Συμπληρώνονται 49 χρόνια από τη θλιβερή επέτειο της 20 Ιουλίου 1974, όταν η Τουρκία κατά παράβαση κάθε διεθνούς νομιμότητας εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο, κατέλαβε το 36% του εδάφους της, εκτόπισε 162.000 Έλληνες από τις πατρογονικές τους εστίες, καθιστώντας τους πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Παράλληλα εφάρμοσε συστηματική πολιτική εποικισμού, με μαζική μεταφορά 160.000 Τούρκων εκ Τουρκίας, για την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα και την αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί, με απώτερο σκοπό την εξάλειψη κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου και στην τουρκοποίηση της περιοχής.
Στα παραπάνω προστίθεται και το δράμα των χιλιάδων Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων πολέμου που παράνομα μεταφέρθηκαν σε φυλακές στην Τουρκία, ή εξαφανίστηκαν σε κατεχόμενες περιοχές και μέχρι σήμερα η τύχη τους αγνοείται.
Η προσπάθεια διχοτόμησης της Κύπρου έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν στις 15 Νοεμβρίου 1983 το κατοχικό καθεστώς προχώρησε σε μονομερή αποσχιστική ανακήρυξη της αυτοαποκαλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου», πράξη η οποία καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ως «παράνομη και νομικά άκυρη».
Όλα τα παραπάνω συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και μένουν μέχρι σήμερα ατιμώρητα, παρά την έκδοση καταδικαστικών αποφάσεων από τη Διεθνή Κοινότητα. Και αναρωτιόμαστε, εδώ γιατί υπάρχει απροθυμία επιβολής του Διεθνούς Δικαίου;
Όπως είχε πει ο πρώην Πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, ακόμη και να μη ζούσε ούτε ένας Τούρκος στην Κύπρο, για την Τουρκία υπήρχε θέμα Κυπριακού και δεν θα παραιτηθεί από αυτό, καθόσον είναι ζωτικής σημασίας λόγω της πολιτικής της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σήμερα η Τουρκία, και ιδιαίτερα μετά το 2019 οπότε το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» υιοθετήθηκε ως εθνική στρατηγική της, αποσκοπεί στην διεύρυνση του ζωτικού θαλάσσιου χώρου της εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για τον λόγο αυτό εκφράζονται παράλογες αξιώσεις για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων μας, την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και της ΑΟΖ, την αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών, τις αρμοδιότητες Έρευνας –Διάσωσης. Παράλληλα, έχει διακηρύξει με θρασύτητα ότι «τυχόν επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδος στα 12 ν.μ. αποτελεί αιτία πολέμου (casus belli). Τελικά αυτός ο μόνιμος ταραξίας της περιοχής πως θα αντιμετωπισθεί;
Δυστυχώς όμως πέραν των πάγιων επεκτατικών διεκδικήσεων της Τουρκίας, υπάρχουν σοβαρές ευθύνες και από Ελληνικής πλευράς, αλλά και από την στάση των υποτιθέμενων συμμάχων μας στην ευρύτερη σκακιέρα των γεωπολιτικών επιδιώξεών τους. Η πρόσφατη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προταθεί Τούρκος αντί Κυπρίου για την θέση του Γενικού Γραμματέα στο Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (IMO), αλλά και η αποδοχή της «μετατροπής» της Κύπρου σε «συντεταγμένες» στα επιχειρησιακά σχέδια του ΝΑΤΟ, κατόπιν απαιτήσεως της Άγκυρας, είναι λίγα μόνο θλιβερά παραδείγματα υποτέλειας και έλλειψης κάθε έννοιας υπεράσπισης των εθνικών μας συμφερόντων.
Η Κύπρος δεν είναι γεωτεμάχιο για να ειναι συντεταγμένες. Είναι Χώρα, όχι χώρος. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι το ΟΧΙ σε παράλογες απαιτήσεις ήταν αυτό που μάς διέσωζε διαχρονικά ως Ελληνισμό. Ένα τέτοιο ΌΧΙ είπε και στο διάγγελμά του στις 7 Απριλίου 2004, ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος, όταν κάλεσε τον Κυπριακό Λαό να απορρίψει το σχέδιο Ανάν: “Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω Κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι παραπλανητικών δήθεν προσδοκιών, έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της».
Την τρομερή αυτή πτυχή της ιστορίας μας, κάποιοι θέλουν να την ξεχάσουμε χάριν της δήθεν ελληνοτουρκικής φιλίας και της ευημερίας των δύο λαών. Ακόμη και στα σχολικά βιβλία ελάχιστα συναντάται η κυπριακή τραγωδία σαν ιστορικό γεγονός, ενώ ήρωες αγωνιστές του ‘74, όπως ο καταδρομέας Ηλίας Γλεντζές, δεν αναφέρονται καθόλου. Η πρακτική αυτή βέβαια είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας για τη δήθεν «πολιτιστική συνεργασία» που υπογράφηκε το 2001 μεταξύ του Παπανδρέου και του Τζέμ, στις προβλέψεις της οποίας, μεταξύ άλλων, αναφέρεται η συνεργασία στην παρουσίαση της ιστορίας και του πολιτισμού της άλλης χώρας, ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία και η διόρθωση των «ανακριβειών». Για το λόγο αυτό βαπτίσαμε «συνωστισμό» την καταστροφή της Σμύρνης και «παρέμβαση» της Τουρκίας την εισβολή της (βλέπε άρθρο 23/6/23 του ΕΛΙΑΜΕΠ).
Εάν σήμερα επισκεφθεί κάποιος το Στρατιωτικό Μουσείο στην Κωσταντινούπολη θα διαπιστώσει ότι η παράνομη εισβολή στην Κύπρο έχει μετονομασθεί από «ΑΤΙΛΛΑΣ» σε «ειρηνευτική επιχείρηση». Αντίστοιχες ονομασίες («πηγή ειρήνης», «κλάδος ελαίας» κλπ) χρησιμοποίησε η Τουρκία για τις απροκάλυπτες εισβολές της στην Συρία και στο Ιράκ, πάντοτε επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφαλείας, αλλά εκτός κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η ΝΙΚΗ δεν ξεχνά την παράνομη εισβολή και κατοχή της Κύπρου από την Τουρκία. Πιστεύει ότι η Κύπρος «δεν κείται μακράν», αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Ελληνισμού και μέρος του ενιαίου αμυντικού μας χώρου, το οποίο οφείλουμε να υποστηρίζουμε και να υπερασπιζόμαστε με κάθε μέσο εάν απαιτηθεί.
Τέλος, η οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να προβλέπει:
- την πλήρη αποχώρηση όλων των Τουρκικών στρατευμάτων από τα κατεχόμενα
- την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων
- την αποχώρηση των εποίκων
- την ενότητα του κράτους, των θεσμών, της κοινωνίας και της οικονομίας
- καθώς και να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των Κυπρίων.
Για τη ΝΙΚΗ, κάθε άλλη συζήτηση δεν είναι αποδεκτή.
Όχι άλλες προδοσίες. Όχι άλλες χαμένες πατρίδες.
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ την ΚΥΠΡΟ.