Η ενασχόληση με την πολιτική, είναι μια εμβρυική εξ αντικειμένου, απόπειρα κάθε ενδιαφερομένου, να πάρει την τύχη του στα χέρια του. Η απάντηση στην πρόκληση, ότι δεν μπορεί να αποφασίζει κάποιος για εμάς, χωρίς εμάς. Κατ’ επέκταση δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. ‘Έχει ως ευγενή στόχο τον αγώνα και τη συνδρομή για το κοινό καλό, με υποκειμενική εκ των πραγμάτων σκοπιά και προσέγγιση. Άρρητη επιθυμία και στόχευση, όπως κατά κόρον ανιχνεύεται, είναι και η προσωπική ανέλιξη και προβολή. Με πεμπτουσία την κατάκτηση ή τη συμμετοχή, τουλάχιστον, στην άσκηση της εξουσίας.
Προκειμένου να αποτιμηθεί το πλαίσιο ή κατ’ άλλους το παίγνιο ενασχόλησης με την Πολιτική, είναι αναγκαίο να αποσαφηνισθούν οι όροι, που την καθορίζουν. Εκ των σημαντικοτέρων της είναι οι σχετιζόμενοι με τη ‘γεωγραφία’ της. Ένα φάσμα που εκτείνεται από τη Δεξιά έως την Αριστερά και κάθε ακραία εκδοχή τους και τούνπαλιν. Στην ιστορική διαδρομή οι όροι ένταξης στο ‘γεωγραφικό’ καλειδοσκόπιο, διαφέρουν από χώρα σε χώρα, όπως και οι αιτίες διαμόρφωσής τους. Χωρίς ωστόσο να αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά, όσων εντάσσουν εαυτούς στα Αριστερά ή τα Δεξιά.
Μεγάλο αίνιγμα, ειδικά για τη χώρα μας, ήταν και παραμένει ο χώρος του Κέντρου. Όπως επίσης ο ρόλος και η επιρροή που του αποδίδουμε. Οι sui generis αποχρώσεις του, είναι εν πολλοίς απότοκος και της σχετικά πρόσφατης απαρχής της νεώτερης ιστορίας μας σε σχέση με τις Δυτικές Δημοκρατίες. Κατά κανόνα φαίνεται να είναι η απόληξη της ιστορικής παράταξης των Βενιζελικών, που διαμορφώθηκε και διαμόρφωσε, με προσωποπαγή κατά κανόνα ερείσματα και διαφορές και την αντίπαλη παράταξη των Βασιλοφρόνων και στη συνέχεια της Λαικής Δεξιάς.
Και ενώ στην πολιτική σημειολογία, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο ιδίως, ο χώρος του Κέντρου έδειξε να ταυτίζεται με την πολιτική μετριοπάθεια- ενώ για κάποιο διάστημα μετά το 1981 αντιμετωπίστηκε ακόμα και ως παρωχημένος- τις τελευταίες δύο ιδίως δεκαετίες, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Αποτελεί ουσιαστικά διαβατήριο πολιτικής ορθότητας, αλλά και διαπιστευτήριο νομιμοποίησης, για την ‘πολιτική κινητικότητα’. Με άλλα λόγια διευκολύνει τις μετακινήσεις στη διαδρομή του πολιτικού φάσματος και ιδιαίτερα μεταξύ των κομμάτων που διεκδικούν ή ασκούν την εξουσία.
Ο ρόλος ωστόσο αυτός του ιδιότυπου πολιτικού ‘πασπαρτού’, εύλογα προβληματίζει. Ειδικά όταν χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής αλλοτρίωσης και εξυπηρέτησης προσωπικών σχεδιασμών. Η επίκληση της διεκδίκησης του Κέντρου ή της διεύρυνσης προς το Κέντρο, αποκτά σε όρους πολιτικής ορολογίας ή αποτίμησης της ειλικρίνειας και της σοβαρότητας των προθέσεων, περιεχόμενο ανάλογο με τις εξαγγελίες για την ‘πάταξη της φοροδιαφυγής’ ή τη διεκδίκηση ‘των Γερμανικών Πολεμικών Επανορθώσεων’. Οι ίδιοι εξάλλου οι αριθμοί κάθε άλλο παρά δικαιώνουν ή μπορούν να προσδώσουν ακόμα και επίχρισμα σοβαρότητας στις σχετικές αιτιάσεις.
Δεν είναι η δύναμη ή η γοητεία του Κέντρου, αυτή που αλλάζει τους συσχετισμούς ή κάνει τη διαφορά σε επίπεδο εκλογικών ποσοστών. Είναι εξάλλου τουλάχιστον αστείο να προσωποποιούν το Κέντρο, εν είδει πολύφερνης νύφης, άτομα που η προσωπική τους απήχηση, δεν τους επιτρέπει να εκλεγούν ούτε διαχειριστές στην πολυκατοικία τους. Τα μεγάλα γεγονότα και οι ιστορικές αποφάσεις, που είτε εκπονούνται από προσωπικότητες εμβέλειας, ή αναδεικνύουν πρωταγωνιστές, είναι αυτά που κάνουν τη διαφορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στις τελευταίες εκλογές, η Συμφωνία των Πρεσπών, που κινητοποίησε σημαντικές ομάδες πληθυσμού, που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν αδιάφορες και ‘έδωσαν’ το μεγάλο ποσοστό στην κυβερνητική παράταξη. Και σίγουρα δεν ήταν αυτοί που ‘βαφτίστηκαν’ Κεντρώοι, που έκαναν τη διαφορά. Αναγκαίες επισημάνσεις, για να μην αποφευχθεί μια συντελούμενη παράκρουση. Και για να μη δυσφημιστούν οι όροι και οι ιστορικοί σημασία τους. Είναι ήδη λυπηρό ότι ο πατριωτισμός χαρακτηρίζεται από δόλιους, ως το καταφύγιο των απατεώνων. Δεν πρέπει να δοθεί πάτημα, προκειμένου το πολιτικό Κέντρο, να χαρακτηριστεί ως το άντρο ή η πρόφαση των τυχοδιωκτών.