Υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής που «αναρριχήθηκαν» στην πυραμίδα του Σώματος μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, θέτει στο «στόχαστρο» ο ανακριτής ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση, επαναφέροντας το αίτημά του για την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης, αυτή τη φορά σε βαθμό κακουργήματος.
Αξιολογώντας τα νεότερα στοιχεία που συγκέντρωσε ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης επιμένει στο αίτημά του για την αναβάθμιση του κατηγορητηρίου από πλημμεληματικού σε κακουργηματικού χαρακτήρα, κατονομάζοντας ένα προς ένα τα πρόσωπα που θα πρέπει, κατά την κρίση του, να διωχθούν για την «πλήρη αδιαφορία» που επέδειξαν στη διαχείριση της φωτιάς η οποία στοίχισε τη ζωή σε 102 ανθρώπους.
Με έγγραφό του προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, το οποίο αριθμεί 41 σελίδες, ο κ. Μαρνέρης, ζητεί να ασκηθεί συμπληρωματική ποινική δίωξη για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε βάρος τουλάχιστον 10 προσώπων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία από την Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Τι έφταιξε για τους 102 νεκρούς
Σύμφωνα με την ογκώδη δικογραφία που έχει πλέον σχηματίσει ο ανακριτής, ο εσωτερικός «πόλεμος» στους κόλπους της Πυροσβεστικής, μεταξύ των υψηλόβαθμων στελεχών της, έκρινε την εξέλιξη της πυρκαγιάς και τα ολέθρια αποτελέσματά της. Όπως και στα Κύθηρα, έτσι και στο Μάτι, οι ανταγωνισμοί και τα «παιχνίδια επικράτησης» των στελεχών της Πυροσβεστικής, καθόρισαν τη ραγδαία επέκτασή της φωτιάς και παράλληλα, έγιναν η αιτία να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους οι κάτοικοι.
Μετά το Μάτι….οι προαγωγές
Τα περισσότερα αυτά στελέχη μάλιστα, όπως αποτυπώνεται στη δικογραφία, αμέσως μετά από όσα έγιναν στο Μάτι, πήραν προαγωγή και κατέλαβαν υψηλότερες θέσεις στην ιεραρχία της Πυροσβεστικής. Κατάφεραν δηλ. να «επιβραβευτούν» και να «υπερπηδήσουν» άλλους συναδέλφους τους, μολονότι οι ποινικές τους ευθύνες ήταν υπό έρευνα.
Ο ανακριτής διαχωρίζει πάντως τους απλούς πυροσβέστες που μάχονταν με τη φωτιά και έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους από την ηγεσία της Πυροσβεστικής που, «είχε κίνητρο να αφήσει τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενη τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση όλων των εναέριων μέσων κυρίως για την MOTOR OIL και το στήσιμο «παγίδων» στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στη διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε καθώς οι περισσότεροι εξ’ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια».
Η συγκάλυψη
Εκτός όμως από τον τρόπο διαχείρισης της πυρκαγιάς, σύμφωνα με τον κ. Μαρνέρη, «προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Ανάμεσά τους είναι και τα «ψευδή στοιχεία που αναγράφονται στο ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης για την απογείωση του CHINOOK στις 17:00 ενώ όπως προκύπτει από καταθέσεις και το ημερολόγιο του ΓΕΕΘΑ, απογειώθηκε στις 18:10.
Πλαστογραφημένο όμως φαίνεται ότι είναι και το ημερολόγιο της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος στο σημείο όπου αναφέρεται «ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΒΟΥΤΖΑ 37 ρίψεις», εννοώντας ότι κατά τη διάρκεια της πτήσης πραγματοποιήθηκαν 37 ρίψεις νερού στην περιοχή. Σύμφωνα με τις πρόσφατες καταθέσεις των δύο υπεύθυνων για την τήρηση του ημερολογίου, τα γράμματα δεν είναι δικά τους ενώ «τους φαίνεται υπερβολικό το συγκεκριμένο εναέριο μέσο (σούπερ πούμα)να πραγματοποιήσει 37 ρίψεις σε μία μόνο αποστολή».
Τι αναφέρει στο έγγραφό του ο ανακριτής
Στο έγγραφό του, ο ανακριτής εντοπίζει ποινικές ευθύνες στους αρμοδίους της Πυροσβεστικής αλλά και τη Γενικής Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας τόσο για την πρόληψη και την κατάσβεση της πυρκαγιάς αλλά και για την εκκένωση εκκένωσης της περιοχής και της διάσωσης των πολιτών.
« Η θέση που κατείχαν τους καθιστούσαν γνώστες του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής , κίνδυνο που προφανώς αποδέχτηκαν , αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν. Δηλαδή αν και είχαν στη διάθεσή τους μέσα και χρόνο ,γνώριζαν φυσικά την επικινδυνότητα της κατάστασης και μάλιστα γνώριζαν την ιδιομορφία της περιοχής που καθιστούσε άμεσο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές , κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία , που στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου , ο οποίος και αρκεί στην περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Μαρνέρης ενώ σε άλλο σημείο του εγγράφου του τονίζει πως «οι κατηγορούμενοι α) είχαν το ενδεχόμενο κινδύνου και της επίτασης του κινδύνου αυτού (γνωστικό στοιχείο) και β) με τη στάση που κράτησαν αποδέχτηκαν τον ως άνω κίνδυνο (βουλητικό στοιχείο) , ο οποίος και πραγματώθηκε τελικά επιφέροντας ως αποτέλεσμα το θάνατο 102 ατόμων και σωματικές βλάβες σε τουλάχιστον 21 άτομα, για το αποτέλεσμα δε αυτό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του κινδύνου και τις επαγγελματικές ιδιότητες των κατηγορουμένων».
Τους έψαχναν αλλά δεν τους έβρισκαν
Ωστόσο, ορισμένοι από τους κατηγορούμενους, όπως σημειώνει ο ανακριτής, «δεν μπορούσαν καν να βρεθούν όταν οι αρμόδιοι της ΕΛ.ΑΣ τους αναζητούσαν» άλλοι δεν πήγαν ποτέ στην περιοχή, παρότι τους είχε δοθεί σχετική εντολή, ενώ καταγράφονται και εκείνοι που έφυγαν αδικαιολόγητα από τον τόπο της πυρκαγιάς.
Ο δικαστικός λειτουργός επισημαίνει πως οι κατηγορούμενοι « με τις ιδιότητές τους μπορούσαν να προβλέψουν το βαρύτερο αποτέλεσμα που τελικά επήλθε αποδεχόμενοι αυτό, καθώς δεν αξιοποίησαν έγκαιρα τα διαθέσιμα μέσα» υπογραμμίζοντας παράλληλα πως από τα στοιχεία της έρευνας του για τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους «δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους , η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες , αλλά σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου , ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και τον ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων».
Παντελής αδιαφορία των αρμοδίων
Μάλιστα, βάζοντας στο «μικροσκόπιο» του την έκθεση του πραγματογνώμονα Δημ. Λιότσιου, μαρτυρικές καταθέσεις αλλά και απολογίες κατηγορουμένων, ο ανακριτής συμπεραίνει ότι έχει στην διάθεση του όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν πως τα επίμαχα πρόσωπα «δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση/εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα.» Όπως σημειώνει ο δικαστικός λειτουργός «Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο παρά μόνο αμέλεια. Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου».
Υπέρ του ανακριτικού αιτήματος τάσσονται και δέκα οικογένειες θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς οι οποίοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους και ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των πραγματικά υπευθύνων.