του Γιάννη Χριστόπουλου*
Οι έντονες συζητήσεις που γίνονται με αφορμή ορισμένες παραστάσεις που δόθηκαν στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, μας δίνουν τη χαρά να γνωρίζουμε απόψεις που καλύπτουν εντελώς διαφορετικά σκεπτικά και προσεγγίσεις.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που υπάρχει προβληματισμός με αφορμή κάποιες παραστάσεις στην Επίδαυρο.
O προβληματισμός θα υπάρχει διαρκώς δίχως να βρεθεί ποτέ κοινός τόπος για δυο λόγους.
Η έννοια Ιερότητα ενός χώρου, δεν έχει οριοθετηθεί τι σημαίνει πρακτικά και τι συνεπάγεται σε σχέση με τη χρήση του.
Από την άλλη οι δημιουργοί των παραστάσεων δεν εννοούν να ταυτίσουν τις παραστάσεις τους με ένα μουσειακό είδος θεάτρου που θα αγγίζει επί της ουσίας μια τελετουργική διαδικασία, πιστεύοντας ακραδάντως ότι κάθε προσέγγιση ενός κλασικού κειμένου, οφείλει να είναι μια προσωπική αναζήτηση της αλήθειας που ο σκηνοθέτης κομίζει σε εμάς πάνω στο κείμενο, μέσα από αισθητικές που –για ορισμένους δημιουργούς- είναι υποχρέωση τους να είναι ανατρεπτικές και με απολύτως εδραιωμένη την πεποίθηση ότι κάθε δημιουργία περιβάλλεται από ιερότητα.
Επομένως στην πράξη έχουμε να κάνουμε με δύο «ιερότητες», με τον τρόπο που παίρνουν νόημα και πως ιεραρχούνται στην κοινωνία.
Η ιερότητα ενός αρχαίου τόπου-θεάτρου, συγκρούεται με την ιερότητα της δημιουργίας. Η οποία είναι ατέρμων δίχως καμιά λογοδοσία σε κανέναν εξωτερικό παράγοντα εκτός από αυτήν του δημιουργού.
Αναζητώντας διεύρυνση στους συλλογισμούς που προκύπτουν, θα ήταν εφικτό να οριοθετηθεί σαφώς και αντικειμενικά ο τρόπος της «προστασίας» της ιερότητας ενός Αρχαίου Θεάτρου; Ένα Αρχαίο θέατρο αντιμετωπίζεται σαν οποιαδήποτε θεατρική σκηνή;
Η Κατερίνα Παξινού το 1956 ως Μήδεια στην Επίδαυρο
Η επικρατούσα άποψη είναι πως όχι για τον λόγο ότι οι παραστάσεις που γίνονται αφορούν μόνο στο αρχαίο Ελληνικό δραματολόγιο.
Επομένως ο όποιος προβληματισμός δεν αφορά το είδος του θεάτρου αλλά την τεχνοτροπία και τις παρεμβάσεις που γίνονται στα κλασικά κείμενα.
Η πιο συνηθισμένη αντίκρουση προτείνει να μη γίνονται παραστάσεις πειραματικής στόχευσης, ή εντόνως επεμβατικές πάνω στα κείμενα αυτά καθαυτά και τα έργα με αυτήν την αισθητική να παρουσιάζονται σε σύγχρονα θέατρα όπου εκεί ενδεχομένως αυτές οι προσεγγίσεις ταιριάζουν περισσότερο.
Από την άλλη οι υπερασπιστές της προστασίας της ελεύθερης έκφρασης, οι οποίοι πιστεύουν ότι στην τέχνη όλα επιτρέπονται, είναι γεγονός ότι είναι απολύτως επικριτικοί έως και απαγορευτικοί να ανεβούν μέσα στο Θέατρο της Επιδαύρου, έργα τα οποία είναι αποκλειστικώς εμπορικής στόχευσης ή ενδεχομένως στην χειρότερη εκδοχή προϊόντα υποκουλτούρας όπως χαρακτηρίζονται συχνά.
Φράνκ Κάστορφ: ο σκηνοθέτης της αμφιλεγόμενης φετινής “Μήδειας” στην Επίδαυρο
Και στις δύο προσεγγίσεις υπάρχουν εσωτερικές αντιθέσεις.
