του Κωνσταντίνου Χρυσόγελου Είδα δύο σύντομα ρεπορτάζ-αφιερώματα για τη Μαίρη Χρονοπούλου στην τηλεόραση. Η ίδια καρικατούρα: Η “μεγάλη κυρία” που χορεύει τσιφτετέλια ντυμένη με ακριβά γουναρικά ή, στην καλύτερη, μια απελπισμένη που τρίβει τα μούσκουλα του Κούρκουλου. Αυθόρμητα σκέφτηκα ότι από όλη εκείνη τη θηλυκή χορεία του “παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου” (Βουγιουκλάκη, Βαλσάμη, Λιάσκου, Ερήμου και τόσες και τόσες άλλες) η Χρονοπούλου ήταν ίσως η μοναδική “εμπορική ηθοποιός” που κατά περιπτώσεις τολμούσε να πάρει το μεγάλο ρίσκο και να αναμετρηθεί με την πραγματικά υψηλή Τέχνη. Εντελώς πρόχειρα ανακαλώ πως έπαιξε τη μητέρα του σεξουαλικά καταπιεσμένου δολοφόνου στον αριστουργηματικό “Φόβο” του Κωνσταντίνου Μανουσάκη (1966), επίσης ότι τη βρίσκουμε στο πολύ φιλόδοξο και ιδιαίτερα αξιόλογο “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο” του Βασίλη Γεωργιάδη (1966), ακόμα στους εκπληκτικούς “Κυνηγούς” του Αγγελόπουλου (1977), και πιο μετά στο εντέλει όχι και τόσο ενδιαφέρον, αλλά σίγουρα αγαθών καλλιτεχνικών προθέσεων “Τα παιδιά της χελιδόνας” (1987). Από όλα αυτά τσιμουδιά στα μπουζουκο-αφιερώματα των μεγάλων καναλιών. Επιμύθιο: Φοκλόρ σε τιμές ευκαιρίας όταν όλα ακριβαίνουν και οι μεγάλες στιγμές του κινηματογράφου μας στην αποθήκη να πιάνουν σκόνη. |