|
|
Το Πρέπει να σε προδώσω είναι ένα βιβλίο ιστορικής μυθοπλασίας. Ωστόσο, η δικτατορία του Τσαουσέσκου και το παρατεταμένο μαρτύριο είκοσι εκατομμυρίων και πλέον Ρουμάνων δεν είναι μυθοπλασία. Ήταν κάτι βασανιστικά αληθινό και, παρ’ όλα αυτά, για πολλούς παραμένει άγνωστο. Η συγγραφέας, προκειμένου να κάνει την καταγραφή και την έρευνα για την περίοδο εκείνη, μίλησε με ιστορικούς, συγγραφείς, λόγιους, δημοσιογράφους που είχαν καταγράψει τα γεγονότα της δικτατορίας και της κομμουνιστικής περιόδου στη Ρουμανία, αλλά και με απλούς πολίτες.
Ο Νικολάε Τσαουσέσκου πήρε την εξουσία τη δεκαετία του 1960 και κυβέρνησε μέχρι που ο ίδιος και η σύζυγός του Έλενα στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα στις 25 Δεκεμβρίου 1989.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο κινείται η ιστορία. Ο δεκαεπτάχρονος Κρίστιαν Φλορέσκου ακούει ροκ μουσική, διαβάζει ποίηση και ονειρεύεται… Η σκέψη όμως είναι θανάσιμο έγκλημα στη Ρουμανία και οτιδήποτε οδηγεί στη διάπραξή του πρέπει να εξαλειφθεί· ελευθερία, γλώσσα, ανθρώπινα αισθήματα. Όποιος υποπέσει σε έγκλημα σκέψης, πρέπει να οδηγηθεί στον θάνατο αναμορφωμένος και πιστός στα ιδεώδη ενός μονάρχη.
Η ηγεμονία του Τσαουσέσκου απέδειξε πως ο ίδιος ήταν ένα τέρας. Πίστευε ακράδαντα πως, για να κυβερνήσει τυραννικά, το πρώτο βήμα ήταν η απομόνωση. Απομόνωσε τη Ρουμανία από τον υπόλοιπο κόσμο και, κατόπιν, τους κατοίκους της μεταξύ τους, χωρίζοντάς τους και στρέφοντας τον έναν εναντίον του άλλου.
Όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο βιβλίο, «οι περισσότεροι Ρουμάνοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παραβίαζαν τους κανόνες. Υπήρχαν τόσοι για να παραβιάσεις… Και τόσο πολλοί για να αναφέρουν ότι τους παραβίασες. Ένας τραγουδοποιός έγραψε αρνητικούς στίχους για τη ζωή στη Ρουμανία. Τον έκλεισαν σε φρενοκομείο. Έπιασαν έναν φοιτητή να έχει μια αδήλωτη γραφομηχανή. Τον έστειλαν στη φυλακή. Αν παραπονιόσουν μεγαλόφωνα, μπορεί να σε συλλάμβαναν ως “αγκιτάτορα”».
Όλοι και όλα ήταν υπό επιτήρηση.
Στο μυθιστόρημα της Sepetys, την περίοδο που επικρατεί η απομόνωση, η Σεκουριτάτε, η κτηνώδης αστυνομία του Τσαουσέσκου, προσεγγίζει τον Κρίστιαν ώστε να γίνει πληροφοριοδότης. Είναι ευφυής, γνωρίζει αγγλικά και έχει πρόσβαση στην οικία του Αμερικανού διπλωμάτη. Οι τύψεις σκαρφαλώνουν μέχρι τον λαιμό του… Ο πράκτορας της Σεκουριτάτε έχει έναν φάκελο και τον εκβιάζει. Το αγόρι αναγκάζεται να στρατολογηθεί. Ποιος τον κατέδωσε;
Πηγαίνει ενάντια στις πεποιθήσεις του και στις διδαχές του παππού του. Δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν, ούτε καν την αγαπημένη του Λιλιάνα. Στο σπίτι μιλούν ψιθυριστά. Παντού υπάρχουν «κοριοί» κρυμμένοι σε τοίχους, τηλέφωνα, φωτιστικά…
Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι μια μορφή τρόμου. Το καθεστώς φυτεύει αμφιβολίες και σκορπά τον φόβο. Ποιος τον παρακολουθούσε;
Η Σεκουριτάτε χρησίμευσε ως το εργαλείο με το οποίο ασκούσε το καθεστώς την καταστολή του. Επεισόδια βαναυσότητας, τιμωρίας και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απέναντι στους Ρουμάνους, με μια απίστευτη βαρβαρότητα. Εκτός από τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια και τους φόνους, η Σεκουριτάτε είχε στρατολογήσει ένα τεράστιο δίκτυο από πολίτες-πληροφοριοδότες, εκφοβίζοντας και προστάζοντάς τους. Κάποιους τους πίεζαν και τους έλεγαν πως η κατάδοση ήταν πατριωτικό καθήκον τους. Σε άλλους έταζαν χάρες ή φαγητό για την οικογένειά τους. Η απεγνωσμένη ανάγκη της επιβίωσης ήταν τόσο βαθιά, ώστε πολλοί δεν είχαν άλλη επιλογή. Υπολογίζεται ότι ο ένας στους δέκα πολίτες έδινε πληροφορίες.
