Η αγάπη της για το βιβλίο, το θέατρο, τον κινηματογράφο και γενικότερα τις Τέχνες, είναι γνωστή!
Δεν είναι λίγες οι φορές που κάνει βιβλιοφιλικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ όσοι την έχουν γνωρίσει, μιλούν για μια γυναίκα που πέραν των απαιτητικών καθηκόντων της και του βεβαρημένου προγράμματός της, θα ξεκλέψει λίγο χρόνο προκειμένου να παρακολουθήσει μια ταινία, να απολαύσει μια θεατρική παράσταση ή να επισκεφτεί μια ενδιαφέρουσα έκθεση.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων της, φάνηκε ότι θα έφερνε έναν διαφορετικό, ανανεωμένο αέρα στον θεσμό, πιο ανοικτό στην κοινωνία.
Για πρώτη φορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας έρχεται στο στούντιο του σταθμού της πόλης και μιλά για τα ενδιαφέροντά της που άπτονται του πολιτισμού.
Στο πλαίσιο μιας αναγνωστικής και ευρύτατα πολιτισμικής αυτοβιογραφίας στον ραδιοφωνικό αέρα του Αθήνα 9.84 και στην εκπομπή «Αθήνα το Φελέκι σου», μοιράστηκε με τον Κώστα Μοστράτο, τον Φίλιππο Παππά και με τους ακροατές του σταθμού της πόλης τη σχέση-ζωής με τα βιβλία, μίλησε για συγγραφείς και ποιητές που αγαπά, για τίτλους βιβλίων που σημάδεψαν τη σκέψη, την καρδιά και τον χρόνο.
Και δεν έμεινε εκεί!
Συζήτησαν για παραστάσεις που της κέντρισαν το ενδιαφέρον, για αγαπημένες κινηματογραφικές ταινίες του χθες και του σήμερα καθώς και για σκηνοθέτες που θαυμάζει σε μια αποκλειστική συνέντευξη με άρωμα…πολιτισμού!
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου στις 23 Απριλίου αλλά και την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου που προηγήθηκε, έστειλε το δικό της μήνυμα: «Είναι πολύ σημαντικό να μαθαίνουμε από μικροί να έχουμε πάντα ένα βιβλίο δίπλα μας γιατί είναι ο καλύτερος σύντροφος. Το βιβλίο δεν θα σε προδώσει ποτέ, δεν θα σε αφήσει ποτέ, δεν μπορείς να συγκρουστείς μαζί του, δεν έχεις τίποτα να μοιράσεις, έχεις μόνο να πάρεις. Και αν δεν σε καλύπτει, το αφήνεις και πιάνεις κάτι άλλο. Είναι ο πιο σίγουρος φίλος».
Άλλωστε, όπως η ίδια είχε αναφέρει σε παλαιότερη ανάρτησή της «μπορεί οι αργοί ρυθμοί που προϋποθέτει η ανάγνωση να συγκρούονται με την ταχύτητα της συνεχόμενης και κάποτε ανατρεπτικής ροής των γεγονότων τα οποία απαιτούν την προσοχή και την παρέμβασή μας, ωστόσο μέσω της ανάγνωσης προσδίδουμε διαύγεια και νόημα στην μαρτυρία των πραγμάτων».
Δίχως δεύτερη σκέψη, πρόσθεσε: «Πιστεύω στη δύναμη του βιβλίου και της λογοτεχνίας, στο τι μηνύματα έχει να περάσει»».
Επισήμανε πόσο σημαντικό είναι να περνάει το βιβλίο και στις επόμενες γενιές, τόσο από τους ίδιους τους γονείς όσο και μέσω του σχολείου, λέγοντας: «Θεωρώ ότι αν κάποιος μάθει να ”αγκαλιάζει” το βιβλίο από παιδί, δεν θα το αφήσει ποτέ γιατί καταλαβαίνει πόσο ζωογόνος είναι η ανάγνωση, πόσο τον στηρίζει. Οι γονείς και το σχολείο μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να πολεμήσει την εξέλιξη αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το χαρτί. Προσωπικά, θέλω να κρατώ το βιβλίο στα χέρια μου, να το έχω δίπλα μου, να χαίρομαι και μόνο που το βλέπω. Ακόμα και αν δεν προλάβω να το ανοίξω να είναι πάντα δίπλα μου στο κομοδίνο. Επομένως, θα μπορούσαν να μάθουν και τα παιδιά έτσι. Για παράδειγμα, η κόρη μου με έβλεπε από πολύ μικρή να κρατώ ένα βιβλίο στο χέρι οπότε ήθελε και εκείνη να έχει τα δικά της βιβλία. Είναι κάτι που το έμαθε και δεν το εγκατέλειψε ποτέ».
