Γράφει ο Κωνταντίνος Χρυσόγελος
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Σάμιος
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, επισκέφτηκε τη χώρα μας ο σπουδαίος Herbie Hancock, μία «κορυφαία μορφή της σύγχρονης μουσικής», όπως εύστοχα χαρακτηρίζεται στο συνοδευτικό κείμενο της εκδήλωσης. Η συναυλία πραγματοποιήθηκε τη ζεστή αλλά ατμοσφαιρική βραδιά της 11ης Ιουλίου 2023, στο πάντα γοητευτικό Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Για τον Hancock πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς, όπως ότι έχει εξήντα συναπτά έτη δισκογραφικής παρουσίας, συνοδευόμενης από πλείστες όσες καλλιτεχνικές και εμπορικές διακρίσεις, ή ότι στα 83 του χρόνια βάζει κάτω με την ενεργητικότητα και το επικοινωνιακό του χάρισμα πολλούς τριαντάρηδες. Αυτονόητα μία μουσική προσωπικότητα τέτοιου βεληνεκούς δεν θα μπορούσε παρά να χοροστατεί ενός χαρισματικού μουσικού συνόλου.
Πράγματι, το κουιντέτο που απολαύσαμε εκείνη τη βραδιά, μπροστά από μία ποικίλως φωτισμένη σκηνή και με υπόβαθρο τον ασυναγώνιστο θερινό ουρανό της Αθήνας μας, περιλάμβανε, πλην του κορυφαίου Hancock (πιάνο, πλήκτρα, συνθεσάιζερ και κιθαρόπληκτρα), τους βιρτουόζους τζαζ-φανκ φιουζιονίστες Terence Blanchard (τρομπέτα και πλήκτρα), James Genus (μπάσος), Lionel Loueke (κιθάρα), καθώς και τον 24χρονο (!) Jaylen Petinaud στα τύμπανα.
Η μπάντα εκτέλεσε άψογα το υλικό της, αρχής γενομένης από μία εκτεταμένη «Οβερτούρα», βασισμένη στον δίσκο Gershwin’s world (1998), ενσωματώνοντας όμως μουσικά στιγμιότυπα από όλη την καριέρα του Hancock, μεταξύ αυτών το πασίγνωστο «Rockit» (από τον δίσκο Future shock του 1983), όπως και ένα γρήγορο πέρασμα από το περίφημο «Chameleon» (από τον ιστορικό φανκ δίσκο Head hunters του 1973). Συνέχεια με το κομμάτι «Footprints» του προσφάτως εκλιπόντος τζαζίστα Wayne Shorter, το οποίο ακολούθησε το «Actual proof» από τον δίσκο του Hancock Thrust (1974). Το επόμενο μέρος διανθίστηκε με εκτεταμένους και άκρως εντυπωσιακούς αυτοσχεδιασμούς, καθώς και με τα απαραίτητα σόλο του κάθε μουσικού, με πιο αξιομνημόνευτο εκείνο του Petinaud στα τύμπανα.
Το φινάλε δεν μπορούσε παρά να ανήκει δικαιωματικά στην πλήρη εκτέλεση του «Chameleon» (θυμίζω ότι ένα μικρό μέρος είχε ενταχθεί και στην εισαγωγική «Οβερτούρα»), τούτο το επικό φανκ αριστούργημα που δεν έχει γεράσει διόλου παρά τον μισό αιώνα που κουβαλά στην πλάτη του. Φυσικά, αυτό που ακούσαμε διέφερε σημαντικά από τον δίσκο (Head hunters, που ήταν και το όνομα του μουσικού σχήματος του Hancock στα μέσα της δεκαετίας του 1970), αφού μετά το βασικό μοτίβο της σύνθεσης ο Hancock επιδόθηκε σε ένα απίστευτο σόλο στα κιθαρόπληκτρα (αγγλιστί keytar = υβριδικό όργανο που συνδυάζει τεχνικές παιξίματος κιθάρας και πλήκτρων) που δημιούργησε εκστατικές αντιδράσεις στο ενθουσιασμένο κοινό. Μετά το πέρας της ερμηνείας, που όλοι ευχόμασταν να μην τελείωνε ποτέ, ο εύχαρις Hancock χαιρέτισε προς όλες τις μεριές του θεάτρου και αποχώρησε εν μέσω ασταμάτητου χειροκροτήματος.
Εν είδει επιλόγου, πρέπει να σημειωθεί η χαλαρή και χαρωπή ατμόσφαιρα που διείπε όλη τη συναυλία και η οποία οφειλόταν πρωτίστως στη θετική αύρα που περιέβαλλε το μουσικό σχήμα. Επικοινωνιακοί, γελαστοί και προσιτοί, οι πέντε καλλιτέχνες έδειξαν ότι δεν ξεπλήρωναν ανόρεχτα κάποιο επαγγελματικό χρέος, αντίθετα απολάμβαναν κάθε δευτερόλεπτο που βρίσκονταν στη σκηνή. Η ευγνωμοσύνη τους απέναντι στους θεούς της μουσικής και στο κοινό τους ανταποδόθηκε στο έπακρο. Τελικά ουδείς έφυγε δυσαρεστημένος από το Ηρώδειο. Και εις άλλα με υγεία.