Οι Ρουμάνοι δεν μπορούσαν να μιλούν ελεύθερα και η αδυναμία να δείξουν εμπιστοσύνη δημιουργούσε εμπόδια στις φιλίες, ακόμα και στις συγγενικές σχέσεις. Όσο προχωρούσαν τα χρόνια, η Σεκουριτάτε έλεγχε τους ανθρώπους μέσω του ίδιου τους του φόβου.
Αυτός ο φόβος, η καχυποψία ανάγκασαν τους Ρουμάνους να διχαστούν, αποκτώντας μια δημόσια και μια ιδιωτική προσωπικότητα. Χώροι που συχνά θεωρούνται ιδιωτικοί, όπως το σπίτι ή ακόμα και το μπάνιο, δεν ήταν ιδιωτικοί. Υπό τη διαρκή απειλή της παρακολούθησης, οι συμπεριφορές μεταβλήθηκαν και οι σκέψεις σπανίως εκφράζονταν μεγαλόφωνα. Αντιθέτως, κρατούσαν ολόκληρο τον πληθυσμό φυλακισμένο σ’ ένα εσωτερικό νοητικό τοπίο, καταπιέζοντας τον ψυχισμό του.
Και πώς ζούσαν τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι σε αυτές τις συνθήκες;
Αθώοι νέοι άνθρωποι που έτρεφαν βαθιά, παθιασμένα συναισθήματα καθώς ενηλικιώνονταν, αλλά δεν μπορούσαν να κατευθύνουν την πορεία της ζωής τους. Το Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη και η Φωνή της Αμερικής παρείχαν ζωτικής σημασίας σύνδεσμο με τον ελεύθερο κόσμο. Βιβλία, ταινίες, περιοδικά, μουσική, όλα αυτά ήταν παράθυρα προς τη δημοκρατία. Κάποιοι μελετητές έχουν πει ότι τα VCR και οι ταινίες από τη Δύση καλλιέργησαν στους εφήβους την έννοια της ελευθερίας και όπλισαν τα τουφέκια που τελικά θανάτωσαν τον Τσαουσέσκου.
Όταν η επανάσταση έφτασε στη Ρουμανία, οι θαρραλέοι πολίτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με βροχή από σφαίρες και αιματοκύλισμα. Μαθητές και φοιτητές βγήκαν στους δρόμους της Τιμισοάρα, του Βουκουρεστίου και πολλών άλλων πόλεων, με μόνο όπλο το θάρρος τους. Καρδιές ασυμβίβαστες που λαχταρούσαν απελπισμένα να ελευθερώσουν τη χώρα τους, νέοι άνθρωποι που όρθωσαν πρόθυμα το ανάστημά τους μπροστά στον αφανισμό και, σε μερικές περιπτώσεις, επιτέθηκαν με γυμνά χέρια στα όπλα του Τσαουσέσκου. Η γενναιότητά τους, η καρδιά τους – ήταν εκπληκτικές. Έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία και παραμένουν παντοτινά οι ήρωες της επανάστασης.
Οι πόρτες της κλούβας βρόντηξαν και το όχημα άρχισε να κινείται. Κάποιος άναψε έναν αναπτήρα για να κοιτάξει τις πληγές των παιδιών του. Το φως έπεσε φευγαλέα στο πρόσωπό της.
Η Λιλιάνα.
Σπρώχνοντας πέρασα πάνω από μαζεμένα κορμιά και στριμώχτηκα πλάι της. «Είσαι καλά;» ψιθύρισα. «Κρίστιαν, το πρόσωπό σου. Είναι μες στα αίματα».
Αίμα σκέπαζε και το πουκάμισο και το μπουφάν μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω καλά. Μάλλον είχα σπάσει ένα πλευρό. Η μύτη μου είχε μετατοπιστεί.
Σήκωσα τα δεμένα χέρια μου και την τράβηξα. Ένιωσα ένα τρίξιμο κάτω από τα δάχτυλά μου κι άκουσα ένα δυνατό κριτσάνισμα. Την ξανάβαλα απότομα στη θέση της κι ο πόνος ήταν σαν έκρηξη στα μάγουλά μου, μες στον λαιμό μου, στο στομάχι μου. Αίμα ανάβρυσε πάνω από το στόμα και το πιγούνι μου, όμως μπορούσα να ανασάνω ευκολότερα. Κάποιος μου έδωσε ένα μπουκαλάκι. Ήπια μια γουλιά και καθάρισα τη μύτη και το στόμα μου.
Η Λιλιάνα ξέσπασε σε κλάματα.
Έβαλα τα δεμένα με σύρμα χέρια μου πάνω στα δικά της, προσπαθώντας να κρατήσω τα δάχτυλά της.
«Είμαι καλά», την καθησύχασα. «Εσύ;» «Μας χτύπησαν με ραβδιά, μας κλότσησαν, μας γρονθοκόπησαν», είπε δακρυσμένη. «Ένας ήταν στην ειδική λίστα… Του έγδαραν το κεφάλι».
