Στη διαπίστωση πως η δυναμική των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα έχει επιβραδυνθεί, λόγω των συνθηκών που προκαλούνται από την πανδημία προχώρησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην 9η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδος που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα. Συνολικά, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο στην εφαρμογή ορισμένων μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων και προβλέπει ανάπτυξη κατά 3,5% το 2021, υπό την προϋπόθεση πως οι εμβολιασμοί θα προχωρήσουν σύντομα και το διεθνές περιβάλλον θα επιτρέψει την έλευση τουριστών το καλοκαίρι.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται πως η οικονομική ανάκαμψη αναμένεται να παραμείνει αναιμική κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021, καθώς τα μέτρα περιορισμού που ανακοινώθηκαν τον Νοέμβριο του 2020 παραμένουν σε ισχύ, πράγμα που συνεπάγεται σοβαρούς περιορισμούς στον τομέα των υπηρεσιών. «Αυτά τα απαραίτητα μέτρα για τη διάσωση ζωών αναμένεται να καθυστερήσουν περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη», τονίζεται.
Στο σημείο αυτό προστίθεται πως η χειμερινή πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα θα φτάσει το 3,5% το 2021 και το 5% το 2022, κυρίως λόγω της εγχώριας ζήτησης. Η εκτίμηση αυτή προϋποθέτει ότι ο εμβολιασμός θα επιτύχει σταδιακά να προστατεύσει τους πιο ευάλωτους έως τα μέσα του 2021, επιτρέποντας μια χαλάρωση των μέτρων περιορισμού κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021.
«Ο εξωτερικός τομέας προβλέπεται επίσης να προσφέρει θετική συμβολή στην ανάπτυξη, αν και λιγότερο ισχυρή από ό, τι αναμενόταν προηγουμένως, καθώς ο τουρισμός μπορεί να χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να ανακάμψει πλήρως. Η προβολή προϋποθέτει ότι η δημοσιονομική πολιτική το 2021 θα συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία με στοχευμένες παρεμβάσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά», σημειώνεται σχετικά.
Πάντως, η Κομισιόν σημειώνει πως η αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές της οικονομίας παραμένει υψηλή.
«Οι προβολές υπόκεινται σε σημαντική αβεβαιότητα που συνδέονται κυρίως με την εξέλιξη της πανδημίας και την επιτυχία της εκστρατείας εμβολιασμού. Η πρόοδος στην καταπολέμηση της πανδημίας, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς, είναι επίσης κρίσιμη για την ανάκαμψη της τουριστικής βιομηχανίας», αναφέρεται σχετικά.
Κατά την έκθεση, η αβεβαιότητα αφορά επίσης στην ταχύτητα ανάκαμψης του ιδιωτικού τομέα μετά τη άρση των μέτρων στήριξης και από το πως θα γίνει η διαχείριση των χρεών που έχουν συσσωρευθεί.
«Οι αδυναμίες στη δομή του ισολογισμού του ελληνικού εταιρικού τομέα συντελούν στους κινδύνους ανάκαμψης», τονίζεται.
Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή και η παρατεταμένη προσφυγική κρίση προσθέτουν περαιτέρω αβεβαιότητα στις μακροοικονομικές προοπτικές. Από την άλλη πλευρά, οι προβλέψεις της Επιτροπής δεν ενσωματώνουν τον οικονομικό αντίκτυπο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας για την Ελλάδα, η εφαρμογή του οποίου αναμένεται να δώσει σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη
Στο σημείο αυτό η έκθεση σημειώνει πως οι ελληνικές αρχές συνεργάζονται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της προετοιμασίας του σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, κάτι που χαρακτηρίζει ευπρόσδεκτο, καθώς τα κεφάλαια αυτά θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Όπως επισημαίνεται, ο μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ θα διαθέσει στην Ελλάδα 30,5 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2021-2026, από τα οποία 17,8 δισ. ευρώ μέσω επιχορηγήσεων.
«Οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις που θα αποτελέσουν μέρος του σχεδίου αναμένεται να βασιστούν και να συμπληρώσουν τις προηγούμενες και τις τρέχουσες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της ενισχυμένης διαδικασίας παρακολούθησης», επισημαίνεται.
Βάρος τα αναδρομικά
Σύμφωνα με την έκθεση, η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει ευνοϊκή και το 2021. Όπως σημειώνεται, η πολιτική απάντηση της Ελλάδας ήταν ταχεία από την αρχή της επιδημίας του κορωνοϊού με τα μέτρα στήριξης να ανέρχονται στο 9,4% του ΑΕΠ το 2020 και να εκτιμώνται στο 6,5% του ΑΕΠ το 2021.
«Συνολικά, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής 2020, το μέγεθος των μέτρων στήριξης (ως ποσοστό του ΑΕΠ) που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση για την ανακούφιση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας του κορωνοϊού είναι ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προϋπολογισμός του 2021, που ψηφίστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 2020, εκτιμά ότι το έλλειμμα που παρακολουθείται στη βάση της ενισχυμένης εποπτείας θα φθάσει το 3,9% του ΑΕΠ το 2021», αναφέρει η έκθεση.
Στο σημείο αυτό τονίζεται πως μια πλήρης αναθεώρηση των δημοσιονομικών προβλέψεων θα προετοιμαστεί από την Επιτροπή την Άνοιξη στο πλαίσιο της αξιολόγησης του Προγράμματος Σταθερότητας του 2021. Υπενθυμίζεται δε πως η Γενική Ρήτρα Διαφυγής θα παραμείνει ενεργή το 2021, κάτι που επιτρέπει την προσωρινή απόκλιση από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας.
Η έκθεση αναφέρει πως ο ελληνικός προϋπολογισμός του 2021 αναμένει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα φθάσει το 209% το 2020 πριν μειωθεί σε περίπου 200% το 2021, κάτι που ευθυγραμμίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής. «Οι προβλέψεις για τα δημόσια οικονομικά υπόκεινται σε σημαντικούς κινδύνους. Η αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας παραμένει μεγάλη, κάτι που μεταφράζεται σε σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους», υπογραμμίζεται εμφατικά.
Ως πρόσθετους κινδύνους η ΕΕ αναφέρει την πιθανή αύξηση των κρατικών εγγυήσεων, τα βάρη από τις αποφάσεις για τα αναδρομικά των συνταξιούχων, τις δικαστικές υποθέσεις σε βάρος της ΕΤΑΔ, κ.α..
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες
Αναφορικά με τις συνθήκες χρηματοδότησης του Δημοσίου η έκθεση αναφέρει πως παραμένουν ευνοϊκές και πως η κυβέρνηση συνεχίζει να διαθέτει ένα μεγάλο απόθεμα μετρητών.
Όπως τονίζεται, οι ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης υποστηρίζονται από την νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά της πανδημίας.
«Η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εξόφληση χρέους και οι πληρωμές τόκων θα είναι μέτριες το 2021, ανερχόμενες σε περίπου 10 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα σχεδιάζει να συγκεντρώσει 8-12 δισ. ευρώ μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων, ποσό που είναι συγκρίσιμο με το ποσό που συγκεντρώθηκε το 2020. Τα αποθεματικά μετρητών της γενικής κυβέρνησης ανήλθαν σε περίπου 31 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020 και είναι αρκετά για να καλύψουν τις ωριμάνσεις χρέους και πληρωμές τόκων της γενικής κυβέρνησης για τα επόμενα δύο χρόνια», σημειώνεται στην έκθεση.
Ακόμη, αναφέρεται πως οι αρχές σκοπεύουν να πραγματοποιήσουν μερική αποπληρωμή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κάτι που χαρακτηρίζεται ως ένα «ευπρόσδεκτο βήμα» που θα βοηθήσει τη μείωση του συναλλαγματικού κινδύνου και θα στείλει το σωστό μήνυμα στις αγορές.