Oι Kraftwerk στο Ηρώδειο: Πάντρεμα του διάσημου παρελθόντος και του ανήσυχου παρόντος

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χρυσόγελος

Έχουν χαρακτηριστεί ως «οι πατέρες της ηλεκτρονικής μουσικής», κάτι το οποίο δεν ισχύει. Εκείνο όμως που αληθεύει στο έπακρο είναι ότι οι θρυλικοί Γερμανοί Kraftwerk έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη πλείστων όσων παραφυάδων εκείνου που θα ονομάζαμε «σύγχρονη ηλεκτρονική (ποπ) μουσική».

Η ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής, που ξεκινά ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν μας αφορά καθόλου εδώ. Σε δύο πράγματα πρέπει να εστιάσουμε εισαγωγικά πριν προχωρήσουμε στην εμφάνιση του συγκροτήματος στη χώρα μας εν έτει 2023. Πρώτον, ότι οι Kraftwerk έγραψαν και κυκλοφόρησαν εξαιρετική μουσική, όχι μόνο κατά τη θεωρούμενη ως «χρυσή περίοδο» του συγκροτήματος (1974-1981), αλλά ήδη από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης τους (1970-1973), καθώς και αργότερα (1986-2003). Δεύτερον, ότι χωρίς τη μουσική συνεισφορά και την καλλιτεχνική παρακαταθήκη τους κυριολεκτικά δεν θα υπήρχαν Depeche Mode, New Order ή μουσικά είδη, όπως η techno, η rave και η ambient μουσική, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.

Ας μας επιτραπεί να πούμε δυο λόγια για την ιστορία τους. Κατ’ αρχάς η κινητήριος δύναμη των Kraftwerk υπήρξαν διαχρονικά ο Ralf Hütter και ο μακαρίτης εδώ και τρία χρόνια Florian Schneider (ο οποίος τιμήθηκε από τον David Bowie με το τραγούδι «V-2 Schneider» στον δίσκο «“Heroes”» του 1977). Προϊόντος του χρόνου, συνεργάστηκαν και σχετίστηκαν με το πυρηνικό αυτό ντουέτο διάφοροι καλλιτέχνες και προσωπικότητες, όπως ο καινοτόμος παραγωγός Conny Plank, τα μετέπειτα μέλη των σημαντικών Neu!, Klaus Dinger και Michael Rother, καθώς και οι Wolfgang Flür και Karl Bartos στα ηλεκτρονικά κρουστά – οι δύο τελευταίοι σταθερά μέλη από το 1974 και 1975 αντιστοίχως.

Οι πρώτες κυκλοφορίες υπό το όνομα των Kraftwerk (ο ομώνυμος δίσκος του 1970, το Kraftwerk 2 του 1972 και το Ralf und Florian του 1973) εντάσσονται μέσα στο ευρύτερο πρωτοποριακό κίνημα της λεγόμενης «κοσμικής / συμπαντικής μουσικής» («kosmische Musik»), το οποίο χαρακτήρισε όσο κανένα τη γερμανική ποπ / ροκ μουσική κατά τη δεκαετία του 1970.

Από τον σημαντικό δίσκο Autobahn (1974) και εξής, και με τη σύνθεσή τους περίπου αποκρυσταλλωμένη, οι Kraftwerk κινούνται σταθερά προς έναν καθαρόαιμο ηλεκτρονικό ήχο, στον οποίο δεσπόζουν τα συνθεσάιζερ και τα ηλεκτρονικά κρουστά, γεννώντας μινιμαλιστικές συνθέσεις, όπου ο αυστηρός ρυθμός εμπλουτίζεται από ονειρικά και ατμοσφαιρικά περάσματα. Από το Radioactivity (1975) έως το Computer world (1981) το συγκρότημα έχει διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος, κυκλοφορώντας τέσσερις αρκούντως επιδραστικούς δίσκους (στο ενδιάμεσο: Trans Europe Express το 1977 και The man machine το 1978).

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι Kraftwerk προωθούσαν ένα «ανδροειδές» καλλιτεχνικό προφίλ, το οποίο και διατηρούν έως και σήμερα στις ζωντανές εμφανίσεις τους. Παρόλα αυτά, κάτω από το φαινομενικά άκαμπτο μουσικό και οπτικό πέπλο υπάρχει συναίσθημα και μελωδία, όπως και ακαταμάχητος ρυθμός.

