Το μήνυμα πίσω από την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων – Μεταξύ «Σκύλλας και Χάρυβδης» ο Τούρκος πρόεδρος – Από τη μία ο Μπάιντεν που του έδειξε ότι είναι ικανός για όλα και από την άλλη ο Πούτιν, που αν αντιληφθεί ότι ο Ερντογάν τον χρησιμοποίησε, θα τον κάνει να… πληρώσει – Σε αδιέξοδο ο «σουλτάνος» που παίζει «ρέστα» για την πολιτική του επιβίωση.
Όταν την περασμένη Πέμπτη (22/04) επικοινώνησαν τηλεφωνικώς ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, από την λιτή ανακοίνωση και μόνο που ακολούθησε, μπορούσαμε να καταλάβουμε την ψυχρότητα στις σχέσεις των δύο ηγετών. Ήταν το πρώτο τηλεφώνημα μεταξύ τους, αφού από την εκλογή του περασμένο Νοέμβριο μέχρι και την Παρασκευή (23/04), ο Αμερικανός πρόεδρος απέφευγε οποιαδήποτε συνομιλία με τον «σουλτάνο», παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν είχε βάλει λυτούς και δεμένους για να πείσουν τον Μπάιντεν να του σηκώσει το τηλέφωνο.
Τελικά, το τηλεφώνημα έγινε και παρά τις προσπάθειες του Τούρκου προέδρου να… χαλαρώσει το κλίμα, ο Μπάιντεν ήταν σαφής και ολιγόλογος. Ανακοίνωσε στον Ερντογάν πως θα αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων, χωρίς να του αφήνει κανένα περιθώριο για αντίθετη άποψη.
Η ανακοίνωση Μπάιντεν την επομένη, Παρασκευή (23/04) αποτελεί την πρώτη περίσταση στην οποία πρόεδρος των ΗΠΑ χρησιμοποίησε την G-word (“γενοκτονία”) για να περιγράψει την αιματηρή ακολουθία γεγονότων που ξεκίνησε την 24η Απριλίου 1915, όταν στο φόντο της επέμβασης της Αντάντ στην Καλλίπολη συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον θάνατο, όπως επρόκειτο να συμβεί και με άλλους ενάμιση εκατομμύριο ομοεθνείς τους, οι πρόκριτοι της αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης.
Μάλιστα στη σχετική αναφορά του ο πρόεδρος των ΗΠΑ χρησιμοποιεί κατ’ ιστορική ακρίβεια την ονομασία Constantinople για την μεγαλούπολη που μέχρι το 1930 ονομαζόταν επισήμως Kostantiniyye). Το συγκεκριμένο στοιχείο στην Διακήρυξη Μπάιντεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μιας και ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρεται μόνο σε «Οθωμανική αυτοκρατορία», σε «Οθωμανούς» και σε Αρμένιους της «Κωνσταντινούπολης» (και όχι Ιστανμπουλ), θέλοντας προφανώς να διαχωρίσει την περίοδο που διεπράχθη η Γενοκτονία, με την μετέπειτα Τουρκία.
Η «στροφή» του Ερντογάν, η υπομονή της Δύσης και το «ως εδώ…»
Η Τουρκία είναι αδιαμφισβήτητα μία χώρα με σημαντική γεωπολιτική θέση. Αυτό της το πλεονέκτημα την έχει καταστήσει ισχυρό σύμμαχο επί δεκαετίες για τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, όπως οι ΗΠΑ, ενώ και η ίδια εκμεταλλευόμενη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, έχει αποκομίσει σημαντικά οφέλη.
Όμως, εδώ και αρκετό καιρό η Άγκυρα επιδεικνύει μία αναθεωρητική συμπεριφορά που επανειλημμένα έχει εκθέσει τις καλές σχέσεις που έχει με την Ουάσινγκτον, έχει απωλέσει πλέον μεγάλο ποσοστό της εμπιστοσύνης των Αμερικανών και σήμερα έχουμε φτάσει να συζητάμε ακόμα και για μία πιθανή ρήξη των σχέσεων αυτών.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, ο Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος τις καλές σχέσεις με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ανέπτυξε μια άκρως προκλητική και πέρα από κάθε έννοια δικαίου συμπεριφορά. Ατελείωτες προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα, παραβίαση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, επιδείνωση των σχέσεων με όλες σχεδόν τις γειτονικές χώρες, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό, φίμωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ένας κατάλογος ατελείωτος… Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι έμπειροι αναλυτές διεθνών σχέσεων στις ΗΠΑ έχουν παρομοιάσει τον Ταγίπ Ερντογάν με τον δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, ενώ είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ακόμα και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο έμπειρος πολιτικός με πολυετή θητεία στην ΕΕ, Μάριο Ντράγκι, αποκάλεσε τον Τούρκο πρόεδρο δικτάτορα.
