Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δείχνει πως δεν θα έχει σύντομο τέλος. Οι προβλέψεις για την εξέλιξή της πολλές, άλλες τόσες όμως και για τη «επόμενη μέρα». Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα από αυτές τις μεταπολεμικές προβλέψεις, είναι ότι θα ακολουθήσει ένας παρατεταμένος και δαπανηρός, στη βάση του «οικονομικός» Ψυχρός Πόλεμος, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και της Κίνας για τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση -για μια ακόμη φορά – σε διεθνή κρίση, δείχνει ανέτοιμη και αιφνιδιασμένη.
Στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει μια φράση-ορόσημο, η οποία αναφέρει πως: «Όποιος έχει την στρατιωτική ισχύ παίρνει και τις αποφάσεις».
Η πολιτική του Αμερικανού προέδρου έδειξε να στοχεύει ακριβώς σε αυτό, γεγονός, που γίνεται ξεκάθαρο από τον προϋπολογισμό ρεκόρ για τις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ. Ο κύριος στόχος είναι διττός. Πρώτο να διασφαλίζει την ισχυρή στρατιωτική παρουσία στα ρωσικά σύνορα, που θα «ασφαλίσει» αυτόν το νέο Ψυχρό Πόλεμο (όπως και τον προηγούμενο) και δεύτερο να θέσει ένα «τείχος προστασίας» στους συμμάχους της στον Ειρηνικό, έναντι της Κίνας.
Παράλληλα, αναμένονται κι άλλες αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες και απουσία διπλωματικού διαλόγου σε εκείνους τους σημαντικούς τομείς όπου υπήρχαν Ρώσο-Αμερικανικές συμφωνίες κορυφής. Αυτοί οι τομείς περιλαμβάνουν μια ποικιλία ζητημάτων ελέγχου των συμβατικών όπλων και αφοπλισμού, όπως η διακοπή της διάδοσης των πυρηνικών όπλων και ο περιορισμός της χρήσης τους στον στρατιωτικό ανταγωνισμό, καθώς και η αντιμετώπιση εξεγέρσεων και τρομοκρατίας, η περιβαλλοντική κρίση και οι μελλοντικές πανδημίες.
Είναι επίσης δύσκολο να φανταστεί κανείς την Μόσχα να επιδιώξει διπλωματικές λύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο η Ουάσιγκτον οραματίζεται ένα διευρυμένο ΝΑΤΟ, με περισσότερα από 30 μέλη, με κύρια στρατιωτική βάση στην Πολωνία, αντιπυραυλική άμυνα από την Βαλτική έως την Κρήτη και τη χρήση των λιμανιών και των στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε Ρουμανία, Βουλγαρία και εν μέρει και στην Ελλάδα για την επόπτευση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα και την Μεσόγειο.
Είναι «ηλίου φαεινότερο», έστω και με καθυστέρηση, ότι ήρθε η στιγμή για την ΕΕ να χαράξει τη δική της πολιτική, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο σε αυτό το ναρκοθετημένο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό πεδίο του «παίγνιου ισχύος».
Την ίδια στιγμή και η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτό το μετερίζι των μεγάλων αποφάσεων. Η γειτονική μας χώρα εξ ανατολών συνεχίζει να χλευάζει, να απειλεί αλλά και να παζαρεύει υπό την καθοδήγηση του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.
Και η δυσκολότερη ώρα είναι τώρα με τον Tούρκο pρόεδρο να παίζει «κορώνα-γράμματα» την πολιτική του επιβίωση. Στη γειτονική μας χώρα, η οικονομική και κοινωνική κρίση έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενώ η τουρκική πολιτική ελίτ του Ταγίπ Ερντογάν έχει παραβιάσει τόσες πολλές φορές το σύνταγμα της χώρας του και τους υφιστάμενους εσωτερικούς, αλλά και διεθνείς νόμους, που δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει τις εκλογές.
Στην Ελλάδα η όλη κατάσταση δεν είναι καλή. Η αντίληψη «το κράτος είμαι εγώ» διέπει βασικό κομμάτι της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως αποδείχτηκε από την αρχή της ανάληψης της εξουσίας, από το 2019 μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα: Κατάργηση και περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, διάλυση του κοινωνικού κράτους, ακρίβεια και αλλοίωση του δημόσιου χαρακτήρα των δομών υγείας και παιδείας.
Και σε όλα τα παραπάνω, έρχονται να προστεθούν τώρα και οι παρακολουθήσεις υπουργών, αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων, πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων, ως μέσο για την διατήρηση της εξουσίας από τον κ. Μητσοτάκη.
Τούτων δοθέντων, είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις, που βρίσκονται απέναντι σε αυτή τη λαίλαπα, να σταματήσουμε αυτή τη ρότα που μας οδηγεί με ταχύτητα στα βράχια και να επαναπροσδιορίσουμε την γεωστρατηγική και γεωπολιτική εικόνα, το ρόλο και τη θέση της χώρας μας στο διεθνές περιβάλλον, κάτι το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει αποδείξει ως κυβέρνηση πολλάκις στο παρελθόν, δημιουργώντας συμμαχίες τις οποίες σήμερα η κυβέρνηση έχει «βάλει στον πάγο», αγνοώντας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να στηρίζεται σε μία «φιλία» αλλά σε πολλές, ασκώντας ενεργητική πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, πυλώνας σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή, με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.