του Τηλέμαχου Χορμοβίτη
To φθινόπωρο που μας πέρασε έπεσαν στα χέρια μου οι “Φιλολογικοί Περίπατοι” του δημοσιογράφου και συγγραφέα Κωστή Μπαστιά που εκδόθηκαν πριν κάποια χρόνια από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Πρόκειται για τις συνεντεύξεις που πήρε ο Μπαστιάς από 38 συγγραφείς την περίοδο 1930-1932 και που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Εβδομάς”.
Απολαμβάνοντας τις γλαφυρές, εξομολογητικές συνομιλίες του Μπαστιά με τον Νιρβάνα, τον Λαπαθιώτη, τον Ουράνη και άλλους, στάθηκα σε ένα όνομα που έβλεπα για πρώτη φορά : Διονύσιος Κόκκινος. Διαβάζω στους “Φιλολογικούς Περίπατους” πως είναι από τους πρώτους συγγραφείς που απομακρύνθηκαν από την ηθογραφία και θεμελίωσαν το λεγόμενο “αστικό αθηναϊκό μυθιστόρημα”, με θέματα και ήρωες από την ζωή της ελληνικής πρωτεύουσας. “Ο συγγραφεύς της μέσης ελληνικής αστικής τάξεως” τον χαρακτηρίζει ο Μπαστιάς ενώ ο ποιητής και κριτικός Κλέων Παράσχος έγραφε γι’ αυτόν το 1928 : “Σήμερα δεν έχομε παρά δύο μόνον μυθιστοριογράφους : τον Ξενόπουλο και τον Κόκκινο”.
Αυτός ο συγγραφέας, που στις μέρες του το όνομά του έμπαινε πλάι σε αυτό του Ξενόπουλου αλλά σήμερα το λογοτεχνικό του έργο είναι εντελώς ξεχασμένο, μου τράβαγε όλο και πιο πολύ το ενδιαφέρον. Άρχισα να ψάχνω πληροφορίες στο διαδίκτυο. Βρήκα πως γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο Ηλείας, εργάσθηκε σε εφημερίδες για πολλά χρόνια και ήταν πολυγραφότατος : έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα αλλά και πολεμικές εντυπώσεις. Το λογοτεχνικό του έργο τελειώνει ουσιαστικά κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1930 αφού αφιερώνεται στη συγγραφή της ιστορίας της “Ελληνικής Επανάστασης”, για την οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Η εξάτομη “Ελληνική Επανάσταση” του Κόκκινου θεωρείται κλασικό έργο και κυκλοφορεί ακόμη και σήμερα στα βιβλιοπωλεία.
Πολιτικά ξεκίνησε από τον σοσιαλιστικό χώρο και άνηκε στον κύκλο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου αλλά τα επόμενα χρόνια έκανε στροφή προς τα δεξιά όπως και τόσοι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι στα χρόνια του Μεσοπολέμου (ο Μπαστιάς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα). Μάλιστα διετέλεσε και διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το 1935 μέχρι το 1954. Πέθανε στην Αθήνα το 1967 από καρδιακή ανακοπή.
Και ύστερα άρχισα να ψάχνω για τα βιβλία του. Διαπίστωσα πως το μόνο που κυκλοφορεί είναι η συλλογή διηγημάτων του “Μια τουφεκιά στο Γαλάζιο Νερό” από τις εκδόσεις Νεφέλη ενώ μπόρεσα να βρω στα παλαιοβιβλιοπωλεία δυο ακόμη εξαντλημένα : τη συλλογή “Εκείνος που δε χάρηκε τίποτε και άλλα διηγήματα” και τον “Ιλιγγο” που πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του. Εντυπώσεις; O Kόκκινος απευθύνεται στο πλατύ αναγνωστικό κοινό χωρίς όμως να χάνει τη λογοτεχνική του αξία. Τα βιβλία του μπορεί να μην είναι αριστουργήματα, έχουν όμως αριστοτεχνική πλοκή και ο συγγραφέας ξέρει να σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.
