Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε στο Καραπάντσειο Πολιτιστικό Κέντρο, Θεατρική Σκηνή «Σοφία Βέμπο» η παρουσίαση του τρίτομου έργου του συγγραφέα και Προέδρου του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ (Κέντρο Μικρασιατικού Πολιτισμού) Λουκά Χριστοδούλου με τίτλο «Προσφυγικοί Οικισμοί της Ε.Α.Π. Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων – στη Μακεδονία 1928».
Το τρίτομο έργο περιλαμβάνει έρευνα και παρουσιάζει την εργώδη προσπάθεια του Ελληνικού Κράτους, με τη βοήθεια της Ε.Α.Π., για τη δημιουργία προσφυγικών οικισμών κατάλληλων δια την αποκατάσταση τους.
Το βιβλίο προλόγισε ο Δήμαρχος Αμπελοκήπων – Μενεμένης και Πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος Λάζαρος Κυρίζογλου ο οποίος εξήρε το έργο του συγγραφέα, που με την έρευνά του συμβάλει στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Στο τέλος της παρουσίασης με παραίνεση του Δήμαρχου τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή προς τιμή του Χρόνη Αηδονίδη, του μεγάλου Θρακιώτη ερμηνευτή παραδοσιακής μουσικής που έφυγε από τη ζωή.
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους μεταξύ άλλων Δημοτικοί και Κοινοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου μας.
Ακολουθεί η ομιλία του Δημάρχου:
«Η λέξη «πατρίδα» στη γλώσσα της γιαγιάς μου γινόταν «μάνα Ανατολή». Επέμενε πως η λέξη πατρίδα δεν υπάρχει στην τούρκικη γλώσσα. Αυτή η ριζιμιά κι αρχέγονη έννοια στη γλώσσα των Ελλήνων, που σημαίνει τη γη των πατέρων, την κοιτίδα, τη γενέτειρα είναι έννοια μοναδική. Η μάνα Ανατολή, σαν πατρίδα των προγόνων και σαν πνευματική πατρίδα των προγόνων και σαν πνευματική πατρίδα ιδεών αξίων», γράφει η Έλσα Χίου και συνεχίζει η Ελένη Δικαίου: «Πατρίδα δεν είναι ο τόπος που γεννήθηκες. Δεν είναι ο τόπος που ζεις. Αλλά αυτός που κουβαλάς μέσα σου. Αυτός που έμαθες να τον αγαπάς κι είναι ένα με την ψυχή σου».
Για το μνημειώδες έργο του Λουκά Χριστοδούλου, το οποίο είναι απόρροια κοπιώδους και ενδελεχούς ιστορικής έρευνας, θα μιλήσουν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια οι υπόλοιποι συνομιλητές μου. Εγώ θα ήθελα να επικεντρωθώ σε λίγα στοιχεία της περιόδου που ακολούθησε η Γενοκτονία των Ποντίων και η Μικρασιατική Καταστροφή.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου χαρακτηρίστηκε από ένα γεγονός καθοριστικής σημασίας για την εθνική, πολιτική και οικονομική ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος: τη μεταβολή της εθνολογικής σύστασης της περιοχής υπέρ του ελληνικού στοιχείου. Σύμφωνα με πηγές της εποχής, το 1912 ο Ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας αποτελούσε το 42,6% του συνόλου ενώ το 1926 το ποσοστό αυτό είχε ανέλθει στο 88,8%. Το γεγονός της αύξησης αυτής του ελληνικού στοιχείου ήταν συνέπεια της εφαρμογής της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (30.1.1923), της εκούσιας ανταλλαγής των μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας (Συνθήκη του Νεϊγύ, 27.11.1919) και της εγκατάστασης 700.000 περίπου προσφύγων στην περιοχή.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό του προγράμματος της εγκατάστασης των προσφύγων στη Μακεδονία είναι η προτεραιότητα πού δόθηκε στην αγροτική αποκατάσταση με στόχο τον εποικισμό των πεδιάδων και των παραμεθόριων περιοχών. Για το σκοπό αυτό διατέθηκε το 71,63% από τα έξοδα για αγροτική εγκατάσταση στο σύνολο της χώρας, ενώ μόλις το 5,16%