Με τον Schneider μόνιμο πια απόντα, ο Hütter ηγείται ενός συγκροτήματος που στις μέρες μας περιλαμβάνει επίσης τους Henning Schmitz, Falk Grieffenhagen και Georg Bongartz. Οι τέσσερις αυτοί μουσικοί παρουσιάστηκαν λοιπόν ενώπιον του ασφυκτικά γεμάτου Ηρωδείου την Κυριακή της 16ης Ιουλίου, που μας προέκυψε υπέρ το δέον ζεστή. Τα τέσσερα μέλη έστεκαν ακίνητα μπροστά από τα συνθεσάιζερ τους, πίσω από την πλάτη τους όμως διαδραματιζόταν ένα εντυπωσιακό καλλιτεχνικό δρώμενο, μέσω της χρήσης video art, αποτελούμενο από ευδιάκριτα, άλλοτε φωτεινά και άλλοτε μουντά, γραφικά που δεν συνόδευαν απλά, αλλά κυριολεκτικά συναγωνίζονταν τη μουσική. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούσε το ότι το οπτικό μέρος προβαλλόταν πάνω στο υπερυψωμένο μέρος του θεάτρου στο βάθος της σκηνής. Αν συνυπολογίσουμε σε αυτά ότι η μουσική των Kraftwerk, ηλικίας από 40 έως 50 ετών κατά το μεγαλύτερο μέρος της, προσέλαβε έναν αέρα ανανέωσης μέσω δυναμικά μοντέρνων ενορχηστρώσεων, τότε μπορούμε άνετα να μιλάμε για μία άκρως επιτυχημένη σύζευξη του «κλασικού» με το «προοδευτικό» ή αλλιώς του ξακουστού παρελθόντος με το ανήσυχο παρόν.

Όσον αφορά στη μουσική που παρουσίασαν οι Kraftwerk, δόθηκε απόλυτη έμφαση στην περίοδο 1974-1986. Ακούσαμε αρκετά από το Computer world (το ομώνυμο, όπως και τα «Computer love», «It’s more fun to compute», «Homecomputer» και «Numbers»), σχεδόν όλο το Man machine (παραλείφθηκε το «Metropolis»), τα «Autobahn» και «Trans Europe Express» από τους αντίστοιχους ομώνυμους δίσκους, τα «Radioactivity» και «Airwaves» (στο δεύτερο φάνηκε πόσο πολύ επωφελούνται συνθέσεις μισού σχεδόν αιώνα από τις ανανεωτικές προσεγγίσεις σε επίπεδο ενορχήστρωσης) από τον δίσκο Radioactivity, διάφορα θέματα από τον δίσκο Tour de France (2003, αλλά το κεντρικό κομμάτι πρωτοκυκλοφόρησε το 1983), καθώς και τα «Boing Boom Tschak» και «Music non stop» από το Electric café του 1986.

Στον επίλογο της εμφάνισης, και ενώ η μουσική έπαιζε ακόμα, τα μέλη υποκλίθηκαν με σειρά στο κοινό, με τελευταίο τον Hütter, αυτό τον μεγάλο οραματιστή που μπορεί να καυχάται ότι η μουσική και η εικαστική κληρονομιά του συγκροτήματός του έχει διαμορφώσει σε όχι ευκαταφρόνητο βαθμό το τοπίο της ηλεκτρονικής μουσικής από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως και σήμερα. Το κοινό φυσικά τον καταχειροκρότησε και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε μία σπουδαία συναυλία, η οποία σαφώς ξέφυγε από την πεπατημένη, αφού η έμφαση δεν βρισκόταν στην κίνηση των μουσικών επί σκηνής και την επικοινωνία τους με το κοινό (αυτή ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, «από άποψη»), αλλά στη συνολική πρόσληψη ενός έξοχα προγραμματισμένου και αψεγάδιαστα υλοποιημένου καλλιτεχνικού δρώμενου.

Εικόνα και ήχος (και χώρος, για να μην ξεχνιόμαστε) συνέπραξαν εξίσου στην ψυχαγωγία και διασκέδαση των παρευρισκομένων. Πάντως, αν υπάρχει ένα «διά ταύτα», αυτό αφορά σίγουρα στη μουσική τους γερμανικού σχήματος. Εντέλει όσα ηλεκτρονικά ψιμύθια και αν προσθέσεις, όσο και αν εκμοντερνίσεις τον ήχο, το τελικό σχόλιο δεν μπορεί παρά να είναι τούτο: η μουσική των Kraftwerk είναι απλά υπέροχη.

Exit mobile version