Παράλληλα, εξέφρασε την ανάγκη στήριξης του βιβλίου και των βιβλιοπωλείων καθώς «στην περίοδο της κρίσης δοκιμάστηκαν και αυτά».
Συμπλήρωσε ότι «είναι εντυπωσιακό το ότι στην πανδημία οι πωλήσεις των βιβλίων, όπως διάβασα με μεγάλη χαρά, ενισχύθηκαν. Είναι εύλογο όταν κάποιος απομονώνεται. Όπως εγώ που δεν είχα αδέρφια ή άλλα παιδιά για να παίξω και το διάβασμα ενίσχυε την συντροφικότητα. Με ένα βιβλίο δεν είσαι ποτέ μόνος. Έτσι ένιωθα».
Ως μοναχοπαίδι, τα βιβλία ήταν για εκείνη εξαιρετική συντροφιά: «Ήρθαμε από νωρίς από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Πηγαίνοντας σε ιδιωτικό σχολείο και συγκεκριμένα στο Αρσάκειο που τότε ήταν σχολείο θηλέων, οι φίλες μου ήταν διασκορπισμένες σε όλη την Αθήνα. Δεν είχα τη γειτονιά ή τους συμμαθητές μου παρέα για να βγούμε, να παίξουμε στον δρόμο, όπως γινόταν ακόμα εκείνα τα χρόνια στις γειτονιές. Επομένως, νομίζω ότι και αυτό έπαιξε ρόλο στο να στραφώ στο διάβασμα. Είχα μια γωνιά στο παιδικό μου δωμάτιο που είχε φως, κοντά στο παράθυρο και με θυμάμαι καθισμένη εκεί με ένα βιβλίο πάντα δίπλα μου. Έτσι μεγάλωσε η γενιά μου. Αγαπώ πάρα πολύ το βιβλίο και ανταποκρίνομαι με χαρά σε ο,τιδήποτε έχει να κάνει με αυτό».
Μίλησε για την ιδιαίτερη αγάπη της στην κλασική λογοτεχνία και ανέτρεξε στα πρώτα της αναγνώσματα στα σχολικά της χρόνια από την οικογενειακή βιβλιοθήκη, την «ΜΙΚΡΗ ΝΤΟΡΙΤ» του Ντίκενς, την ΕΥΓΕΝΙΑ ΓΚΡΑΝΤΕ» του Μπαλζάκ και την «ΤΖΕΗΝ ΕΥΡ» της Σάρλοτ Μπροντέ.
«Εκείνη την εποχή οι εκδόσεις των παιδικών βιβλίων δεν είχαν τον πλούτο που βλέπει κανείς σήμερα, που εντυπωσιάζεται, που θέλεις να πηγαίνεις να αγοράζεις παιδικά βιβλία ακόμα και όντας ενήλικος. Στην παιδική μου ηλικία αυτό που πρωτίστως θυμάμαι -εκτός από κάποια βιβλία πολύ νωρίς- είναι η Γαλάζια Βιβλιοθήκη. Από εκεί γνώρισα τον Ντίκενς, για παράδειγμα τη «ΜΙΚΡΗ ΝΤΟΡΙΤ» και τον Μπαλζάκ με την «ΕΥΓΕΝΙΑ ΓΚΡΑΝΤΕ». Επίσης, υπήρχαν οι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ με τα έργα του Ιουλίου Βερν. Βέβαια, ως κορίτσι, προτιμούσα άλλα μυθιστορήματα, περισσότερο ρομαντικά από τον Ιούλιο Βερν. Επίσης, θυμάμαι το περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων»- είμαι αρκετά μεγάλη και την πρόλαβα- και είδα με χαρά και συγκίνηση ότι «ΤΑ ΝΕΑ» εξέδωσαν και πάλι κάποιους τόμους. Από τη βιβλιοθήκη του παππού μου διάβαζα τους «ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥΣ» του Ντοστογέβσκι από τις εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ που ομολογώ ότι τότε, ως νεαρή μαθήτρια και μετά ως φοιτήτρια, δυσκολεύτηκα να τους παρακολουθήσω. Είναι ένα περίπλοκο έργο, ακόμα και τώρα, για πολλούς. Επίσης, την «ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ», «ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ» και την ΤΖΕΗΝ ΕΥΡ». Η βιβλιοθήκη του παππού μου είχε μερικά κλασικά έργα, γι’ αυτό λατρεύω την κλασική λογοτεχνία στην οποία επανέρχομαι κάθε τόσο».
