* Ο Πάρις Κουκουλόπουλος είναι Μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής και πρώτος αιρετός Πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ
Η εκλογή Προέδρων και Συμβουλίων Κοινότητας σε ξεχωριστή κάλπη, που ίσχυσε στις δημοτικές εκλογές του 2019, αγκαλιάστηκε από τους πολίτες της υπαίθρου και δικαιώθηκε στην πράξη. Η κατάργηση της ξεχωριστής κάλπης από τη σημερινή κυβέρνηση και η καθιέρωση της αρχής «ο νικητής δήμαρχος τα παίρνει όλα», αποτελεί πράξη ακραία αντιδημοκρατική, εθνικά επιζήμια και η αποδοχήτης στον πληθυσμό που αφορά, είναι μη ανιχνεύσιμη. Όσοι κάτοικοι αστικών περιοχών γνωρίζουν την ύπαιθρο μόνο ως εκδρομείς, δεν έχουν παρά να επισκεφτούν τυχαία ένα χωριό, για να διαπιστώσουν την καθολική αποδοχή της ξεχωριστής κάλπης.
Οι Κοινότητες ως διακριτές νομικές οντότητες καταργήθηκαν εξολοκλήρου σε δυο φάσεις με τα σχέδια “Καποδίστριας” και “Καλλικράτης” και σήμερα ο πρώτος βαθμός αυτοδιοίκησης είναι οργανωμένος σε 332 Δήμους. Στα διοικητικά όρια των πρώην Κοινοτήτων εκλέγονται διακριτά όργανα, Πρόεδρος και Συμβούλιο, στο πλαίσιο της ενδοδημοτικής αποκέντρωσης. Πέρα από τις αρμοδιότητές τους, που είναι μια πονεμένη ιστορία, και τις συνεχείς αλλαγές στην ονομασία τους -τοπικό συμβούλιο, τοπική κοινότητα, συμβούλιο κοινότητας- ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος εκλογής τους.
Το άρθρο 5 του Ν. 2539/1997 (“Καποδίστριας”) όρισε με σαφήνεια ότι
1) Η εκλογή του προέδρου και των μελών του τοπικού συμβουλίου γίνεται κατά συνδυασμούς. Υποψηφιότητες εκτός συνδυασμών αποκλείονται.
2) Σε κάθε συνδυασμό υποψήφιου δημάρχου και δημοτικών συμβούλων περιλαμβάνονται και οι υποψήφιοι σύμβουλοι του τοπικού συμβουλίου.
3) Οι σύμβουλοι εκλέγονται ανάλογα με τη δύναμη κάθε συνδυασμού στην κάλπη του διαμερίσματος και Πρόεδρος ορίζεται ο πρώτος σε σταυρούς του πλειοψηφήσαντος στο τοπικό διαμέρισμα συνδυασμού την πρώτη Κυριακή.
Η επιλογή του νομοθέτη ήταν απολύτως σαφής και πλήρως αιτιολογημένη, καθώς υπηρετούσε δυο στόχους. Αφενός καλλιεργούσε την ενιαία δημοτική συνείδηση με τα κοινά ψηφοδέλτια αποτρέποντας αποσχιστικές τάσεις και αφετέρου σεβόταν πλήρως τηνπλειοψηφία σε κάθε μικρή τοπική κοινωνία που για χρόνια λειτουργούσε ως αυτοτελής οντότητα με εσωτερική συνοχή. Η ίδια φιλοσοφία, στον τρόπο εκλογής στις πρώην κοινότητες, χαρακτήρισε και το σχέδιο “Καλλικράτης” 12 χρόνια αργότερα, καθώς οι επιδιώξεις και η αποτροπή κινδύνων σε ό,τι αφορούσε το εγχείρημα, ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με αυτά του σχεδίου “Καποδίστριας”.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2018, έγινε νόμος του Κράτους το σχέδιο “Κλεισθένης” που χαρακτηρίστηκε από τη θέσπιση της απλής αναλογικής για τους δημοτικούς συμβούλους και την πλειοψηφική εκλογή για τους δημάρχους, δηλαδή δημάρχους χωρίς πλειοψηφία στο συμβούλιο, κάτι που δεν συναντάμε σε καμία ευρωπαϊκή χώρα ανεξαρτήτως αναλογικού ή πλειοψηφικού συστήματος.
