ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: «Πρέπει να ‘ταν των Βαΐων τ’ ουρανού…»

Του Παναγιώτη Ανδριόπουλου

ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Πρέπει να ‘ταν των Βαΐων τ’ ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέβαιναν μ’ ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου

Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο

Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ’ το σπίτι σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο

Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά

Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια κι οι γυναίκες απ’ το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες

«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας

Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια

Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν είπε να βαρυγκομήσει αλλ’ οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.

Το παραπάνω ελυτικό ποίημα δεν χρειάζεται σχολιασμό. Είναι απολύτως «βαγιανό».

Στη σκηνή της Βαϊοφόρου ο Χριστός εικονίζεται “καθήμενος επί πώλου όνου” κατά τον συνήθη, στην Ανατολή, γυναικείο τρόπο. Στο αριστερό του χέρι κρατεί ειλητάριο, ενώ με το δεξιό ευλογεί. Η διάταξη της εικόνας έχει συνήθως τον Κύριο πάνω στο πουλάρι, στο μέσον, περίπου, της όλης σύνθεσης.

Πίσω του (αριστερά ως προς τον θεατή) εικονίζονται οι μαθητές να ακολουθούν τον διδάσκαλό τους με σπουδή. Η κεφαλή του Χριστού -πλαισιωμένη πάντοτε από φωτοστέφανο- είναι συνήθως στραμμένη προς τους Ιουδαίους (σε κάποιες παραστάσεις ο Χριστός έχει στραμμένη την κεφαλή του προς τους αποστόλους) ενώ η έκφραση του προσώπου Του είναι πραεία και θλιμμένη, “προδηλούσα το πάθος”.

Στο βάθος της εικόνας το κάστρο της Ιερουσαλήμ με ανοιχτές καστρόπορτες και πλήθος Εβραίων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, που σπεύδουν να προϋπαντήσουν τον Χριστό. Το πλήθος σπρώχνεται να βγει από την πύλη, γέροντες και νέοι που κρατούν βαΐα, και γυναίκες που σηκώνουν νήπια στην αγκαλιά τους ή βρέφη τους ώμους τους. Άλλοι φαίνονται να ξεπροβάλλουν από τα τείχη ή τα παράθυρα για να δουν τον Χριστό.

Πάνω από τη συνοδεία υψώνεται δένδρο στο οποίο ανεβαίνουν παιδιά που κόβουν με τσεκούρια κλαδιά και τα ρίχνουν στη γη, ενώ άλλα στρώνουν τα ρούχα τους για να πατήσει πάνω το θεοφόρο ονάριο. Η επιγραφή της εικόνας είναι: Η ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ.

Την δική του, εικαστική και …θαλασσινή εκδοχή της Βαϊοφόρου μας έδωσε ο Ελύτης στο κολάζ του «Οι δρόμοι της θάλασσας» (1972). Τη θέση του Χριστού πάνω στο γαϊδουράκι έχει ένα κορίτσι, ενώ κάτω δεξιά ένα παιδί με φωτοστέφανο, μας θυμίζει ότι τα παιδιά πρωταγωνιστούν στη σκηνή της Βαϊοφόρου, κάτι που φαίνεται πως συγκινεί τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος στη συλλογή του “Εκ του πλησίον”, γράφει τον στίχο “Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα”, δικαιώνοντας θα λέγαμε τον ψαλμικό στίχο: “Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον”.

Στη συλλογή «Ο Μικρός Ναυτίλος» ο ποιητής έχει ξεχωριστές αναφορές στην εικόνα.

Είναι γνωστό πως ο Ελύτης εκτιμούσε πολύ τη βυζαντινή ζωγραφική και τη γνώριζε καλά, όπως άλλωστε και την βυζαντινή υμνογραφία. Πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι είχε διαβάσει και το Κοντάκιον του αγαπημένου του Ρωμανού του Μελωδού στην Κυριακή των Βαΐων.

Στο ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [IV] διαβάζουμε.

«Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω, σ’ έναν Botticelli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη».

Η άνοιξη για τον Ελύτη είναι πάντα το ζητούμενο. Εδώ μας ομολογεί ότι καλύτερα κι από την φύση, αλλά κι από την περίφημη “Άνοιξη” του Μποτιτσέλλι, βρήκε την άνοιξη σε μια «μικρή Βαϊφόρο κόκκινη». Εννοεί, μάλλον, σε μια εικόνα της Βαϊοφόρου, όπου κυριαρχούν οι αποχρώσεις του κόκκινου και υπάρχουν αρκετές τέτοιες παραστάσεις, με κορυφαία, ίσως, αυτήν την μεταβυζαντινή του Θεοφάνους του Κρητός (1490-1559 μ.Χ.) από το Δωδεκάορτο του τέμπλου της Μονής Σταυρονικήτα στο Άγιον Όρος

Ο Ελύτης επιμένει ελληνικά, θα λέγαμε, αφού δεν του αρκεί η πασίγνωστη “Αλληγορία της Άνοιξης” του Μποτιτσέλλι, που είναι ένα έργο το οποίο αφραγίζει την Ιταλική Αναγέννηση (περίπου το 1478 μ.Χ) και προτιμά μια παράσταση της Βαϊοφόρου, με όλη τη χαρμολύπη που κουβαλάει.

Στο ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Αιγαιοδρόμιον], ο Ελύτης παραθέτει μόνο λέξεις. «Αλλά λέξεις που οδηγούσαν μ’ ακρίβεια σ΄αυτό που γύρευα», σημειώνει. Ανάμεσά τους οι λέξεις των βαγιώνε: «βάγια» και «δαφνόφυλλα».

Τέλος, στο ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Ο Ταξιδιωτικός Σάκος] στο ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ, ο Ελύτης θα έπαιρνε μαζί του την Βαϊοφόρο από την Καπέλλα Παλατίνα (Παλέρμο). Πρόκειται για ένα εξαίσιο ψηφιδωτό βυζαντινής τεχνοτροπίας του 12ου αιώνα, στο Παλέρμο της Σικελίας.

Τελικά έχει δίκιο ο Ελύτης: «Πρέπει να ‘ταν των Βαΐων τ’ ουρανού…».

Πηγή: https://avalonofthearts.gr/odysseas-elytis-prepei-na-tan/

Exit mobile version