Θυμήθηκε τις έντονες επιρροές από Έλληνες συγγραφείς στα βιβλιοπωλεία της εποχής των φοιτητικών της χρόνων, τον Τσίρκα, τον Ταχτσή, τον Φραγκιά, τον Πλασκοβίτη.
«Φοιτήτρια βρέθηκα στη Μεταπολίτευση. Στο πρώτο έτος του Πανεπιστημίου μπήκα το 1974. Έδινα εξετάσεις την περίοδο που γύριζε ο Καραμανλής, που υπήρχε όλη αυτή η ενθουσιώδης αναστάτωση στη χώρα. Εμείς είχαμε αγωνία να διαβάσουμε, να δώσουμε εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά ζούσαμε αυτές τις στιγμές, τις μοιραστήκαμε όλοι. Αυτό σημαίνει ότι τότε υπήρξε ένας «οργασμός» και στον εκδοτικό κόσμο και στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, κυρίως στην ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ όπως και σε άλλα, στο βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, στον ΙΚΑΡΟ. Εκεί υπήρχαν πολύ έντονες οι επιρροές από τον Τσίρκα, τον Ταχτσή, τον Φραγκιά, τον Πλασκοβίτη. Αυτά ήταν τα διαβάσματα εκείνης της περιόδου γιατί είχαν να κάνουν με την εποχή που ζούσαμε. Απελευθερώθηκαν κατά κάποιον τρόπο και οι άνθρωποι. Είχαν τη χαρά ότι μπορούσαν να διαβάσουν πράγματα που δεν κυκλοφορούσαν ή ήταν απαγορευμένα ή να διαβάσουν για περιόδους που δεν είχαν ακούσει πολύ, όπως ο εμφύλιος. Η δική μου γενιά αυτά τα έζησε μέσα από διαβάσματα. Στραφήκαμε πάρα πολύ στην ελληνική λογοτεχνία γιατί διψούσαμε γι’ αυτό».
Έκανε αναφορά σε βιβλία νομικού ενδιαφέροντος που τη συντρόφευαν στα χρόνια του Πανεπιστημίου και την καθόρισαν ως φοιτήτρια όπως το «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» και «ΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ» του Μάνεση ή τα συγγράμματα του Μπαλή και του Σβώλου από τη βιβλιοθήκη του πατέρα της.
Υπογράμμισε την ιδιαίτερη αγάπη της στον Μπαλζάκ: «Στην Ντιζόν, ένας καταπληκτικός καθηγητής μας έκανε μια απίστευτη μαρξιστική ανάλυση του έργου του Μπαλζάκ. Όπως ξέρουμε, ο Μπαλζάκ αναλύει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο την παρισινή αλλά και γενικότερα την γαλλική κοινωνία και την κοινωνία της επαρχίας. Μου έχουν μείνει αυτές οι αναλύσεις από εκείνο το καλοκαίρι. Στη συνέχεια διάβασα αρκετά από τα έργα του. Κάθε καλοκαίρι είχα και από ένα συντροφιά στις διακοπές. Είναι ένας από τους συγγραφείς που αγαπούσα πολύ. Σκοπεύω στο μέλλον να διαβάσω, αν μπορέσω, όλη την «ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΩΜΩΔΙΑ» του Μπαλζάκ. Έχω διαβάσει αρκετά, αλλά προφανώς όχι όλα τα έργα, είναι περίπου 90».