Και κάτι ακόμη που εμένα προσωπικά με κέρδισε : στα διηγήματα και στα μυθιστορήματά του ο Κόκκινος αναπαριστά την αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του σε όλο το εύρος της. Ειδικά στον “Ιλιγγο”, χαζεύουμε μια Αθήνα που βγαίνει από μια δεκαετία συνεχών πολέμων, που χορεύει με αμερικάνικες ορχήστρες που παίζουν χαβανέζικες μελωδίες αλλά και τζαζ, που απομονώνεται σε σεπαρέ για ζευγαράκια στο εστιατόριο “Αβέρωφ” της οδού Σταδίου, που παρακολουθεί έκθαμβη αλλά και προβληματισμένη τη λαμπερή ζωή των νεόπλουτων που έφτιαξαν την περιουσία τους στα χρόνια του πολέμου με ύποπτα μέσα.
Πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω τον χρόνο, στο “Σκίτσο”, ένα παλαιότερο διήγημα του Κόκκινου από το 1914, ο συγγραφέας φωτογραφίζει μια σκηνή της Αθήνας, κάπου κοντά στη Ρώσικη Εκκλησία, απέναντι από το Ζάππειο, μια βροχερή μέρα : “Κάποιος έπεσε απάνω του. Ήταν ένα ζευγάρι, άνδρας και γυναίκα, που έσπευδαν προς τ’ αριστερά σφιγμένοι ο ένας πλαϊ στον άλλο κάτω από μια ομπρέλα. Ένας καστανάς επέρασε τρέχοντας κι’ αυτός και τα μάτια του Χρυσοπέτρου έπεσαν απάνω στο χέρι του που είχε περασμένο το καλάθι με τα κάστανα. Στο ακάθαρτο δάχτυλο του καστανά έλαμπε μια βέρα. Ένα αυτοκίνητο πέρασε περιφραγμένο με τα κρύσταλλά του, μια οικογένεια, μητέρα και κορίτσια, έτρεχαν προς το τραμ. Ο Χρυσοπέτρος, ακουμπώντας στον τοίχο του σπιτιού, έβλεπε τον κόσμο που έτρεχε. Δυο μόνιππα ακόμη κατέβαιναν κατάφορτα από επιβάτες, ένα κοριτσάκι με κοτσίδα και κοντό φουστάνι έσπευδε προς ένα δρομάκι της Πλάκας. Άστραψε κι εβρόντησε. Το νερό έπεφτε ποτάμι και με αναρριπίσματα του ανέμου. Από τα φώτα των απέναντι φαναριών φαινόταν μόνο ένα χρυσό θαμπό στεφανωτό νεφέλωμα. Οι ρονιές άρχισαν να τρέχουν. Τρία τέσσερα αλάνια ώρμησαν με κραυγές μπροστά από τον Χρυσόπετρο πηδώντας από το πεζοδρόμιο προς το δρόμο, κ’ εξαφανίσθησαν στη βροχή. Ήσαν σπουργίτια του Ζαππείου κυνηγημένα από την καταιγίδα. Ένας λοχίας του ιππικού επέρασε καλπάζοντας.”
Ο Κόκκινος, όπως και πολλοί από τους συγγραφείς που ξεχώρισαν τις δεκαετίες του 1910 και 1920, επισκιάστηκαν τα επόμενα χρόνια από την εμβληματική Γενιά του Τριάντα. Επιπλέον , ο κοινωνικός ρεαλισμός και η απλή και κατανοητή γλώσσα των βιβλίων του θεωρήθηκαν ξεπερασμένα από πολλές γενιές κριτικών της λογοτεχνίας που γαλουχήθηκαν με τις αρχές του μοντερνισμού. Και έτσι το όνομα του λησμονήθηκε άδικα. Όμως είναι ένας αξιόλογος συγγραφέας με πολλές αρετές που αξίζει να ανακαλυφθεί ξανά. Ο Διονύσιος Κόκκινος αναμένει έναν αφοσιωμένο ερευνητή και έναν καλό εκδοτικό οίκο που θα τον βγάλουν από τα σκονισμένα ράφια των παλαιοβιβλιοπωλείων και θα τον παραδώσουν ξανά εκεί όπου ανήκει : στο πλατύ κοινό.
Πηγή: https://avalonofthearts.gr/to-logotexniko-ergo-tou-dionysiou-kokkinou/