Στις 24 Ιουλίου του 1923, στο Παλέ ντε Ρουμίν της Λωζάννης, εκπρόσωποι οκτώ διαφορετικών εθνών έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους κάτω από ένα κείμενο 143 άρθρων. Το κείμενο, μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Τουρκίας (ως διαδόχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και κρατών που πολέμησαν εναντίον της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία, τότε λεγόταν ακόμα Βασίλειο Σέρβων-Κροατών-Σλοβένων), είχε στόχο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, μια περιοχή που βρισκόταν σε γεωπολιτική αναταραχή τα τελευταία χρόνια.
Η Συνθήκη της Λωζάννης, όπως έχουμε συνηθίσει να την λέμε, συμπληρώνει φέτος αισίως 99 χρόνια ζωής. Τα άρθρα της, διατυπωμένα σε διαφορετικούς καιρούς, υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες, εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα. Με όλες τις αλλαγές και διαφοροποιήσεις που μπορεί να’ χει φέρει αυτός ο ένας αιώνας που μεσολαβεί από την υπογραφή της ως σήμερα. Αποτελεί, πάντως, ένα κείμενο κομβικό για το ελληνικό κράτος και προφανώς κάτι στο οποίο η εγχώρια ειδησεογραφία και επικαιρότητα «σκοντάφτει» πολύ συχνά. Όλο και συχνότερα, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια.
Το κείμενο της Συνθήκης ουσιαστικά αντικατέστησε δύο άλλα κείμενα: Την συνθήκη των Σεβρών του 1920, η οποία είχε μεν υπογραφεί από τους Οθωμανούς, αλλά δεν έγινε δεκτή από το καθεστώς του Κεμάλ. Και την ανακωχή των Μουδανιών (Οκτώβριος 1922), ένα προσωρινό κείμενο για την κατάπαυση του πυρός, ουσιαστικά το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας με όλα τα ολέθρια αποτελέσματα που γνωρίζουμε για τον ελληνισμό σ’ εκείνους τους τόπους.