Στους συγγραφείς στους οποίους ανατρέχει συγκαταλέγονται Έλληνες και ξένοι: «Αγαπούσα και αγαπώ τις δύο Μαργκερίτ, τη Γιουρσενάρ και την Ντυράς. Από τους πιο σύγχρονους, μου αρέσει ο Μουρακάμι, ο οποίος είναι σχεδόν κλασικός πια γιατί τον αγαπούν όλοι και έχει έναν πολύ ωραίο τρόπο γραφής. Επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που γράφει ο Ζουμπουλάκης. Από τους Έλληνες πεζογράφους ήταν εξαιρετική η σειρά της «ΕΣΤΙΑΣ». Εκεί διαβάσαμε στα νιάτα μας όλον τον Καραγάτση, και εγώ όπως και πολλoί άλλοι. Επίσης, τον Μυριβήλη, τον Θεοτοκά, τον Βιζυηνό. Βέβαια υπάρχουν και οι νεότεροι που μου αρέσουν, πολύ σημαντικές γυναίκες, όπως η Ζατέλη, η Μάρω Δούκα, που αγαπώ τα γραπτά τους και προσπαθώ να τα παρακολουθώ όσο γίνεται».
Η λογοτεχνία αποτελεί για εκείνη μια δημιουργική διέξοδο: «Επειδή διαβάζω πολλά απαιτητικά κείμενα από τον διπλωματικό χώρο, στη λογοτεχνία θέλω να ξεφεύγω, όσο μπορώ. Διάβασα αρκετά κομμάτια από τον τελευταίο Μαζάουερ, αλλά βγαίνουν συνεχώς νέα βιβλία. Αυτό που θέλω να διαβάσω είναι «Η ΕΝΔΟΞΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» του Χατζή. Αυτή την περίοδο, διαβάζω ένα πολύ συμπαθητικό βιβλίο το οποίο μου πρόσφεραν, «Ο ΦΙΛΟΣ» της Σίγκριντ Νιούνεζ από τις εκδόσεις GUTENBERG. Έχω δίπλα μου «ΤΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ» του Παπαδιαμάντη ο οποίος είναι απόλυτα συνδεδεμένος με το Πάσχα και προσφέρει συγκίνηση. Επίσης, είδα μια πολύ καλή έκδοση από το ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ με έργα του Μολιέρου και το «ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ» σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη που έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά και το «ΖΗΤΗΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΖΩΗΣ» του Γιάλομ. Αυτά τα έχω στο πλάι και περιμένω την ευκαιρία για να τα διαβάσω. Επίσης, το «ΛΥΚΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΛΥΚΟΥΣ» του Φάλαντα για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης».
Από τη σύγχρονη παραγωγή επιλέγει -μεταξύ άλλων- και βιβλία σύγχρονων καθηγητών και στοχαστών όπως αυτό του Γιάννη Βούλγαρη για το κράτος ή το ημιαυτοβιογραφικό του Αλεβιζάτου.
«Είναι βιβλία ειδικού ενδιαφέροντος. Επίσης, πρόκειται για ανθρώπους που τυχαίνει να γνωρίζω και να εκτιμώ και όταν ξέρεις και τον συγγραφέα καταλαβαίνεις καλύτερα και τα κείμενά του. Εξαιρετικές εκδόσεις προέκυψαν και με την αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Σε αυτά τα έργα καταγράφεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδος , οπότε τα παρακολουθώ αρκετά».
Στα ενδιαφέροντά της και η ποίηση, το πιο αξιόπιστο εργαλείο για την αποκρυπτογράφηση των συναισθημάτων: «Πιο εύκολα επιστρέφεις στην ποίηση παρά ξαναδιαβάζεις ένα κλασικό μυθιστόρημα, όσο και αν το έχεις αγαπήσει», είπε χαρακτηριστικά και αναφέρθηκε σε αγαπημένους ποιητές και ποιήματα στα οποία επιστρέφει.