Από τη μια οι υπερασπιστές της απολύτου Ελευθερίας στην ουσία αντιμετωπίζουν την Επίδαυρο ως ένα έπαθλο καλλιτεχνικής αξιοσύνης και αναγνώρισης, αρνούμενοι την δυνατότητα εισόδου σε άλλους καλλιτέχνες τους οποίους κρίνουν ως καλλιτεχνικά ακατάλληλους του χώρου, έτσι όπως και να το δούμε, υποφώσκει μια ιδιότυπη λογοκρισία.
Από την άλλη οι αμύντορες της ιερότητας των κειμένων και του χώρου, πιθανώς φοβούμενοι τον χαρακτηρισμό της σκέψης τους ως αναχρονιστικής, αποδέχονται το «πείραγμα» των αρχαίων κειμένων σε σύγχρονες σκηνές αλλά όχι στο αρχαίο θέατρο. Τα κείμενα μάλλον έξω από την Επίδαυρο δεν βεβηλώνονται, όπως και αν παρουσιαστούν.
Συνεπώς, το πιο δίκαιο και ειλικρινές, θα ήταν άπαντες, μηδενός εξαιρουμένου, μεδημίας αισθητικής τάσεως εξαιρουμένης να έχουν δικαίωμα δράσης μέσα στην Επίδαυρο.
Κώστας Γεωργουσόπουλος: Πιστεύει ότι είναι λάθος που η Επίδαυρος είναι ανοικτή σε όλους
Εφόσον είναι αδόκιμο να πιστεύεται ότι ένας χώρος με ιερότητα προσβάλλεται από μια παράσταση επειδή και η κάθε παράσταση είναι κι αυτή μια πράξη που ως διαδικασία έχει ιερότητα.
Δομική απαξία στην τέχνη δεν νοείται κατά την προοδευτική αντίληψη, επομένως είναι αδύνατον να εγείρεται συζήτηση και ιεράρχηση πάνω στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, γιατί θα υποχωρούσαμε πάλι σε πρακτικές και αντιλήψεις που θέλουμε να αφήσουμε πίσω.
Απομακρυνόμενοι από την προοπτική αυτής της συλλογιστικής σε αυτό το ζήτημα, είναι χρήσιμο να τεθεί το ερώτημα: εμείς τι ζητούμε όταν προσερχόμαστε σε έναν αρχαίο χώρο του οποίου όλοι αναγνωρίζουμε την ιερότητα και την ενεργειακή ισχύ του ενδεχομένως. Ποια προπαρασκευή ψυχική και νοητική οφείλει –αν οφείλει- να υφίσταται μέσα μας ώστε να δεχθούμε ό,τι είναι εφικτό με την είσοδο μας. Αυτό το ερώτημα αφορά όλους, κοινό και καλλιτέχνες.
Σε μια περίοδο που έχουν σχεδόν αποϊεροποιηθεί τα πάντα, ενδεχομένως το ερώτημα είναι άνευ αντικρίσματος. Όμως, αδυνατώντας να εισέρθουμε στον πυρήνα του προβληματισμού, διαπιστώνεται ότι η έννοια της διάκρισης είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτή.
Ειπώθηκε μέσα στα πολλά αυτές τις μέρες η άποψη ότι η Επίδαυρος δεν κινδυνεύει από όποια πειραματική ή ενδεχομένως ακόμα κι από μια κακή παράσταση.
Φώτο: Τζένη Δημητρακοπούλου
Ναι, είναι απολύτως έτσι, η Επίδαυρος ως χώρος σύμβολο δεν κινδυνεύει από τίποτε. Εμείς κινδυνεύουμε όταν αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι όλα τα πράγματα, όλες οι στιγμές δεν είναι ίδιες.
Η διάκριση, γεννά τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε και να δρούμε εντός του μέτρου.
Εντός μιας διαδικασίας όπου το εγώ γνωρίζει να λειτουργεί εντός του εμείς. Σε όλα τα επίπεδα και για κάθε σκοπό.
* Ο Γιάννης Χριστόπουλος είναι λυρικός καλλιτέχνης