Ο ίδιος νόμος καθιέρωσε την ξεχωριστή κάλπη στις κοινότητες, δίνοντας τη δυνατότητα κατάρτισης τοπικών ψηφοδελτίων όχι μόνο στους συνδυασμούς των υποψηφίων δημάρχων, αλλά και αυτοτελώς σε κατοικοδημότες των κοινοτήτων. Η καλόπιστη κριτική που ασκήθηκε τότε στη Βουλή, επικεντρώθηκε στην εύλογη παρατήρηση ότι η διακριτή κάλπη μπορούσε να υποδαυλίσει αυτονομιστικές τάσεις αναιρώντας όλη την προηγούμενη πορεία. Η εξέλιξη απέδειξε ότι κανένας, πλην ελαχίστων, δε θέλει την επιστροφή στο παρελθόν, γιατί οι μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών είχαν απτά αποτελέσματα, από τα έργα υποδομής μέχρι τα ΚΕΠ και το “Βοήθεια στο Σπίτι” σε κάθε γωνιά της χώρας. Η ρύθμιση ωστόσο οδήγησε σε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, καθώς οι αυτοτελείς συνδυασμοί κυριάρχησαν σε όλες σχεδόν τις κοινότητες, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις με εντυπωσιακά ποσοστά. Οι μικρές τοπικές κοινωνίες επέλεξαν με αυθεντικά κριτήρια τους ανθρώπους που ανέλαβαν να συνδράμουν και να τρέξουν τα ζητήματα της καθημερινότητάς τους.
Η σημερινή κυβέρνηση το 2021 επανάφερε το προηγούμενο καθεστώς, καταργώντας την ξεχωριστή κάλπη, αλλά προχώρησε σε μια επιλογή επιεικώς απαράδεκτη. Σύμφωνα με το νόμο που ισχύει αυτή τη στιγμή, η πλειοψηφία του συμβουλίου κοινότητας, όπως και ο πρόεδρος, δίνεται σε αυτούς που συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο του συνδυασμού του δημάρχου νικητή των εκλογών, ανεξάρτητα από το ποσοστό που συγκέντρωσε στην κοινότητα ο εν λόγω συνδυασμός. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Σε μια κοινότητα ο συνδυασμός Α έχει ποσοστό 20% την πρώτη Κυριακή, ο συνδυασμός Β 60% και δήμαρχος εκλέγεται, την πρώτη ή τη δεύτερη Κυριακή ο επικεφαλής του συνδυασμού Α. Στην κοινότητα του παραδείγματος, ο νικητής δήμαρχος εκλέγει την πλειοψηφία του συμβουλίου κοινότητας και φυσικά τον πρόεδρο και αυτό σε όλες τις κοινότητες. Δεν είναι απλά μια αντιδημοκρατική διάταξη, πρόκειται για βιασμό της βούλησης των πολιτών της υπαίθρου που στερούνται του δικαιώματος να επιλέξουν αυτοί τους αιρετούς του τόπου τους και δυστυχώς δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα.
Η πρόσφατη απογραφή έδειξε με σαφήνεια τη φθίνουσα πορεία της περιφέρειας και εντονότερα αυτή της υπαίθρου. Το φαινόμενο της αστικοποίησης δεν είναι μόνο Ελληνικό, αλλά ο χαρακτήρας του στην Ελλάδα οφείλει να μας κινητοποιήσει όλους. Η υποχώρηση του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης και ο καλπασμός του τομέα των υπηρεσιών, βρίσκονται σε επίπεδα που δε συναντάμε σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το ίδιο ισχύει και για την πρωτοφανή συγκέντρωση πληθυσμού σε δυο αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η πιο πάνω εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα δυσμενείς δημογραφικές προβλέψεις, αποτελεί μείζον εθνικό ζήτημα που καθιστά αναγκαία την εκπόνηση ολοκληρωμένου σχεδίου για την αντιμετώπισή του.
Εστιάζοντας στο ζήτημα της υπαίθρου, είναι γεγονός ότι η συγκράτηση πληθυσμού εκεί, έχει ως αφετηρία πρώτιστα τη σχεδιασμένη και αποφασιστική στήριξη του αγροτικού εισοδήματος και στη συνέχεια την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Στην άλλη πλευρά “του λόφου”, τις τουριστικές περιοχές, οι προτεραιότητες σχετίζονται με το βάρος επισκεπτών που μπορούν να σηκώσουν.
Σε κάθε περίπτωση οποιοδήποτε σχέδιο δε μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς λαϊκή συμμετοχή, που στην περίπτωση της υπαίθρου οργανώνεται και εκφράζεται από τα δημοτικά όργανα των κοινοτήτων. Οι πρόεδροι και τα συμβούλια κοινοτήτων τα επόμενα χρόνια πρέπει να πρωταγωνιστήσουν στην ανασυγκρότηση της χώρας τόσο με προτάσεις εντός του κάθε Δήμου, όσο και ως συνομιλητές της Πολιτείας με δικτύωση ομοειδών κοινοτήτων (ορεινές, τουριστικές, αγροτικές κλπ).
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι στην προσπάθεια αυτή, που όπως τονίστηκε έχει εθνικό χαρακτήρα, οφείλουμε να εξασφαλίσουμε την πιο αυθεντική έκφραση των τοπικών κοινωνιών στην ύπαιθρο, δίνοντας συνέχεια στην ξεχωριστή κάλπη και ενισχύοντας θεσμικά το ρόλο των κοινοτήτων. Η ισχύουσα διάταξη, που φιμώνει τους πολίτες της υπαίθρου, πρέπει άμεσα να καταργηθεί.
Τα χωριά μας και τα μάτια μας.