«Έχω συνδέσει τον Λειβαδίτη με στιγμές που μου κράτησε συντροφιά σε δύσκολες περιόδους, σε εποχές που ενδεχομένως δεν ήμουν τόσο ευτυχής ή χαλαρή. Είναι από τους πολύ αγαπημένους μου. Υπάρχουν στίχοι του που με συγκινούν πάρα πολύ. Είχε αυτή την ευαισθησία, την αγάπη, την αλληλεγγύη. Επειδή είχε και τις αριστερές του καταβολές, έβγαζε μερικές φορές τον πόνο της ήττας στην ποίησή του, γεγονός το οποίο τον έκανε πολύ ανθρώπινο. Με συγκινεί. Δεν παύω να επανέρχομαι στον Λειβαδίτη. Επίσης, αγαπώ πάρα πολύ τον Γκανά. Μου αρέσει ο Αναγνωστάκης. Με συγκινούσαν και οι Θεσσαλονικείς ποιητές όπως και ο Χριστιανόπουλος που είναι πολύ ιδιαίτερος. Είχε αυτό το θέμα της ταυτότητάς του που περνούσε πάντα στην ποίησή του. Ταυτόχρονα, αγαπούσε πάρα πολύ την πόλη, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο και τις γάτες στις οποίες είχαμε κοινή αγάπη. Τον έχω συντροφιά τον Χριστιανόπουλο. Και βεβαίως, στο σχολείο είχαμε περάσει από τους κλασικούς, τον Σεφέρη, τον Καβάφη και φυσικά τον Ελύτη. Τα διδαχτήκαμε, τα αγαπήσαμε, επανερχόμαστε σε αυτά».
Μάλιστα, αποκάλυψε μερικούς από τους αγαπημένους της στίχους από τον Λειβαδίτη όπως «γι’ αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ από τον εαυτό της, η ζωή των άλλων» αλλά και «το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι, τους συγχωρώ έναν έναν όλους».
Ερωτηθείσα εάν υπάρχουν αναγνωστικά απωθημένα, βιβλία που συνεχώς αναβάλει την ανάγνωσή τους λόγω πίεσης χρόνου, δεν δίστασε να απαντήσει: «Θα έλεγα πολλά, γιατί τώρα πια ο χρόνος είναι ακόμη λιγότερος και έχω αναγκαστεί να στραφώ λίγο περισσότερο σε κείμενα διπλωματών, Διεθνών Σχέσεων και άλλα, πιο ειδικού ενδιαφέροντος. Ένα βιβλίο που δυσκολεύτηκα να προσεγγίσω είναι ο «ΟΔΥΣΣΕΑΣ» του Τζόυς και το έχω αφήσει για το μέλλον. Σκέφτομαι ότι οι Ιρλανδοί διάλεξαν να έχουν ως Εθνική τους Ημέρα, την ημέρα της πρώτης κυκλοφορίας ενός βιβλίου. Αυτό είναι συγκλονιστικό και πολύ σημαντικό. Δείχνει κάτι γι’ αυτόν το λαό. Επίσης, στο πλαίσιο του Γαλλικού Ινστιτούτου διάβασα τον Προυστ, τον οποίο μετέφρασε καταπληκτικά ο Παύλος Ζάννας μέσα από τη φυλακή. Στο Γαλλικό Ινστιτούτο είχαμε διδαχτεί έναν τόμο, το «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΣΟΥΑΝ». Είναι και αυτός πάρα πολύ αναλυτικός αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος που γράφει ο Προυστ. Υπάρχουν οι τόμοι στο σπίτι από τις εκδόσεις «ΗΡΙΔΑΝΟΣ» και έχω αφήσει να τους διαβάσω μελλοντικά. Και όπως σας προανέφερα, λατρεύω τον Μπαλζάκ και σκοπεύω να τον ξαναδιαβάσω στο μέλλον, όταν θα έχω περισσότερο χρόνο».
Παράλληλα, εξομολογήθηκε πως ο πατέρας της ήταν εκείνος ο οποίος της μεταλαμπάδευσε την αγάπη του για το θέατρο και την όπερα. Μεταξύ των πρώτων θεατρικών ερεθισμάτων ως παιδί, ο Δημήτρης Χορν και ο Χριστόφορος Νέζερ.
