου, στο βασικό σημείο πως δεν αντλείται από τον φυσικό κίνδυνο και την απτή φρίκη (όπως παραδείγματος χάριν εάν μας κυνηγάει ένα θηρίο να μας κατασπαράξει) ή από ωμές εικόνες (όπως η περιγραφή του αίματος ή μίας ανοικτής πληγής), αλλά αντλείται από την συναισθηματική και βαθύτερη εμπειρία που προκαλείται στον αναγνώστη, περισσότερο από αυτά που «δεν λέγονται» ή δεικνύονται συμβολικά. Εκεί, ακόμα και εάν ο φυσικός κίνδυνος εμπεριέχεται, δεν αποτελεί το σημείο εστίασης της συγκινησιακής φόρτισης. Αυτό το γεγονός, κατά την άποψή μου, σηματοδοτεί την ποιοτική διαφορά που αναβιβάζει τον γοτθικό τρόμο ως είδος ανώτερο από το οποιοδήποτε άλλο είδος τρόμου έχει υπάρξει.
Ο Γοτθισμός, φυσικά, διαθέτει επικριτές, που βασίζονται κυρίως σε παρόμοια επιχειρήματα με τους επικριτές της λογοτεχνίας του φανταστικού. Με λίγα λόγια, η εισαγωγή φαντασιακών στοιχείων σε συνδυασμό με την εκμαίευση του ενδιαφέροντος μέσα από την πρόκληση αρχέγονων φόβων, έχει θεωρηθεί πως συνιστά μία λογοτεχνία «εύκολη», ιδίως για κάποιον που δεν θα ήταν ικανός να συγγράψει κάτι που να άπτεται της πραγματικότητας, με κάποιο ενδιαφέρον. Αυτή είναι μία προκατάληψη που ελπίζω πως θα θιχτεί μέσω του παρόντος, καθώς θα γίνουν αντιληπτές οι βάσεις του γοτθισμού στην μεσαιωνική κουλτούρα, συνδεόμενη με το “dance macabre” και την θεματολογία του «Έρως και Θάνατος»- στοιχεία πολιτισμού που μας βοηθούν να ανιχνεύσουμε γιατί αυτά τα θέματα παραμένουν σημαντικά για τον άνθρωπο της διανόησης- τον άνθρωπο που προβληματίζεται- διαχρονικά.
Ως καλλιτέχνης (λάτρης του είδους), αλλά και βιβλιοσυλλέκτης, αποφάσισα να ανοίξω την βιβλιοθήκη μου και κάνω μία συνοπτική αναφορά στα λογοτεχνικά έργα Γοτθικού Τρόμου, που είναι είτε τα αντιπροσωπευτικότερα του είδους, είτε τα θεωρούμενα ως σημαντικότερα, είτε εκείνα που άγγιξαν τον προσωπικό μου ψυχισμό και την φαντασία περισσότερο, μέσα από την πολυετή ενασχόλησή μου.
Για μένα, ο σκοπός αυτής της προσπάθειας θα έχει επιτευχθεί, εάν βοηθήσω έστω έναν νέο ή παλαιό λάτρη του είδους στις αναζητήσεις του, όχι από την θέση του ειδικού, αλλά εκείνη του ερασιτέχνη ως εραστή- της- τέχνης.
Ας αρχίσουμε λοιπόν:
1-Οράτιος Ουόλπολ «Το Κάστρο του Οτράντο» (1764):
Το μυθιστόρημα αυτό του Άγγλου ευγενούς Ουόλπολ, ενός σημαντικού ανθρώπου του πνεύματος της εποχής του, θεωρείται το πρώτο λογοτεχνικό δείγμα του είδους, που άλλωστε άτυπα το τιτλοδοτεί, καθώς διαθέτει τον υπότιτλο «μία γοτθική ιστορία». Με αυτό ξεκινά η χαρακτηριζόμενη ως κλασική γοτθική περίοδος για την λογοτεχνία, που ολοκληρώνεται- σύμφωνα με τους ειδικούς- κάπου στις αρχές του επόμενου αιώνα. Κάποια λογοτεχνικά στοιχεία που ανακαλύπτουμε εδώ, θεωρήθηκαν μετέπειτα ως χαρακτηριστικά στοιχεία του είδους, όπως η δυσοίωνη ατμόσφαιρα, το παλιό κάστρο, η οικογενειακή κατάρα, τα ανεξερεύνητα υπόγεια κ.α. Έντονα είναι τα κλασικά, ρομαντικά στοιχεία – ως φυσική συνέχεια του «ήθους του αυλικού έρωτα»- όπως για παράδειγμα η «δεσποσύνη σε κίνδυνο» και ο πνευματικός, αλτρουιστικός έρωτας. Καθόλου παράδοξο, περισσότερο διότι η ιστορία διαδραματίζεται τον 15ο αιώνα, που υπήρξε η περίοδος της πρώτης ακμής αυτών των ιδεών. Έτσι κατανοούμε πως, εξ αρχής, ο Γοτθισμός και ο Μεσαιωνισμός συνδέονται.
