Καζαντζάκης εναντίον Οπενχάιμερ!

* Γράφει ο μεγάλος στοχαστής στον Ανήφορο, ενώ βρίσκεται στην Αγγλία, λίγο μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών.

Κατά τα ξημερώματα έσυρε φωνή ο Κοσμάς και τινάχτηκε από το κρεβάτι. Είχε δει όνειρο τρομαχτικό: ένας πελώριος γορίλλας, όρθιος, κρατούσε αναμμένο δαυλό κι έτρεχε σε μια μεγάλη πολιτεία, από χτίρι σε χτίρι, κι έβανε φωτιά. Γελούσε, πηδούσε, μούγκριζε από τη χαρά του, έτρεχε μέσα στους καπνούς κι ευτύς ως άγγιζε το δαυλό στους τοίχους των σπιτιών, μονομιάς οι πέτρες, τα ξύλα, τα σίδερα έπαιρναν φωτιά, τινάζουνταν στον αγέρα κι έπεφταν στάχτη. Ο ουρανός είχε μαυρίσει, έτρεμε η γης και ξαφνικά ανάμεσα από τους καπνούς ο Κοσμάς ξέκρινε τους πύργους του Ουεστμίνστερ – κι ένιωσε πως ήταν η Λόντρα που καίγουνταν. Έσυρε φωνή και τινάχτηκε από το κρεβάτι.

Κοίταξε από το τζάμι· είχε αρχίσει να ξημερώνει, το φως πάλευε με το σκοτάδι, τα σπίτια ακόμα κοιμούνταν, μακριά ακούστηκε ένα τραίνο να σφυρίζει, λαχανιασμένο.

«Σα να μην ήταν όνειρο», συλλογίστηκε ο Κοσμάς τρομαγμένος ακόμα, «σα να ξεσκίστηκε, μια στιγμή, μέσα στον ύπνο μου, η πρόχειρη μάσκα, από βολικές αλήθειες, από βολικές ψευτιές, που σκεπάζει την άβυσσο και φάνηκε το αληθινό της το πρόσωπο…»

Προσπάθησε ο Κοσμάς να γαληνέψει, άνοιξε ένα βιβλίο που είχε φέρει μαζί του από την Ελλάδα, τον Όμηρο, μπήκε, όπως μπαίνουμε στη θάλασσα, στους μακρόσυρτους, κυματόχαρους στίχους για να ξεχάσει, μα δεν μπόρεσε· ο γορίλλας έτρεχε από το ένα μελίγγι του στο άλλο, κραδαίνοντας τον αναμμένο δαυλό του, και γελούσε.

«Άσκημα άρχισε η μέρα μου τούτη, κακά μηνύματα μου στέλνουν, κάτω από την καταπαχτή τους, οι δαιμόνοι…» Ακούμπησε στο τζάμι, γούρλωσε τα μάτια, κοίταζε έξω. «Χανόμαστε, χανόμαστε», μουρμούρισε, «και κανένας δεν το ξέρει…» Είδε πάλι την Κρήτη, την Ελλάδα, την Ευρώπη, τη μεταπολεμική αποσύνθεση του κόσμου, την πείνα, τη γύμνια, την αβεβαιότητα… «Πού πάμε;» φώναξε. «Χανόμαστε!»

Μια πρωτόγονη ορμή τρικύμισε το αίμα του – σαν όντας στο μικρό χωριουδάκι του ένας πρόγονος Κρητικός ξέκρινε πρώτος από μακριά τους Τούρκους και χιμούσε, έπιανε το σκοινί της καμπάνας κι άρχιζε να χτυπάει και να φωνάζει… Όμοια και τώρα ο Κοσμάς τινάχτηκε, σα να ’θελε να πεταχτεί στους δρόμους, να χτυπήσει τις πόρτες, να βαρέσει τις καμπάνες, να φωνάξει βοήθεια!

Σα μια Πομπηία του φάνηκε ξαφνικά ο κόσμος, λίγη ώρα πριν από την έκρηξη· και πήρε πρώτος αυτός το μήνυμα και περπατάει στους εύθυμους ανυποψίαστους δρόμους της Πομπηίας και βλέπει, και ξέρει κι αρχίζει τις φωνές και κανένας δεν τον ακούει· κι αν τον ακούσει κανένας, γελάει και κουνάει το κεφάλι.

— Τι να κάμω; μουρμούριζε. Ποιος θ’ ακούσει; Κι αν ακούσει, ποιος θα πιστέψει;

Πλαντούσε, άνοιξε το παράθυρο· είχε πια καλά ξημερώσει – ακούστηκαν αυτοκίνητα, μακρινά τραίνα, άναψαν στα σπίτια τα φώτα, η μεγάλη πολιτεία ξυπνούσε. Είχε πάψει η βροχή, οι τοίχοι και τα δέντρα φωσφόριζαν ανάρια στο πρωινό φως.