Ο Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητά να κινητοποιεί στρατιωτικές αλλά κυρίως παραστρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες με όπλο την προσωπική φιλοδοξία και την αποκόμιση «υποτυπωδών» υλικών κινήτρων, διεξάγουν πολεμικές επιχειρήσεις σε διάφορα θέατρα επιχειρήσεων, παράγει «αστάθεια», συνιστώντας με αυτόν τον τρόπο το «μακρύ χέρι» της στρατιωτικοποιημένης διπλωματίας του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι έχει ανοίξει εμπόλεμα μέτωπα από τον Καύκασο μέχρι τη Σομαλία και το Σουδάν.
Παράλληλα, με την πλήρη ισλαμοποίηση της Τουρκίας, τα κηρύγματα μίσους προς φανατικούς ισλαμιστές, θεωρώντας εαυτόν τον πεφωτισμένο και θεόσταλτο ηγέτη όλων των Μουσουλμάνων, ικανοποιεί τον νεο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό του, απομακρύνοντας τον τουρκικό λαό από τον δυτικό τρόπο ζωής και κυρίως, σκέψης.
Ώρα… πληρωμής για Ερντογάν – Το τελεσίγραφο Μπάιντεν
Η αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ είναι βέβαιο πως δεν άρεσε στον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος αντιλήφθηκε πως τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο και πως η αντιμετώπιση των ΗΠΑ θα είναι πλέον διαφορετική απέναντί του. Ο Τζο Μπάιντεν άλλωστε, ήδη από την περίοδο που ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός και καχύποπτος θα λέγαμε απέναντι στον Ερντογάν, ενώ θυμίζουμε πως είχε εκφράσει ακόμα και δημοσίως την απέχθειά του για τον αυταρχισμό του «σουλτάνου».
Έτσι, από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο Λευκό Οίκο έδειξε καθαρά την διάθεση του και την στρατηγική επιλογή του για επανακαθορισμό των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Η Ουάσινγκτον έσπευσε να καταστήσει σαφές πως, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θεωρούν εξαιρετικά σημαντική χώρα την Τουρκία, είναι δεδομένο πως η άκρως προκλητική και πέρα από κάθε έννοια δικαίου και σχέσεων καλής γειτονιάς συμπεριφορά της Τουρκίας, δεν μπορεί να γίνεται πλέον ανεκτή, όπως και ο εναγκαλισμός με τον Πούτιν.
Η επιβολή κυρώσεων για τους S-400 και ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 ήταν το πρώτο ηχηρό χτύπημα της Ουάσινγκτον, ενώ με τη στάση του ο Μπάιντεν φρόντισε να ξεκαθαρίσει στον Ερντογάν πως όσο κι αν προσπαθεί με «κουτοπονηριές» βγαλμένες από τουρκικά παζάρια να ξεγελάσει τις ΗΠΑ, αυτά πλέον δεν περνάνε.
Το δεύτερο χτύπημα ήταν η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, ένα χτύπημα συμβολικό και σίγουρα «ιδεολογικό», μιας και ο Ερντογάν θεωρεί πως είναι συνεχιστής της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Θα λέγαμε μάλιστα πως αποτελεί τελεσίγραφο των ΗΠΑ στον Ερντογάν, που έχει περιθώριο 50 ημερών μέχρι την προαναγγελθείσα συνάντηση του με τον πρόεδρο Μπάιντεν, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, προκειμένου να πείσει ότι θέλει να παραμείνει στο «άρμα» της Δύσης.
Πώς όμως θα το πει στον Πούτιν; Πώς θα δικαιολογήσει την στάση του στον «τσάρο»; Αν αντιληφθεί ο Πούτιν ότι ο Ερντογάν τον χρησιμοποίησε για να ενισχύσει περαιτέρω τη σχέση του με τη Δύση, τότε τα πράγματα δεν θα είναι και πολύ ευχάριστα για τον «σουλτάνο».
Η αλήθεια είναι λοιπόν πως ο Ερντογάν αυτή τη στιγμή είναι μεταξύ «Σκύλλας και Χάρυβδης», πληρώνοντας την αλαζονεία, τον εγωισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό του, πιστεύοντας πως θα κάνει την Τουρκία πανίσχυρη περιφερειακή δύναμη με πυρηνικά που θα διαμορφώνει καταστάσεις στο σταυροδρόμι Ευρώπης – Ασίας – Αφρικής.
Τα χειρότερα για τον Ερντογάν είναι μπροστά. Πλέον δεν μιλούμε για ένα power game στην περιοχή, αλλά για την πολιτική του επιβίωση και το μέλλον του τουρκικού λαού.
Η Ελλάδα από την πλευρά της πρέπει να παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις και να είναι σε πλήρη ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο. Ο Ερντογάν είναι «εγκλωβισμένος» και δεν έχει πολλά να χάσει πλέον. Δεν αποκλείεται λοιπόν να κάνει κάποια παράτολμη ενέργεια προς το Αιγαίο. Εκεί όμως θα βρει και πάλι απέναντί του τις Ένοπλες Δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται σε ύψιστη επιχειρησιακή ετοιμότητα έχοντας «κλειδωμένο» όλο το Αρχιπέλαγος.