2- Άνν Ράντκλιφ, «Τα Μυστήρια του Ουντόλφο» (1794):
Η Αγγλίδα Ράντκλιφ θεωρείται η κλασικότερη και η πλέον δημοφιλής κατά την εποχή της, συγγραφέας γοτθικών ρομάντζων. Το συγκεκριμένο έργο αναφέρεται εδώ απλά ως ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής της, καθώς η ίδια ήταν πολυγραφής, ενώ δύσκολα θα ξεχώριζα κάποιο έργο της ως το σημαντικότερο. Η Ράντκλιφ έχει συχνά κατηγορηθεί πως εκπροσωπεί αυτό που χαρακτηρίστηκε σαν «γυναικεία λογοτεχνία», με την έννοια του ελαφρού αναγνώσματος που θα ταίριαζε περισσότερο σε κάποια σειρά εκδόσεων «τσέπης». Ας αποστασιοποιηθώ από αυτή την άποψη λέγοντας πως παρόμοιοι χαρακτηρισμοί είναι τουλάχιστον ασαφείς και θα αφήσω την τελική κρίση στον ίδιο τον αναγνώστη.
3-Τζώρτζ Γκόρντον, Λόρδος Μπάυρον, «Μάνφρεντ» (1817)
Εδώ ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή με ένα έργο με μεγάλο πνευματικό, εσωτερικό νόημα και – φυσικά- δεν θα περιμέναμε τίποτα λιγότερο από έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών. Θα το χαρακτήριζα μάλιστα τολμηρό, διότι θίγει ζητήματα που άπτονται της θρησκείας με τρόπο που αμφισβητεί τις «βιβλικές αλήθειες», σε μία εποχή που κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει ελαφρά τη καρδία. Ωστόσο, δεν νομίζω πως ο ίδιος ο δημιουργός στόχευε να θίξει τα θρησκευτικά αισθήματα των ανθρώπων (κατά την έννοια που ένας σύγχρονος θα ανέμενε) αλλά περισσότερο να τονίσει την εσωτερική πάλη του «καταραμένου» ήρωα. Το έργο λαμβάνει την μορφή δραματικού ποιήματος (χωρίς την πρόθεση να παιχτεί πραγματικά ως θεατρικό). Το έργο δεν βασίζεται στην πλοκή, αλλά στην παράθεση και περιγραφή των εσωτερικών εμπειριών του ήρωα, με έντονες υπαρξιακές διαστάσεις, ενώ η εισαγωγή των φαντασιακών στοιχείων γίνεται μόνο κατά τα πλαίσια που εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό και την δημιουργία μίας υποβλητικότητας αντάξιας του μεγάλου ρομαντικού ποιητή. Σίγουρα όχι ένα ελαφρύ ανάγνωσμα, που τα «μυστικά» του πιθανώς να μην αποκαλύπτονται με την πρώτη ανάγνωση.
4-Τζών Ουίλλιαμ Πολιντόρι, «Το Βαμπίρ» (1819)
Η αξία αυτού του έργου είναι περισσότερο ιστορική, καθώς εδώ λαμβάνουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του λογοτεχνικού βαμπίρ, όχι με την μορφή ενός τέρατος, αλλά ως ενός σαγηνευτικού ευγενούς που ξεγελά τα θύματά του μέσω της γοητείας του- πολύ πριν την έκδοση του «Δράκουλα» του Στόουκερ. Επομένως, ο ήρωας αντιμετωπίζει ένα είδος ενεργειακού βαμπίρ που τρέφεται με την δυστυχία που προκαλεί στα θύματά του, τα οποία σαγηνεύει προς μία έκλυτη και ακόλαστη ζωή με πρόσκαιρα οφέλη αλλά μεγάλο τίμημα.
Αυτή η λογοτεχνική επίτευξη δεν θα έπρεπε ίσως να αποδοθεί σε κάποια ιδιοφυία του δημιουργού, αλλά μάλλον ως παρενέργεια, καθώς γίνεται σαφές καθ όλη την εξέλιξη της πλοκής, πως ο συγγραφέας περιγράφει στο πρόσωπο του ανταγωνιστή, τον Λόρδο Βύρωνα, με τον οποίο είχε άλλωστε μία ιστορική, μακρά αντιζηλία. Κατά τα άλλα είναι ένα μέτριο έργο, άξιο όμως να διαβαστεί για ιστορικούς λόγους και κάποια στοιχεία πρωτοτυπίας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Πηγή: https://avalonofthearts.gr/enas-mesaionistis-epilegei-a/