— Τι να γίνεται ο κόσμος σήμερα, μουρμούρισε ο Κοσμάς, τι καινούριες συφορές να σωριάστηκαν σε μια νύχτα;

Κατέβηκε, πήρε εφημερίδες, ανέβηκε πάλι βιαστικά στο δωμάτιό του να τις διαβάσει. Αυτός που άλλη φορά έκανε μήνες ν’ αγγίξει εφημερίδα, τώρα κάθε πρωί περιμένει ανυπόμονα να διαβάσει το δελτίο αυτό του άρρωστου κόσμου να δει πώς πέρασε τη νύχτα του κι αν είναι καλύτερα… Ο Όμηρος, ο Ντάντες, ο Σαίξπηρ, οι τρεις αγαπημένοι του θεοί, έμεναν στο ράφι και περίμεναν να σωθούμε πρώτα, να ζήσουμε πρώτα κι ύστερα να ’ρθουν αυτοί να δώσουν νόημα κι ομορφιά στη ζωή μας.

Βυθίστηκε στο διάβασμα. Δυσπιστίες, μίση, καμιά συνεννόηση, οι λαοί ανήσυχοι, πεινασμένοι, αδικημένοι, πληθυσμοί μετατοπίζουνταν ζητώντας γης να ριζώσουν, πνίγουνταν η φωνή της ελευτερίας, ξυπνούσε πάλι το χτήνος στα σωθικά του ανθρώπου κι ετοιμάζουνταν πάλι να χιμήξει…

Κι άξαφνα ο Κοσμάς τινάχτηκε: Στο μακρινό νησάκι του Ειρηνικού, στο Μπικίνι, όλες οι ετοιμασίες είχαν γίνει, για να ρίξουν καινούρια ατομική μπόμπα και να δοκιμάσουν τη δύναμή της· είχαν τοποθετήσει τα καταδικασμένα σε θάνατο καράβια, είχαν βάλει μέσα τους γουρούνια, κατσίκες, άλογα και πολλά τα είχαν ντύσει, για να δουν τι εμπόδιο μπορεί να φέρει το ρούχο στις ατομικές αχτίδες. Δοκίμαζαν να βρουν ποιος είναι ο καλύτερος κι ασφαλέστερος τρόπος να σκοτώνουν όσους μπορούν περισσότερους ανθρώπους και να κάνουν στάχτη όσο μπορούν γρηγορότερα τις πολιτείες…

— Καλά ήταν, πετυχεμένα, μα δεν τους έφταναν τα δυο πειράματα που έκαμαν στάχτη τις δυο γιαπωνέζικες πολιτείες και σκότωσαν πάνω από εκατό χιλιάδες ανθρώπους… Καλά ήταν, μα πρέπει να βρουν καλύτερα.

Απελπισμένος, έκλεισε ο Κοσμάς τα μάτια κι είδε την Ιαπωνία, όπως την είχε χαρεί λίγο πριν από τον πόλεμο, μιαν άνοιξη… Φανάρια, μεταξωτά, πολύχρωμες χάρτινες ομπρέλες, έβρεχε σιγά κι έλαμπαν τα χαμόγελα των γυναικών και χτυπούσαν χαρούμενα πάνω στις πέτρες τα τσόκαρα. Πήγαινε κι αυτός μαζί με τους προσκυνητές, κάτω από τις ανθισμένες κερασιές, στο μεγάλο άγαλμα του Βούδα να προσκυνήσει. Τι γαλήνια χαρά ήταν εκείνη, τι γλύκα, τι ζέστα τρυφερή μέσα στο αριό ψιχάλισμα, πώς χαμογελούσε, μουσκεμένος, περιπλεμένος με ανθισμένα κλωνάρια, κάτω από προαιώνια δέντρα, ήσυχος, σίγουρος, αθάνατος μέσα στο θάνατο, ο Βούδας!

Και ξαφνικά δυο αεροπλάνα… Ο Κοσμάς πέταξε την εφημερίδα, τινάχτηκε απάνω· ολομεμιάς ο νους του είχε φωτιστεί, είδε! Τ’ όνειρο, που πηγαινόρχουνταν στα μελίγγια του, στάθηκε, πήρε νόημα· κατάλαβε τώρα ποιος ήταν ο γορίλλας και τρόμαξε…

— Πολύ γρήγορα, μουρμούρισε, εμπιστεύτηκε ο Θεός στα χέρια του ανθρώπου τόση δύναμη! Δεν έπρεπε να εμπιστευτεί ο Θεός τη φωτιά στο γορίλλα!

Exit mobile version