από τα έξοδα για τούς αστούς πρόσφυγες δαπανήθηκε για όσους εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα της Μακεδονίας.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει το τεράστιο για τις δυνατότητές της έργο της περίθαλψης 1,5 εκατομμυρίου περίπου προσφύγων, οι περισσότεροι από τους όποιους βρίσκονταν σε κατάσταση πλήρους ένδειας. Καθώς ο επαναπατρισμός τους αποκλειόταν, η μόνη λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν η κοινωνική και οικονομική ένταξή τους στο συντομότερο δυνατό διάστημα. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών, η όποια δέχτηκε να αναλάβει την εποπτεία του έργου της προσφυγικής αποκατάστασης και να μεσολαβήσει για την εξεύρεση των αναγκαίων πόρων. Για το σκοπό αυτό συστάθηκε ειδική υποεπιτροπή της ΚΤΕ, η όποια, σε συνεργασία με την Οικονομική Επιτροπή, την ειδική υπηρεσία της ΚΤΕ για πρόσφυγες και την ελληνική κυβέρνηση, εκπόνησε ένα σχέδιο για την εγκατάσταση των προσφύγων, το όποιο στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 εγκρίθηκε στη Γενεύη από την ΚΤΕ και την ελληνική κυβέρνηση υπό μορφή πρωτοκόλλου. Το σχέδιο προέβλεπε την ίδρυση αυτόνομου οργανισμού, της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, που θα αναλάμβανε το έργο της εγκατάστασης. Ή ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να παράσχει τις
υλικές προϋποθέσεις: το 1924 συνήψε μετά από μακρές διαπραγματεύσεις το λεγόμενο προσφυγικό δάνειο με καθαρή απόδοση 10 περίπου εκατομμύρια αγγλικές λίρες, το όποιο έθεσε στην κυριότητα της ΕΑΠ. Επίσης με βάση το πρωτόκολλο ή ελληνική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να παραχωρήσει στην ΕΑΠ 500.000 τουλάχιστον εκτάρια καλλιεργήσιμης γης. Για την εξασφάλιση αυτού τού όρου μεταβίβασε στην ΕΑΠ τα κτήματα των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων, τις αγροτικές εκτάσεις που απαλλοτρίωσε με την ταχεία εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, καθώς επίσης και μοναστηριακές γαίες. Μέχρι το τέλος τού 1927 είχε παραχωρήσει στην ΕΑΠ 820.000 εκτάρια, 85% από τα όποια βρίσκονταν στη Μακεδονία.
Με την ίδρυσή της η ΕΑΠ αναλάμβανε να διαχειριστεί όλες τις υποχρεώσεις και απαιτήσεις που είχε δημιουργήσει το Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων (Τ.Π.Π.) το οποίο δεν είχε λόγο ύπαρξης γι’ αυτό και διαλύθηκε το 1925, αφήνοντας πίσω ένα αξιόλογο έργο.
Η τρίτομη εξαιρετική δουλειά του Λουκά Χριστοδούλου αποτυπώνει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί στον πρόλογο του πρώτου τόμου ως «η Εποποιΐα της αποκατάστασης των προσφύγων και την συμβολή τους στην ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας και όχι μόνο.»
Μέσα σε αυτό το έργο βρίσκουμε στοιχεία για όλους τους οικισμούς που δημιουργήθηκαν από την αρχή για την στέγαση των προσφύγων σε όλη τη Μακεδονία. Βρίσκουμε στοιχεία για την ίδρυση της Επταλόφου, των Αμπελοκήπων, για την ίδρυση της Νέας Μαινεμένης, για την πληθυσμιακή σύνθεσή τους, για τα στάδια που πέρασαν μέχρι να γίνουν αυτό που είναι τώρα Δήμος Αμπελοκήπων-Μενεμένης.
Όλοι γνωρίζουμε ότι οι παππούδες μας και οι γονείς μας που μετεγκαταστάθηκαν στη γη της Μακεδονίας συνετέλεσαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση του θαύματος της Εθνικής παλινόρθωσης τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου και συνέχισαν για το υπόλοιπο της ζωής τους να προσφέρουν στην πατρίδα που τους φιλοξένησε και έγινε νέο τους σπίτι, πάντοτε όμως κοιτώντας προς την Ανατολή με την καρτερία πως κάποτε θα επιστρέψουν στα δικά τους χώματα του Πόντου, της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Μικρασίας. Σε αυτή την παρουσίαση τιμούμε τη μνήμη τους και τους αγώνες τους να στεριώσουν σε ένα τόπο άγνωστο με την αρωγή της ΕΑΠ και του βαριά πληγωμένου και πολιτικά κατακερματισμένου ελληνικού κράτους.
Η τρίτομη αυτή έκδοση τιμά την μνήμη αυτών που κατάφεραν να ξαναστήσουν τις μνήμες, τα ήθη, τα έθιμα των πατρίδων τους, στους καταυλισμούς της προσφυγιάς και στη συνέχεια να προκόψουν και να μεγαλουργήσουν ξανά, στις τέχνες, στα γράμματα, στο εμπόριο, στα άρματα όποτε τους χρειάστηκε η πατρίδα.
Ας είναι αιωνία η μνήμη τους. Ας είναι αιωνία η μνήμη και των πρώτων κατοίκων προσφύγων στη Μενεμένη και τους Αμπελόκηπους και σ’ όλη την Ελλάδα, που δεν βρίσκονται στη ζωή, τους οποίους όταν κατέγραφε η Επιτροπή Υποδοχής Προσφύγων στην Ελλάδα δήλωναν: «Ονομάζομαι (τάδε). Είμαι μόνιμος κάτοικος Μενεμένης Μικρασίας, προσωρινά διαμένων στον τάδε καταυλισμό». Πέθαναν με την ψυχή και τα μάτια τους στραμμένα στην πατρίδα τους, όπου πίστευαν ότι θα επιστρέψουν.
Σας ευχαριστώ.