Ήξερα για την ειδική λίστα. «Πόση ώρα είσαι εδώ;» ρώτησα.
«Δεν είμαι σίγουρη, πάνω από μία», ψιθύρισε. «Με άρπαξαν στην πλατεία Πανεπιστημίου».
«Κι εμένα».
«Ήσουν με τον Λούκα;» ρώτησε.
Έγνεψα καταφατικά και ξαφνικά το πρόσωπό μου παραμορφώθηκε από τα δάκρυα. «Ο Λούκα», ψιθύρισα. «Τον πυροβόλησαν».
«Τι;»
«Δύο φορές τουλάχιστον», είπα βραχνά. «Τον είδα να σωριάζεται κι ύστερα όλα σκοτείνιασαν. Δεν μπορούσα να τον σώσω. Δεν ξέρω πού είναι». Σήκωσα τα χέρια μου για να σκουπίσω τα δάκρυα.
«Αχ, Θεέ μου». Η Λιλιάνα έγειρε πάνω μου και ψιθύρισε στοαφτί μου. «Θα τον βρούμε, Κρίστιαν. Θα τον βρούμε».
Το μέτωπό της ακουμπούσε το πρόσωπό μου στο πλάι.
Πιέστηκα πάνω της, αγνοώντας το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου. Μείναμε για πολλή ώρα έτσι, με τα πρόσωπά μας ενωμένα.
Σιωπηλοί.
«Φιλιέστε;» ρώτησε το αγοράκι.
«Όχι», είπε η Λιλιάνα ρουφώντας τη μύτη της. «Του λέω ένα μυστικό».
Τζιλάβα
Ένα τέρας που απλωνόταν δίχως σχέδιο, με χρώμα σαν ξερού κόκαλου, νότια απ’ το Βουκουρέστι. Τούβλινες αψιδωτές είσοδοι. Χοντρές μεταλλικές πύλες. Αποτρόπαια ιστορία.
Δεν είχα πει τίποτα μες στην κλούβα, όμως μ’ έτρωγε η ανησυχία. Ο Μπούνου μου είχε πει για την Τζιλάβα. «Είναι η χειρότερη απ’ τις χειρότερες, για πολιτικούς κρατούμενους και ανθρώπους που φυλακίζονται για την πίστη τους. Βασανίζουν τους τροφίμους, τους ακρωτηριάζουν, τους καίνε, τους κλείνουν σε κιβώτια με λουκέτο».
Θεωρούμαστε πολιτικοί κρατούμενοι. Και διαδηλώναμε με μια ομάδα που μπορεί να αριθμούσε εκατό χιλιάδες ανθρώπους.
Η κλούβα σταμάτησε.
«Κρίστιαν», ψιθύρισε η Λιλιάνα. «Τι θα μας συμβεί;»
Ο φόβος στη φωνή της μ’ έκανε να πονέσω. «Δεν ξέρω. Μείνε κοντά μου».
Ο πατέρας των δύο παιδιών τα προειδοποίησε. «Να είστε σε επιφυλακή και μαζί! Ό,τι κι αν γίνει, να είστε μαζί. Θέλω να μου το υποσχεθείτε». Τα παιδιά κούνησαν το κεφάλι και κλαψούρισαν.
Η κλούβα μας σταμάτησε δίπλα σε πολλές άλλες παρκαρισμένες στη φυλακή. Οι συλλήψεις ήταν μπόλικες. Φρουροί εμφανίστηκαν και μας οδήγησαν σε μια γραμμή προς την αψιδωτή είσοδο.
Μια σαπισμένη πινακίδα από πάνω φωτιζόταν από έναν κόκκινο λαμπτήρα. Ήταν τρομακτικό μες στην απλότητά του.
Ο κομμουνισμός στη Ρουμανία δεν τελείωσε με τον θάνατο των Τσαουσέσκου, ούτε τελικά υπήρξε κάποιο ξεκάθαρο ή ικανοποιητικό τέλος εκείνης της περιόδου. Τα πράγματα ήταν μπερδεμένα, ερωτήματα παρέμειναν – κι ακόμη παραμένουν.
Οι φάκελοι της ρουμανικής Σεκουριτάτε παρέμειναν κλειστοί για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια. Λέγεται πως σε αυτό το διάστημα κάποιοι παραποιήθηκαν ή καταστράφηκαν. Η ιστορική κάθαρση, η διαδικασία της διαλεύκανσης, ακόμη συνεχίζεται στη Ρουμανία.
Και σήμερα, περισσότερο από ποτέ είναι επιτακτική ανάγκη να γνωρίζουμε την ιστορία και όλες τις σκοτεινές πτυχές της για να μην επιστρέψουμε ποτέ ξανά σε εκείνες τις μέρες.
Μπορεί να πρόκειται για ένα δυστοπικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα του παρελθόντος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως συνάνθρωποί μας σε κάποιο σημείο του πλανήτη δεν ζουν υπό αυτά τα καθεστώτα ή ότι δεν θα μπορούσαν να εγκαθιδρυθούν και στη δική μας χώρα.