Κύκλοι στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ειδική μεταχείριση στην παράδοση των δόσεων από την αγγλο-σουηδική AstraZeneca – Πηγές της εταρείας επέμειναν ότι δεν υπάρχει καμία βάση στους ισχυρισμούς αυτούς
Στη μάχη με το χρόνο εναντίον της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, το εμβόλιο αποτελεί την ασφαλέστερη και ταχύτερη διέξοδο. Εντούτοις, η έγκαιρη προμήθεια των απαραίτητων δόσεων για τον πληθυσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύεται ένα «στοίχημα» πιο δύσκολο να κερδηθεί από όσο αρχικά φαινόταν, ή τουλάχιστον από όσο έλπιζαν στις Βρυξέλλες.
Την Τρίτη η ΕΕ κάλεσε τις φαρμακευτικές εταιρείες να σεβαστούν τις δεσμεύσεις τους, καθώς οι περικοπές και οι καθυστερήσεις στην προμήθεια των εμβολίων πλήττουν τις ελπίδες για την όσο το δυνατόν ταχύτερη άρση των περιορισμών, επανεκκίνηση των οικονομιών και αποκατάσταση της κινητικότητας και των ταξιδιών.
«Η Ευρώπη έχει επενδύσει δισεκατομμύρια για την ανάπτυξη των πρώτων εμβολίων και για τη δημιουργία ενός πραγματικού παγκόσμιου, κοινού αγαθού. Τώρα οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους», τόνισε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκή Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σε παρέμβασή της στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.
Μετά την Pfizer, η οποία αντιμετωπίζει πρόσκαιρα, όπως αναφέρει, ζητήματα περιορισμένης παραγωγής, η AstraZeneca ανακοίνωσε απροσδόκητα ότι θα περικόψει την τροφοδοσία του εμβολίου στην ΕΕ το α’ τρίμηνο του έτους κατά 60% εκ των 31 εκατομμυρίων δόσεων που επρόκειτο να σταλούν στην Ευρώπη.
Η επικεφαλής της Κομισιόν είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον επικεφαλής της AstraZeneca τη Δευτέρα, προκειμένου να του υπενθυμίσει ότι «η ΕΕ έχει επενδύσει σημαντικά ποσά (…) συγκεκριμένα για να διασφαλίσει ότι η παραγωγή θα αυξηθεί» προτού το εμβόλιο διατεθεί στην αγορά.
«Για τον λόγο αυτό θα δημιουργήσουμε έναν μηχανισμό διαφάνειας για τις εξαγωγές των εμβολίων», με στόχο να ελέγχονται οι δόσεις που παράγονται στην ΕΕ και εξάγονται σε χώρες εκτός του μπλοκ, εξήγησε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Τι συμβαίνει; Οι πωλήσεις της αγγλο-σουηδικής AstraZeneca σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βρτετανίας, δεν έχουν επηρεαστεί, προκαλώντας υποψίες στις Βρυξέλλες ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζεται ως πελάτης δεύτερης κατηγορίας.
«Βλέπουμε ότι οι δόσεις παραδίδονται αλλού και γνωρίζουμε ότι υπογράψαμε συμφωνία με την AstraZeneca τον Αύγουστο. Τα κράτη μέλη έδωσαν τις παραγγελίες τους γύρω στον Οκτώβριο και είμαστε τώρα στα τέλη Ιανουαρίου, επομένως πιστεύουμε ότι οι δόσεις πρέπει βασικά να είναι διαθέσιμες για παράδοση» δήλωσε αξιωματούχος των Βρυξελλών.
Ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης πρόσθεσε: «Υπάρχουν άνθρωποι στις Βρυξέλλες που πιστεύουν ότι τα εμβόλια που αρχικά υποτίθεται ότι θα δημιουργούσαν το απόθεμα εμβολίων της ΕΕ και θα παραδίδονταν στην Ένωση μετά την έγκριση του ΕΜΑ, κατευθύνθηκαν τελικά στη Βρετανία».
Οι πρώτες παρτίδες του εμβολίου που χρησιμοποιήθηκαν στη Βρετανία προέρχονταν από εργοστάσια στην Ολλανδία και τη Γερμανία, αν και η μεγάλη πλειοψηφία του αναμένεται να παραχθεί σε εργοστάσια στο Oxfordshire και στο Staffordshire της Βρετανίας.
Ωστόσο, πηγές της AstraZeneca επέμειναν ότι δεν υπάρχει καμία βάση για τους ισχυρισμούς ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ειδική μεταχείριση και επέμειναν ότι τα προβλήματα εφοδιασμού της ΕΕ προκλήθηκε από το αργό πρόγραμμα έγκρισης και εμβολιασμού της Ένωσης. Επίσης επεσήμαναν ότι η εταιρεία είχε επιπλέον τρεις μήνες για να διευθετήσει τις παραδόσεις στη Βρετανία, καθώς υπέγραψε το αρχικό συμβόλαιο πολύ νωρίτερα.
Δύο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δήλωσαν σήμερα στο Reuters ότι η AstraZeneca προσφέρθηκε κατά την διάρκεια δύο έκτακτων συνεδριάσεων χθες, Δευτέρα, να επισπεύσει για τις 7 Φεβρουαρίου τις παραδόσεις που ξεκινούσαν σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα στις 15 Φεβρουαρίου.
Μία από τις πηγές, που ενημερώθηκε για τις συνομιλίες, δήλωσε ότι η AstraZeneca αναθεώρησε προς τα επάνω τους στόχους παράδοσης για τον Φεβρουάριο σε σχέση με τις περικοπές που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα. Ωστόσο, δεν έδωσε διευκρινήσεις για τις παραδόσεις του Μαρτίου.
Με τον τρόπο αυτό, η φαρμακοβιομηχανία επιχειρεί να αποκλιμακώσει την ένταση που προκάλεσε η περικοπή των προμηθειών, με αποτέλεσμα να υπάρξει ρήγμα στην εμπιστοσύνη των δύο πλευρών.
Ο δεύτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος, ο οποίος συμμετείχε απευθείας στις συνομιλίες, δήλωσε ωστόσο ότι δεν υπάρχει πρόταση για αύξηση των παραδόσεων.