«Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία.
Είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα
υψώνονται στην έρημο. Κοντά τους, μες στην άμμο
βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ’ ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής,
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ’ άψυχα ετούτα πράγματα
το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα ‘θρεψε.
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:
“Οζυμανδίας τ’ όνομά μου, ο Βασιλεύς των Βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου. Ισχυροί, κι απελπιστείτε! ”
Άλλο τίποτα δεν μένει. Γύρω από τη φθορά
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή,
μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά».
Μετάφραση : Κατερίνα Σχινά
Το “Οζυμανδίας” είναι γραμμένο από έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του 19ου αιώνα, τον Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1818 στο The Examiner του Λονδίνου με το ψευδώνυμο του Σέλλεϋ, «Gilrastes». Σε αυτό το σονέτο, ο ομιλητής του Σέλλεϋ συναντά έναν ταξιδιώτη από μια παλαιά χώρα. Ο περιηγητής περιγράφει τα κολοσσιαία συντρίμμια του αγάλματος ενός μεγάλου Φαραώ. Δεν παρατηρεί μόνο πώς στέκονται τα μέρη του αγάλματος στην άμμο αλλά απεικονίζει και το περιβάλλον. Συλλογικά, η έρημος και το φθαρμένο άγαλμα υπαινίσσονται την κεντρική ιδέα του σονέτου, τη ματαιότητα των ανθρώπινων πράξεων. Επίσης, αγγίζει τα θέματα της παροδικότητας της εξουσίας, της μοίρας και του αναπόφευκτου της πτώσης των κυβερνώντων.