«Ο πατέρας μου αγαπούσε τη Λυρική Σκηνή και το Εθνικό Θέατρο και έτσι πηγαίναμε όταν ήμουν μικρή. Θυμάμαι ότι πρόλαβα να δω τον Χριστόφορο Νέζερ στο Εθνικό στο ρόλο του «Φιλάργυρου» και τον Χορν ως «Ιβάνοφ. Έχω περάσει και στην κόρη μου αυτή την αγάπη. Στο θέατρο νιώθει κανείς ότι μπορεί να βγει καλύτερος άνθρωπος. Όταν ήμουν μικρή, ομολογώ ότι παρακολουθούσα λίγο ”βαρυγκωμώντας” όπερα. Πλέον μου αρέσει πάρα πολύ και σαν άκουσμα αλλά και να την βλέπω. Είναι εξαιρετική συντροφιά, ιδίως ο Πουτσίνι. Είχα δει κάποιο καλοκαίρι και την «Αΐντα» στην Αρένα της Βερόνα και ήταν μια πολύ εντυπωσιακή παράσταση».
Η διαχρονική μαγεία του κινηματογράφου την γοητεύει και την ταξιδεύει. Εντυπωσιάστηκε από ταινίες που παρακολούθησε πρόσφατα όπως «Η Ζωή Συνεχίζεται» με τον Χοακίν Φινιξ και το «Μπέλφαστ».
«Εκείνη που δεν με ενθουσίασε, εντυπωσιάστηκα μεν από την σκηνοθεσία, αλλά όχι συνολικά ως ταινία ήταν «Η Εξουσία του Σκύλου» της Τζέιν Κάμπιον. Δεν έχω δει ακόμη το «CODA», αν και είχα δει την πρωτότυπη γαλλική, την «Οικογένεια Μπελιέ», σημείωσε.
Δήλωσε λάτρης του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και έφερε στο νου της αφιερώματα σε θερινούς κινηματογράφους, τον Τρυφώ, τον Γκοντάρ, το «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» του Αλέν Ρενέ.
«Μου αρέσει πάρα πολύ ο Κουροσάβα. Επίσης, ο ‘Οζου. Το «Ταξίδι στο Τόκιο» είναι ίσως η μόνη ταινία ασιατικού κινηματογράφου που έχω δει 4-5 φορές. Τη λατρεύω αυτήν την ταινία, με συγκινεί ιδιαίτερα ο τρόπος που παρουσιάζει την κοινωνία της Ιαπωνίας. Αγαπώ όμως και τον αμερικάνικο κινηματογράφο, ιδίως της δεκαετίας του ’70. Επίσης, τις ταινίες του Γούντι Άλεν, τον Μπέργκμαν για τον οποίο ο Γούντι Άλεν έχει πει ότι τον θεωρεί τον μέγιστο. Όλα αυτά τα βλέπαμε τότε σε Φεστιβάλ στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ και στο STUDIO. Παλαιότερα, μια από τις ταινίες που είχα δει και μου άρεσε πολύ ήταν η «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ».
Κλείνοντας την αποκλειστική συζήτηση με τους Κώστα Μοστράτο και Φίλιππο Παππά στον Αθήνα 9.84, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε ειδική μνεία στις δύσκολες ώρες που περνά ο ουκρανικός λαός, εκφράζοντας την ελπίδα να τελειώσουν άμεσα οι πολεμικές συγκρούσεις: «Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει στη μεγάλη γειτονιά της Ευρώπης και πώς ένας ευρωπαϊκός λαός μετατρέπεται σε πρόσφυγα. Να τελειώσει για τους ίδιους πρώτα απ’ όλα, αλλά και για όλους εμάς. Να τελειώσει όσο γίνεται νωρίτερα, πιο άμεσα. Η κατάσταση είναι απογοητευτική. Να μπορέσουμε να συνεχίσουμε αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις του καιρού που δεν είναι λίγες, η οικονομική κρίση, η πανδημία, η κλιματική αλλαγή. Είναι τόσα πολλά αυτά που έχουμε να διαχειριστούμε. Το τελευταίο που έλειπε ήταν ένας πόλεμος και μάλιστα στην Ευρώπη».