Αυτή η δεύτερη, απρογραμμάτιστη επίσκεψη: πες το μοίρα,
Ή υποσυνείδητο, ή όπως αγαπάς,
Μα έχοντας περίσσιο χρόνο, βρεθήκαμε ξανά
Στην Πύλη των Λεόντων, το χωμάτινο παλάτι του Ατρέα,
Τη θεμελιώδη αταραξία του ανακτόρου του Αγαμέμνονα
Όπου ανεβήκαμε το λιθόστρωτο προς το Μέγαρο
Κι απήγγειλα τον λόγο τον εωθινό του φύλακα στο δώμα
Κι είδα τη θάλασσα που έβλεπε απ’ τη βίγλα του.
Πιο ύστερα, πιο χαμηλά, στον κυψελόσχημο τάφο,
Σμήνος τα χελιδόνια, σα νυκτερίδες της Κολάσεως ή του Άδου,
Σπαθίζανε το στόμιο του θαλάμου, και νοιώσαμε στο σπίτι μας,
Μέσα από νεκρικούς λιθοσωρούς και θόλους, κυκλώπεια τείχη και τρίλιθα.
Ήταν γραφτή η επιστροφή, κατώφλι φωτισμένο
Που πρόωρα διασκελίσαμε, με τις σκιές μπροστά μας.
Από την ενότητα “Σοννέτα από την Ελλάδα” της έκδοση “Αλφάβητα”, Ιστός 2000] [μτφρ. Γιώργος και Μανόλης Σαββίδης και Στρατής Χαβιαράς]
Ο Σέιμους Χίνι (Κάστλντοσον Β. Ιρλανδία, 13 Απριλίου 1939 – Δουβλίνο 30 Αυγούστου 2013) ήταν Ιρλανδός ποιητής, ο οποίος έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1995 «για τα λυρικής ομορφιάς και ηθικού βάθους έργα του»[8]. Ο Σέιμους έγινε λέκτορας στο Μπέλφαστ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν και άρχισε να γράφει ποίηση, ενώ στη συνέχεια έδινε και διαλέξεις στο πανεπιστήμιο του Χάβαρντ. Ήταν καθηγητής ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης από το 1989 έως το 1994.